Η διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεωνΣτέλιος Αλειφαντής & Βαγγέλης Χωραφάς

Η πολιτική των εντάσεων που ακολουθεί συστηματικά η Τουρκία για την επίτευξη των στόχων της αντιμετωπίζεται από την Ελλάδα στο πλαίσιο μιας πολιτικής αντιδράσεων απέναντι στις συγκεκριμένες προκλήσεις.

Φυσικά, οι συγκεκριμένες διεκδικήσεις που κρύβονται πίσω από τις τουρκικές προκλήσεις είναι εμφανείς, όπως άλλωστε και η γενικότερη στρατηγική επιλογή της Άγκυρας, που είναι η ανατροπή του status quo στο Αιγαίο, όπως αυτό καλύπτεται από τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο.

Τόσο η διάγνωση της γενικής στρατηγικής επιδίωξης όσο και η διπλωματική και επιχειρησιακή ανάσχεση των επιμέρους τουρκικών προκλήσεων της εκάστοτε συγκυρίας θα εξακολουθήσει να είναι ατελέσφορη για δύο συγκεκριμένους λόγους.

Ο πρώτος αφορά την ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στη διαχείριση των εντάσεων και στη διαχείριση των κρίσεων. Ο δεύτερος έχει σχέση με τη διακρίβωση του ρόλου της πρόκλησης εντάσεων ως εκδήλωσης συγκεκριμένης και οροθετημένης πολιτικής στρατηγικής.

Επομένως απουσιάζει από τους ελληνικούς προβληματισμούς ένας ενδιάμεσος «χώρος σχεδίασης και δράσης» ανάμεσα στο ευρύτερο στρατηγικό επίπεδο και στην τακτική αντιμετώπιση της συγκυρίας. Σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο αναφοράς η πρόκληση εντάσεων δεν είναι η υιοθέτηση μιας διαρκούς πρακτικής για την προώθηση του στρατηγικού στόχου της ανατροπής του status quo στο Αιγαίο ούτε ασύνδετες προκλήσεις για τη διατήρηση της πίεσης στην Ελλάδα και της εκπλήρωσης των κάθε φορά επιμέρους διπλωματικών στόχων της Άγκυρας.

Η πρόκληση εντάσεων, τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, συνδέονται με την προσπάθεια υλοποίησης συγκεκριμένης και οροθετημένης πολιτικής στρατηγικής, που επιμερίζεται σε διακριτές επιδιώξεις και έχει εύρος χρόνου.

Χωρίς να διακρίνουμε τη διαχείριση των εντάσεων και τη διαχείριση των κρίσεων, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εστιάσουμε στη διαμόρφωση σταθεροποιητικών πολιτικών στα πλαίσια των διμερών σχέσεων με τη Τουρκία.

Αν δεν ενταχθεί η πρόκληση εντάσεων στην εκάστοτε πολιτική στρατηγική της άλλης πλευράς, το αποτέλεσμα θα είναι η ανακολουθία επιδιώξεων και μέσων στην αντιμετώπιση των προκλήσεων, που θα οδηγεί είτε σε ανοχή και ενθάρρυνση των προκλήσεων είτε σε ατελέσφορες και επικίνδυνες κλιμακώσεις.

Επομένως, το θεμελιώδες ζητούμενο είναι εάν πολιτική στρατηγική της άλλης πλευράς έχει μεταβληθεί, εάν έχει αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά τόσο στην διάσταση συγκεκριμένων επιδιώξεων όσο και συγκεκριμένων προκλήσεων που τις εκφράζουν.

Μια τέτοια εξέλιξη θέτει ευθέως το ερώτημα εάν η ελληνική πολιτική στρατηγική έχει υπερκεραστεί από την αντίστοιχη τουρκική.

Η αναγωγή της πολιτικής στρατηγικής, είτε στους διπλωματικούς ή στρατιωτικούς τακτικισμούς είτε στις γενικότητες στρατηγικού επεκτατισμού(όπως εμφανίζονται το τελευταίο διάστημα σε εκτιμήσεις που ανάγουν τα πάντα στη μεγαλομανία και τον επεκτατισμό του Ερντογάν), δημιουργεί περισσότερη σύγχυση στην αντιμετώπιση των προκλήσεων.

