Το άρθρο «After Trump the Attention Economy Deflates» [1] στην ιστοσελίδα Axios, αναλύει την αποθέρμανση της οικονομίας της προσοχής στη μετά Τραμπ εποχή και το πώς προσπαθεί ο υπόλοιπος κόσμος να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε συνηθίσει τους Αμερικανούς στη χρήση των κοινωνικών δικτύων για πρόκληση και εκτροπή της προσοχής, δημιουργώντας μία συνεχή ένταση στο κοινωνικό σώμα.
Σύμφωνα με το Axios αυτή η ένταση αρχίζει να μειώνεται, όπως δείχνουν τα στοιχεία. Τις δύο πρώτες εβδομάδες του Φεβρουαρίου υπήρξαν 13,8 εκατομμύρια αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τον Τζο Μπάιντεν σε σύγκριση με τα 104 εκατομμύρια για τον Ντόναλντ Τραμπ, τις δύο πρώτες εβδομάδες του Ιανουαρίου.
Η στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ ήταν η μείωση του ρόλου των κλασσικών συνεντεύξεων Τύπου και η χρήση του Twitter για την επικοινωνία ακόμα και πολύ σημαντικών θεμάτων.
Η στρατηγική του Τζο Μπάιντεν είναι διαφορετική. Οι ανακοινώσεις του εμφανίζονται με έναν σχεδιασμένο και τακτικό τρόπο. Αποκαλύπτει συναντήσεις μετά από σοβαρή προετοιμασία και όχι με ένα tweet, ενώ οι πολιτικές του ανακοινώνονται με λεπτομέρειες. Αυτό το είδος της επικοινωνίας δημιουργεί ένα κλίμα καθησυχασμού στους Αμερικανούς, μετά την πίεση της εποχής Τραμπ. Ταυτόχρονα όμως, κινδυνεύει να γίνει βαρετό.
Πέρα από την πολιτική, πολλοί επιχειρηματίες εξακολουθούν να στοιχηματίζουν στην υπερπληροφόρηση, την οποία θεωρούν ότι θα συνεχίσει να επηρεάζει την αμερικανική κοινωνία. Ο Έλον Μασκ της Tesla, με ένα tweet απογείωσε το Bitcoin, ασχέτως αν μετά η εταιρεία του έχασε $15 δις.
Το άρθρο θεωρεί ότι η οικονομία της προσοχής έχει μετακινηθεί προς μία κατεύθυνση, της ταχύτητας και της γενικευμένης παρουσίας. Για τον λόγο αυτό, η αποθέρμανση της προσοχής δεν θα διαρκέσει για πολύ, αφού πρόκειται για επιβεβαιωμένη τάση που έχει ζωή σχεδόν ενός αιώνα.
Πριν από 50 χρόνια ο Herbert Simon [2] που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ για την Οικονομία το 1978, είχε παρατηρήσει αυτό το φαινόμενο. Θεωρούσε ότι σε έναν κόσμο που υπήρχε πληθώρα πληροφοριών, αυτό που έλειπε ήταν η προσοχή των αποδεκτών των πληροφοριών. Επομένως, ο πλούτος της πληροφορίας γεννά τη φτώχια της προσοχής, καθώς και την ανάγκη να συνυπολογιστεί η προσοχή μαζί με τις πηγές υπερπληροφόρησης.
Με τον τρόπο αυτόν, μία άυλη οντότητα που ονομάζεται προσοχή, αποκτά μία εξαιρετικά υψηλή αξία και αποτελεί τον στόχο πολλών εταιρειών. Για αυτόν τον λόγο, τα shares, τα likes και τα views χρηματοποιούνται, σε έναν κόσμο στον οποίον οι ψηφιακές πλατφόρμες φέρνουν κοντά δισεκατομμύρια ανθρώπων.
O Herbert Simon θεωρούσε την προσοχή ως το «σημείο συμφόρησης της ανθρώπινης σκέψης», η οποία περιορίζει το τι μπορεί να αντιληφθούμε σε πολλαπλά περιβάλλοντα ερεθισμών. Αργότερα, το 1997, ο φυσικός Michael Goldhaber [3] προειδοποίησε ότι το οικονομικό σύστημα έχει μετατοπιστεί προς μία οικονομία της προσοχής και δίνει τη δυνατότητα να χτιστούν καριέρες βασισμένες στην οικονομία της πληροφορίας. Αλλά, ενώ η πληροφορία δεν είναι σπάνια, η προσοχή μπορεί να είναι.
Το χρήμα και η προσοχή είναι διακριτά. Το χρήμα ακολουθεί την προσοχή, ενώ το αντίστροφο δεν ισχύει πάντα. Καθώς η οικονομία εξαρτάται όλο και περισσότερο από την προσοχή, το χρήμα μετακινείται από την οικονομία προς αυτούς που μπορεί να επηρεάσουν, ή να ελέγξουν την προσοχή.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις κάνουν διαθέσιμο έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών και τα κοινωνικά δίκτυα διευκολύνουν την απόσπαση της προσοχής. Μέσα στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι η προσοχή είναι και θα είναι περιορισμένη, σπάνια και επομένως, φορέας αξίας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] https://www.axios.com/attention-economy-after-trump-bfa0ef27-b10d-432a-a40a-6bb642424709.html
[2] Simon, Herbert A. 1971. Designing organizations for an information-rich world. In Martin Greenberger (ed.), Computers, Communication, and the Public Interest. Baltimore, MD: The Johns Hopkins Press, 37-72
[3] https://firstmonday.org/article/view/519/440