Οι ηγέτες των ισχυρότερων οικονομικά χωρών και οι αντίστοιχοι πρόεδροι των ΚΤ επιχειρούν να χαράξουν ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση των συνεπειών στην οικονομία της εξάπλωσης του κορωνοϊού.
Η άμεση απάντηση έλαβε τη μορφή της μείωσης των επιτοκίων των ΚΤ με τη FED πρώτη να προχωρεί σε αυτή την οδό. Η FED μείωσε το βασικό της επιτόκιο στο 0% – 0,25%. Επίσης, προέβη σε διάφορους τεχνικούς χειρισμούς (μείωσε το επιτόκιο στις γραμμές ανταλλαγής δολαρίων (dollar-swap) με πέντε ακόμη κεντρικές τράπεζες), έτσι ώστε οι ΚΤ και οι εμπορικές τράπεζες των άλλων χωρών να έχουν συνεχή πρόσβαση σε σταθερή προσφορά δολαρίων. Η Bank of Japan και αρκετές από τις ΚΤ των υπολοίπων χωρών μείωσαν τα βασικά επιτόκιά τους ή αντιστοίχως αύξησαν την προσφορά χρήματος στις περιοχές τους. Μεταξύ αυτών οι ΚΤ της Κίνας, Μεγάλης Βρετανίας, Καναδά, Αυστραλίας, Ελβετίας. Η μόνη που δεν τα μείωσε είναι η ΕΚΤ.
Όμως η FED δεν κατάφερε να συντονίσει τις ενέργειες και με τις υπόλοιπες ΚΤ των ισχυρών οικονομικά χωρών για κοινή δράση. Σίγουρα οι ΚΤ μπορούν να κινηθούν γρήγορα, μειώνοντας τα επιτόκια, αλλά το θέμα είναι πόσο ισχυρή θα είναι η επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα από τη στιγμή που τα επιτόκια βρίσκονται σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Επιπλέον, θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η σημερινή κρίση χτυπά την παγκόσμια οικονομία τόσο στην πλευρά της προσφοράς (σταματά ή μειώνεται η παραγωγή των επιχειρήσεων) όσο και στην πλευρά της ζήτησης (μειώνεται η κατανάλωση) επειδή τα λαμβανόμενα μέτρα για τη μείωση της διασποράς του κορωνοϊού προκαλούν-επιδιώκουν αυτά τα αποτελέσματα. Κλείνουν οι επιχειρήσεις προκειμένου να προφυλαχθούν οι εργαζόμενοι και να περιορισθεί η διασπορά του ιού. Σε αυτό το πλαίσιο, όπου η βασική στόχευση είναι ο δραστικός περιορισμός της εξάπλωσης του ιού, ποιες πραγματικά είναι οι δυνατότητες της νομισματικής πολιτικής να συμβάλλει π.χ. στην επανασύνδεση των διαρραγέντων κρίκων της της παγκόσμιας αλυσίδας προσφοράς; Νομίζω ελάχιστες, για να μην πω καμία. Σε αντίθεση με την κρίση του 2008, όπου το βασικό πρόβλημα ήταν η καταστροφή-διάσπαση των ροών χρηματοδότησης, λόγω της κατάρρευσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και επομένως οι ενέσεις ρευστότητας από τις ΚΤ μπορούσαν να τις αποκαταστήσουν, σήμερα το πρόβλημα είναι το απότομο (με επιλογή) σταμάτημα της παραγωγής, για το οποίο η νομισματική πολιτική λίγα μπορεί να πράξει. Οι ΚΤ και η νομισματική πολιτική δεν μπορούν να ξανανοίξουν τις επιχειρήσεις που έκλεισαν (με πολιτική επιλογή) λόγω της καραντίνας που έχει επιβληθεί. Ούτε μπορούν να επιτρέψουν την επαναλειτουργία των εμπορικών κέντρων, των αεροπορικών μεταφορών κ.τ.λ. Δύσκολα η νομισματική πολιτική, σε αυτή τη συγκυρία, μπορεί να δημιουργήσει κίνητρα για τη μεγέθυνση της πραγματικής οικονομίας. Το ίδιο, δυστυχώς, είναι αλήθεια και για τη δημοσιονομική πολιτική. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών δεν μπορεί να δώσουν ώθηση επανεκκίνησης της οικονομίας όταν η πολιτεία (και οι επιχειρήσεις) προβληματίζονται για τη διασπορά του ιού και την υγεία των εργαζομένων. Ακόμη και η μείωση των φορολογικών συντελεστών που αφορούν στους εργαζόμενους δεν μπορεί να μετατραπεί σε κατανάλωση ώστε να δώσει ώθηση στη ζήτηση.
Το βασικό πρόβλημα, για την επαναλειτουργία της οικονομίας είναι ο έλεγχος της εξάπλωσης του ιού, κάτι που μεταφράζεται στους εξής ενδιάμεσους στόχους: ανίχνευση, ανάσχεση και θεραπεία. Αυτά είναι ζητήματα των δημοσίων υγειονομικών αρχών και συστημάτων σε κάθε χώρα και στον απαραίτητο συντονισμό σε παγκόσμιο επίπεδο. Η επίλυσή αυτού του βασικού προβλήματος, από το οποίο εξαρτάται η επανεκκίνηση της οικονομίας, απαιτεί την πλήρη αποκατάσταση των εθνικών δημοσίων συστημάτων υγείας τα οποία έχουν τρωθεί από τις αλλεπάλληλες περικοπές πόρων και τις ιδιωτικοποιήσεις των τελευταίων τριάντα ετών. Απαιτεί την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του πληθυσμού προς τα δημόσια συστήματα υγείας μέσω της διαφάνειας τη λειτουργίας τους. Απαιτεί τη μεταφορά δημοσίων πόρων και αυτονομία και ανεξαρτησία δράσης ανάλογη με αυτή των ΚΤ.
Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι ΚΤ και πολιτικοί ηγέτες του πλανήτη δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουν τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, καθώς βρίσκονται αντιμέτωποι με μια νέα παγκόσμια οικονομική κρίση, προκειμένου να αυξήσουν τη ρευστότητα της αγοράς, να υποστηρίξουν τις επιχειρήσεις (ειδικά τις μικρές) και να ενθαρρύνουν τη δαπάνη. Όμως όλες αυτές οι σωστές πολιτικές είναι αμυντικές προσπάθειες συγκράτησης στο δυνατόν της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Αλλά, συγχρόνως, θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι αυτές οι απαντήσεις θα έχουν περιορισμένα αποτελέσματα καθώς το πρόβλημα δεν προέρχεται από την έλλειψη ρευστότητας, αλλά μάλλον από τη διάσπαση της αλυσίδας προσφοράς και τη μειούμενη κατανάλωση λόγω του φόβου της μόλυνσης και των μέτρων περιορισμού που έχουν θεσπιστεί. Σήμερα, η οικονομική σταθεροποίηση εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό από τις δράσεις των αρχών των δημοσίων συστημάτων υγείας, στις οποίες θα πρέπει να δοθούν κατά απόλυτη προτεραιότητα οι αρμοδιότητες, η αυτονομία και οι πόροι για να επιτύχουν στο έργο τους. Ό έλεγχος της διασποράς του ιού και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα επιτευχθεί υπερκαθορίζει όλα τα υπόλοιπα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» την Κυριακή 22 Μαρτίου 2020 και αναδημοσιεύεται εδώ με άδεια του συγγραφέα.