Παράλληλα, η ατελέσφορη διαχείριση των προκλήσεων και πολύ περισσότερο η διεύρυνση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των εντάσεων, η πρόκληση ελεγχόμενων κρίσεων και η τυχόν διπλωματική ενίσχυση των διεκδικήσεων της άλλης πλευράς έχει ως αποτέλεσμα η σύγχυση να δημιουργείται σε ορισμένους πολιτικούς κύκλους σχετικά με το περιεχόμενο της ελληνικής εθνικής στρατηγικής. Η διαχείριση των εντάσεων απαιτεί ψυχραιμία και μετριοπάθεια, βασίζεται όμως σε νηφαλιότητα και επεξεργασμένες αντιλήψεις, που κατανοούν σε βάθος τις προκλήσεις της συγκυρίας και τη συνδέουν με την εκάστοτε πολιτική στρατηγική και τους ευρύτερους στρατηγικούς στόχους της άλλης πλευράς για την ανατροπή του status quo στο Αιγαίο και τη δημιουργία τετελεσμένων στην Ανατολική Μεσόγειο.

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΘΕΡΜΟΥ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ

Η έξαρση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο ενέχει πλέον τον σοβαρό κίνδυνο διολίσθησης σε «επεισόδια» που δύναται να επιδεινώσουν τις σχέσεις Ελλάδος-Τουρκίας. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στον τομέα της εθνικής ασφάλειας βρίσκονται αρκετά χρόνια τώρα σε οριακό επίπεδο και ο μοναδικός λόγος που δεν έχουν διολισθήσει σε «συγκρουσιακές καταστάσεις» είναι η αυτοσυγκράτηση που συστηματικά επιδεικνύει η ελληνική πλευρά σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο.

Η Αθήνα αποφεύγει συστηματικά να ανεβάσει τους τόνους στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και έχει επιδείξει μια πρακτική που αγγίζει τα όρια της «ανοχής» σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο.

Στο πρώτο επίπεδο, βεβαίως, το υπουργείο Εξωτερικών προβαίνει, κάθε φορά, σε διαφόρων τύπων διαβήματα προς την Άγκυρα και προς διεθνείς παράγοντες, υπογραμμίζοντας την ανησυχία της Ελλάδας για τις τουρκικές επιλογές. Αποφεύγει όμως συστηματικά να υπογραμμίσει διεθνώς αυτό για το οποίο υπάρχει καθολική συναίνεση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, ότι δηλαδή υφίσταται τουρκική στρατιωτική απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας και σοβαρός κίνδυνος διεθνούς κρίσης λόγω των τουρκικών στρατιωτικών προκλήσεων.

Σε επιχειρησιακό επίπεδο, επίσης, η αυτοσυγκράτηση περιορίζεται στην ανάσχεση μόνο των εξαιρετικά προκλητικών ενεργειών, η οποία –για παράδειγμα– εκφράζεται με την υιοθέτηση μιας πρακτικής των λεγομένων «επιλεκτικών αναχαιτίσεων» στις περιπτώσεις παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου και παραβάσεων του FIR Αθηνών.

Οι ελληνικές αντιδράσεις στις τελευταίες εξάρσεις των τουρκικών προκλήσεων θα πρέπει να έχουν προβληματίσει έντονα την Αθήνα για το κατά πόσο παραγωγικοί αποδεικνύονται οι μέχρι σήμερα χειρισμοί απέναντι στη συστηματική τουρκική πρακτική στο Αιγαίο.

Η διπλωματική γλώσσα που χρησιμοποιείται στο όνομα της μη όξυνσης του διμερούς πολιτικού κλίματος ενδέχεται διεθνώς να υποβαθμίζει τον αποσταθεροποιητικό ρόλο -σε βάρος της ελληνικής ασφάλειας- των τουρκικών ενεργειών σε μια «συνήθη» αλλά πάντως ελεγχόμενη κατάσταση με «τεχνικά» κατά βάση χαρακτηριστικά ρουτίνας.

Παράλληλα, οι επιχειρησιακές επιλογές ενδεχομένως να συνδράμουν στην «παγίωση» μιας απρόσκοπτης και χωρίς ρίσκο τουρκικής στρατιωτικής δραστηριότητας εμπεδώνοντας στην άλλη πλευρά φρόνημα αυτοπεποίθησης και «ελευθερίας κινήσεων», ακόμη και στο επίπεδο του ένστολου προσωπικού και δημιουργώντας την εντύπωση στους διεθνείς παράγοντες ότι η αποκλιμάκωση των εντάσεων στο Αιγαίο εξυπηρετείται πρωτίστως από την ελληνική αντίδραση, δηλαδή την υποχώρηση, παρά από τον περιορισμό και την άρση των στρατιωτικών προκλήσεων της άλλης πλευράς.

