Πίσω από τις κυρώσεις για τους S-400Νάσος Πετράκης

Προειδοποιήσεις και απειλές για την επιβολή κυρώσεων για τους S-400 υπήρξαν πολλές τους τελευταίους μήνες. Ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Μάικ Πομπέο αποκάλυψε ότι η Άγκυρα είχε προειδοποιηθεί πολλές φορές στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο, ότι η αγορά αυτού του αντιαεροπορικού συστήματος θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της αμυντικής τεχνολογίας και του προσωπικού των ΗΠΑ, ενώ θα άνοιγε την πρόσβαση της Μόσχας στις ένοπλες δυνάμεις και την αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας.

Παράλληλα, η Ουάσιγκτον έκανε έκκληση προς την Άγκυρα να επιλύσει το πρόβλημα των S-400 σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, αφού η Τουρκία εξακολουθεί να θεωρείται ένας πολύτιμος και σημαντικός εταίρος για την ασφάλεια της περιοχής.

Η απόφαση των ΗΠΑ για κυρώσεις έχει ως στόχο την εφοδιαστική αλυσίδα αμυντικού υλικού, καθώς και τον αποκλεισμό της Τουρκίας από μελλοντικά εξοπλιστικά προγράμματα.

Το ότι όλα αυτά ήταν περίπου γνωστά και αναμενόμενα, επιβάλλουν την ανάλυση της αμερικανικής απόφασης μέσα στο τρέχον πολιτικό πλαίσιο. Πολλοί αναλυτές στις ΗΠΑ εντάσσουν την κίνηση επιβολής κυρώσεων μέσα στη στρατηγική του απερχόμενου προέδρου Τραμπ, να αφήσει στον νέο πρόεδρο μία περισσότερο χαοτική κατάσταση, να του δημιουργήσει τετελεσμένα, η άρση των οποίων θα δημιουργεί μεγαλύτερο κόστος.

Υπάρχουν και αυτοί που θεωρούν ότι απέναντι σε έναν προβληματικό σύμμαχο όπως η Τουρκία, οι ΗΠΑ θα πρέπει να κρατήσουν μία σταθερά σκληρότερη στάση και σε αυτήν, μπορεί να συγκλίνουν οι Τραμπ και Μπάιντεν με την υποστήριξη όλων των μηχανισμών του βαθέος κράτους.

Σε κάθε περίπτωση, το θέμα της Τουρκίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσα στο πλάισιο της ιδεαλιστικής ρητορικής ─όπως το χρησιμοποιεί ο Τζο Μπάιντεν για να οικοδομήσει την παγκόσμια συμμαχία των δημοκρατιών─ αλλά, στο επίπεδο της στρατηγικής.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΙΚΩΝ

Η Τουρκία ως μέλος του ΝΑΤΟ, έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στον σχεδιασμό του παγκόσμιου αποτυπώματος των αμερικανικών βάσεων την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.

Η αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ φιλοξενεί την 39η Air Base Wing των ΗΠΑ στην Ευρώπη, της οποίας η αποστολή είναι η υπεράσπιση της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ και η οποία φιλοξενεί 50 πυρηνικές βόμβες Β61. Είναι η δεύτερη φορά που υπάρχουν αμερικανικές κυρώσεις στην Τουρκία, έναν νατοϊκό σύμμαχο ο οποίος φιλοξενεί πυρηνικά όπλα.

Είναι γνωστό ότι τα πυρηνικά όπλα στην Τουρκία, έχουν ελάχιστη χρησιμότητα για την πυρηνική ομπρέλα του ΝΑΤΟ. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν αεροσκάφη ικανά να μεταφέρουν τις βόμβες Β61 που να σταθμεύουν στην ίδια βάση, το ερώτημα που τίθεται συχνά αφορά τη σκοπιμότητα παραμονής αυτών των όπλων σε μία βάση, η οποία είναι ασφαλής, αλλά όχι άτρωτη.

Και πριν, αλλά και μετά την ενεργοποίηση της CAATSA, η Άγκυρα έχει απειλήσει ότι θα κλείσει το Ιντσιρλίκ και ενδεχόμενα και κάποια άλλη αμερικανική εγκατάσταση στην Τουρκία.

Οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι στο παρελθόν έχουν μετακινηθεί πυρηνικά όπλα θεάτρου επιχειρήσεων από βάσεις στην Ελλάδα, τη Βρετανία και τη Νότια Κορέα, χωρίς να υπάρξουν επιπτώσεις στην αποτροπή. Το ζητούμενο είναι αν θα συνεχίσουν να αποθηκεύουν πυρηνικά όπλα στην Τουρκία, με δεδομένη τη μικρή αποτρεπτική τους σημασία, όταν ένας ενδεχόμενος κίνδυνος αντιποίνων από την πλευρά της Άγκυρας, μπορεί να είναι χαμηλός, αλλά θα είναι εξαιρετικά επικίνδυνος αν συμβεί.

Η διαχείριση αυτού του αρνητικού ενδεχομένου θα είναι ενδεικτική του τρόπου αντιμετώπισης της Τουρκίας από την κυβέρνηση Μπάιντεν.

ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΧΕΣΗΣ

Η Τουρκία του Ερντογάν έχει δημιουργήσει έναν χώρο επιρροής, ο οποίος υπερβαίνει τις οικονομικές και άλλες δυνατότητές της, αλλά από τον οποίο η Άγκυρα βγαίνει κερδισμένη γιατί αποδέχεται την ανάληψη ρίσκου και τη βίαιη εμπλοκή. Τα στοιχεία είναι γνωστά, Συρία, Λιβύη, Ναγκόρνο-Καραμπάχ, Ανατολική Μεσόγειος, ενδο-σουνιτική διαμάχη, αντιπαράθεση με μοναρχίες του Κόλπου, επιρροή στα Βαλκάνια, στον Καύκασο, και στο Σουδάν.

Για τις ΗΠΑ, μία ενεργητική και επεκτατική Τουρκία, αρχίζει να αποτελεί ένα πρόβλημα το οποίο χρήζει στρατηγικής ανάσχεσης σε συγκεκριμένες προσπάθειες επέκτασης. Πρόκειται για μία ήπια στρατηγική ανάσχεσης, η οποία υπολογίζει τη γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας για τη Δύση και θα προσπαθήσει να βρει σημεία σύγκλισης με την Άγκυρα, ως αντιστάθμισμα των σημείων τριβής. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι η νέα ηγεσία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα θελήσει να εξαντλήσει αυτή την προοπτική, πριν προχωρήσει σε άλλες κατευθύνσεις.

Η δεύτερη στρατηγική ανάσχεσης σχετίζεται με την εξακολούθηση από την πλευρά της Άγκυρας της ίδιας στρατηγικής σε όλες τις περιοχές στις οποίες εμπλέκεται. Σε άμεση συνάρτηση με αυτή την εκδοχή, θα είναι και η πολιτική της Ουάσιγκτον απέναντι στο Ιράν. Αν η νέα αμερικανική κυβέρνηση προχωρήσει σε κάποια ομαλοποίηση των σχέσεων με την Τεχεράνη και η Άγκυρα εμείνει στις θέσεις της, τότε η Τουρκία θα προβιβαστεί στην πρώτη θέση της αμερικανικής λίστας προβλημάτων στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Η τρίτη στρατηγική ανάσχεσης είναι περισσότερο περίπλοκη. Σχετίζεται με την εκφρασμένη πολιτική των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ για περισσότερο πραγματιστικές σχέσεις με την Κίνα και την πιθανή επιστροφή στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, που αναπόφευκτα θα δημιουργήσουν πιέσεις στη Ρωσία, με την οποία οι Δημοκρατικοί δεν επιθυμούν ιδιαίτερες προσεγγίσεις. Αυτή η προοπτική θα δημιουργήσει άμεσες πιέσεις σε Μόσχα και Άγκυρα, τις οποίες η Ουάσιγκτον θα θελήσει να διαχειριστεί, αν και δεν θα είναι απολύτως ελέγξιμες. Η Μόσχα ελπίζει ότι σε αυτή την περίπτωση θα μπορέσει να εμβαθύνει τις σχέσεις της με την Άγκυρα, σε μία σύνθετη στρατηγική αλληλεξάρτηση. Πρόκειται για μία διπλή ανάσχεση Ρωσίας-Τουρκίας, για την οποία οι ΗΠΑ προειδοποιούν μέσα από τις κυρώσεις για τους S-400, στην αρχή μίας νέας τετραετίας στη διάρκεια της οποίας, η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να κρατήσει την ίδια στάση, ή να βρεθεί μία φόρμουλα υποχώρησης για να τηρηθούν τα προσχήματα.

Εκτός από τις ΗΠΑ, έχει ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος που η Άγκυρα θεωρεί ότι πρέπει να αντιμετωπίζεται. Η αντιμετώπισή της ως πολύτιμου τμήματος του μηχανισμού της Δύσης, δεν σηκώνει αμφιβολίες από κανέναν. Η αντιμετώπισή της ως περιφερειακής υπερδύναμης, ή κάτι περισσότερο όπως ισχυρίζονται οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί του καθεστώτος Ερντογάν, δεν γίνεται αποδεκτή από κανένα κέντρο ισχύος της Δύσης. Αν η Άγκυρα θεωρεί ότι η Δύση την αντιμετωπίζει ως συνηθισμένο εταίρο και πρέπει να αποδείξει ότι είναι κάτι περισσότερο από αυτό, τότε θα υπάρξουν εμπλοκές στο θέμα. Το εσωτερικό ακροατήριο της Τουρκίας, απεχθάνεται σε μεγάλο βαθμό τις ΗΠΑ μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και ο Ταγίπ Ερντογάν έχει επενδύσει πολλά στην εικόνα του ως επικεφαλής ενός νέου αντιιμπεριαλιστικού ρεύματος που εναντιώνεται στον ηγεμονισμό της Δύσης.

Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι οι απειλές και οι κυρώσεις, αποτελούν λανθασμένο τρόπο αντιμετώπισης του Τούρκου προέδρου, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις δεν υποχωρεί και γίνεται πιο τολμηρός για να διατηρήσει τη θέση του, ιδίως αν θεωρεί ότι υπερασπίζεται κάποιες αρχές. Η εκτίμηση αυτή μπορεί να ισχύει, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για κάποια μεμονωμένη διαπραγμάτευση με τον Τούρκο ηγέτη, αλλά για μία συγκεκριμένη αμερικανική στρατηγική που βρίσκεται σε εξέλιξη και θα ολοκληρωθεί όταν οι ΗΠΑ ξεδιπλώσουν όλες τις πτυχές της εξωτερικής τους πολιτικής.