Οι προβληματισμοί αυτοί έχουν αναδείξει για άλλη μια φορά την ανάγκη μιας συνεκτικής, ευέλικτης και αποτελεσματικής στρατηγικής διαχείρισης των εντάσεων στην κατεύθυνση της διαφύλαξης της σταθερότητας της εθνικής ασφάλειας και των διμερών σχέσεων.

Από το 1999, οι επιλογές των κυβερνήσεων για «αυτοσυγκράτηση» στους χειρισμούς εδράζονταν στη θεώρηση ότι η πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων ως ενταξιακή διαδικασία θα είναι πολυσύνθετη και μακροπρόθεσμη.

Θεωρήθηκε όμως, ότι η διαδικασία αυτή είχε ως θεμελιακό χαρακτηριστικό το ότι μετασχηματίζει την τουρκική πραγματικότητα και επομένως ενισχύει τη βαθμιαία εγκατάλειψη των τουρκικών αναχρονιστικών εδαφικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο υπέρ μιας γνήσιας εταιρικής σχέσης δύο μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Αθήνα ποτέ δεν ανέμενε ότι η διαδικασία αυτή θα ήταν αυτόματη και ευθύγραμμη και ότι δεν θα διακρίνονταν από εμπόδια και πισωγυρίσματα.

Ωστόσο η Ελλάδα εύλογα περίμενε να υπάρχει μια ύφεση στις τουρκικές πρακτικές και μια ενίσχυση της συνεργασίας, έστω και στο επίπεδο των Μέτρων Μείωσης της Έντασης (ΜΜΕ) ή των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Στους τομείς αυτούς, το διμερές θεσμικό πλαίσιο για την υλοποίηση των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει οι δύο πλευρές βάζοντας την υπογραφή τους σε επίσημες συμφωνίες είτε για ΜΟΕ είτε για ΜΜΕ ενώ είχε αποκτήσει υπόσταση, ωστόσο η Άγκυρα συστηματικά δεν το εφάρμοσε ποτέ.

Αντίθετα, ιδιαίτερα μετά το 2004, στην Αθήνα άρχισε να εμπεδώνεται η εκτίμηση ότι η Άγκυρα αντιλαμβάνεται την ενταξιακή πορεία της επιλεκτικά. Επιχειρούσε συστηματικά να αποσυνδέσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από την πορεία των ευρωτουρκικών διαπραγματεύσεων.

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ

Η Τουρκία αποσκοπούσε να μετατρέψει τα συλλογικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ρόλο «αντικειμενικού» επιδιαιτητή των λεγόμενων «διαφορών» μεταξύ της Τουρκίας, ενός υποψήφιου μέλους και της Ελλάδας, ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε κυρίαρχους πολιτικά κύκλους της Άγκυρας εμφανίστηκε και παγιώθηκε η αντίληψη άλλο Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλο Ελλάδα ή Κυπριακή Δημοκρατία.

Πρόκειται για μία αντίληψη που κατανοεί την Ευρωπαϊκή Ένωση όχι ως διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά ως έναν «διεθνή οργανισμό», όπως το ΝΑΤΟ, το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο ΟΟΣΑ κ.ά. Η αντίληψη αυτή δεν είναι μόνο ορατή σε ζητήματα ασφάλειας, όπως αυτά που αντιμετωπίζουν η Ελλάδα και η Κύπρος, αλλά και σε κρίσιμα θέματα τουρκικής εσωτερικής πολιτικής όπως ο ρόλος του στρατού στο πολιτικό σύστημα της χώρας, ο εκδημοκρατισμός, οι παρακρατικοί μηχανισμοί, τα μειονοτικά, αλλά και προβλήματα που στην περίπτωση της γειτονικής χώρας αφορούν πολλά εκατομμύρια πολιτών διαφορετικών εθνοτήτων (Κούρδοι, Τσερκέζοι, Αλεβίτες, κ.ά.), τα ανθρώπινα δικαιώματα, η λειτουργία της Δικαιοσύνης και την τελευταία 5ετία το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα.

Σημαντικό τμήμα της κυρίαρχης πολιτικής ελίτ της Τουρκίας -και όχι μόνο ο κύκλος του Ταγίπ Ερντογάν- δείχνει να παραγνωρίζει ότι η όποια τουρκική ένταξη είναι «πράξη προσχώρησης» στην Ε.Ε. με μοναδική παραχώρηση ορισμένες μεταβατικές διατάξεις.

Επομένως, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας έπρεπε να εμπεριέχει κρίσιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά, που να συνδέονται με ενοποιητικές διαδικασίες και να επιβάλλουν καθοριστικές μεταβολές στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της με κριτήριο το σύνθετο και πολυδιάστατο πλέγμα πολιτικών αντιλήψεων, θεσμικών μεταβολών και πρακτικών ρυθμίσεων, που έχει αποκληθεί «κοινοτικό κεκτημένο». Η ενσωμάτωση του κοινοτικού κεκτημένου στο νομικό και πολιτειακό σύστημα της Τουρκίας συνάντησε από την αρχή σημαντικές αντιστάσεις, ενώ η πολιτική βούληση της πολιτικής ελίτ και της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος της Τουρκίας δεν κινήθηκε προς την κατεύθυνση του ξεπεράσματος τους.

Το περιχαρακωμένο «βαθύ κράτος» της Τουρκίας και οι πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις που συντηρούνται από αυτό, δεν θα προτιμούσαν μια ευρωπαϊκή πορεία που θα έθιγε τη θέση και τις επιδιώξεις τους.

Επομένως, αυτές οι δυνάμεις επιμένουν να αντιλαμβάνονται την Ευρωπαϊκή Ένωση όχι ως διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά ως έναν «διεθνή οργανισμό» και να διεξάγουν ένα «ανατολίτικο παζάρι» προκειμένου να διατηρήσουν τον ρόλο τους στα τουρκικά πράγματα εκσυγχρονίζοντας τη λειτουργία τους, στον βαθμό που τούτο είναι εφικτό ώστε αυτή η λειτουργία να προσαρμοστεί στις τρέχουσες συνθήκες.

Είναι ασφαλές να θεωρήσουμε ότι η Άγκυρα πλέον δεν ενδιαφέρεται για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της με όρους προσχώρησης αλλά για μια ala carte ευρωτουρκική σχέση, που το σοβαρό ενδεχόμενο της ανατρέπει άρδην την ελληνική πολιτική στήριξης της τουρκικής υποψηφιότητας, ακριβώς επειδή η ala carte ευρωτουρκική σχέση δεν οδηγεί σε εσωτερικό τουρκικό μετασχηματισμό, αλλά αντίθετα εμπεδώνει τα εσωτερικά στηρίγματα του τουρκικού επεκτατισμού.

Από την άλλη πλευρά απέναντι στην τουρκική πραγματικότητα, και η ίδια η ΕΕ, δεν έδειξε τη διάθεση να επιχειρήσει να διαμορφώσει μία μακροχρόνια διαδικασία μετάβασης για την Τουρκία, η οποία θα έπρεπε να υπερκεράσει τις εσωτερικές τουρκικές ιδιαιτερότητες. Δεν είναι μόνο το μέγεθος της Τουρκίας που θα άλλαζε πολλές ενδοκοινοτικές ισορροπίες, αλλά και το γεγονός των εσωτερικών πολιτικών αποκλίσεων (όπως της Αυστρίας, Ουγγαρίας, κ.α.) που αποτελούν πλήγμα στην ευρωπαϊκή συνοχή με αποκορύφωνα το Brexit.

Η πολιτική της έντασης στο Αιγαίο, ακόμη και στη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής το 2004, όπου η τοποθέτηση της Ελλάδος θα έκρινε αν θα δοθεί στην Τουρκία το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιούργησε σοβαρούς προβληματισμούς στην τότε και στις μετέπειτα ελληνικές κυβερνήσεις.

Η κατάσταση αυτή, όμως, δεν στάθηκε τότε ικανή να αμφισβητήσει τη στρατηγική επιλογή του 1999 να συνδεθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, έστω και σε μεσοπρόθεσμη προοπτική.

Τόσο η στρατηγική επιλογή του Ελσίνκι (1999) όσο και η συνακόλουθη διαχείριση των ευρωτουρκικών σχέσεων αποτέλεσε αντικείμενο έντονων προβληματισμών της ελληνικής πολιτικής ελίτ. Οι κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή, Γιώργου Παπανδρέου Αντώνη Σαμαρά και Αλέξη Τσίπρα, συνέχισαν σταθερά να στηρίζουν -έστω και λεκτικά- την πολιτική του Ελσίνκι (1999) αναπτύσσοντας τη διμερή συνεργασία με την Τουρκία σε κάθε τομέα όπου υπήρχε γόνιμο έδαφος, όπως η στρατηγική συνεργασία στον τομέα των αγωγών ενέργειας, προεξάρχοντος του αγωγού ΤΑΡ.

Την ίδια περίοδο, η όποια διακύμανση στην έξαρση των εντάσεων φαίνεται ότι υπαγορεύθηκε από εκτιμήσεις και σχεδιασμούς του τουρκικού διπλωματικο-στρατιωτικού κατεστημένου ως χειρισμοί της εκάστοτε συγκυρίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που αποσκοπούν στην κατοχύρωση των τουρκικών διεκδικήσεων και στην αποσύνδεση των διμερών σχέσεων από τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η εμπέδωση της πολιτικής ηγεμονίας του Ταγίπ Ερντογκάν στην εσωτερική πολιτική, η μετατόπιση του Ερντογκάν από έναν προ-ενταξιακό πολιτικό εκσυγχρονισμό σε μια αυταρχική δομή εξουσίας, η εγκατάλειψη της πολιτικής προσέγγισης με τις κουρδικές πολιτικές δυνάμεις και η σύμπλευση του με τα εθνικιστικά κόμματα, όλα αυτά βρήκαν έκφραση στην νέο-οθωμανική αντίληψη ανάδειξης της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη με όχημα μάλιστα την προβολή στρατιωτικής ισχύος και ενίσχυση των σχέσεων με το φονταμενταλιστικές ισλαμικές δυνάμεις που έφτασαν και μέχρι την αθόρυβη στήριξη του Ισλαμικού κράτους. Ο Ερντογκάν επιχείρησε να εκμεταλλευτεί κενά περιφερειακής ασφάλειας, διεθνούς ρευστότητας και τοπικών κρίσεων όπως στην Συρία, στην Λιβύη και αλλού για να ασκήσει περιφερειακή επιρροή. Τις περισσότερες φορές ανέλαβε παράτολμα ρίσκα είτε έναντι της Ρωσίας, των ΗΠΑ, του Ισραήλ ή της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας αλλά ακόμη και στις σχέσεις με την Ε.Ε. με αιχμή την διαχείριση του μεταναστευτικού/προσφυγικού. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι επιλογές του αποδείχθηκαν αντιπαραγωγικές και η όποια ανοχή διεθνών παραγόντων εστιάστηκε αποκλειστικά στην διακριτική ευχέρεια τους να απορροφήσουν ανέξοδα τις τουρκικές επιλογές. Ωστόσο, όποτε διεθνείς παράγοντες, όπως Ρωσία, ΗΠΑ, Ισραήλ, Αίγυπτος, κ.α. εκτίμησαν ότι μια τουρκική επιλογή αποτελεί πρόβλημα για αυτούς, η απάντηση τους ήταν καταιγιστική. Από την άλλη πλευρά, η ανοχή διεθνών παραγόντων σε τουρκικές πρακτικές που δεν έθιγαν ευθέως τα ενδιαφέροντα τους, δημιούργησαν την αίσθηση στον Ερντογκάν ότι η στρατηγική ισχύος μπορεί να παράγει σταδιακά αποτελέσματα με τελικό σκοπό την κατοχύρωση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης. Αντιστρέφοντας την νέο-οθωμανική πολιτική του «Στρατηγικού Βάθους» του διαφωνούντος Νταβούτογλου, που βασιζόταν κυρίως στην «ήπια ισχύ» (soft-power) μιας αναπτυσσόμενης εσωτερικής αγοράς ογδόντα εκατομμυρίων, και επιλέγοντας την προβολή πολιτικο-στρατιωτικής «σκληρής ισχύος» (hard-power) επιχείρησε την τελευταία δεκαετία την άμεση τουρκική εμπλοκή στις περιφερειακές διενέξεις, τις περισσότερες φορές αντίθετα με τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας. Η Τουρκία του Ερντογκάν μπορεί να αναδεικνύεται η ίδια ως περιφερειακό πρόβλημα, ωστόσο η επίλυση έχει πολλές διαστάσεις που αφορούν τις ιδιαίτερες κάθε φορά επιδιώξεις των διεθνών παραγόντων. Ωστόσο, η κρίσιμη μεταβολή συνίσταται πλέον ότι η πολιτική Ερντογκάν

  • Η τουρκική πολιτική στρατηγική έχει πράγματι μεταβληθεί, έχει όντως αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά τόσο στην διάσταση συγκεκριμένων επιδιώξεων όσο και συγκεκριμένων προκλήσεων που τις εκφράζουν.
  • Οι επιχειρησιακές τουρκικές επιλογές έχουν σαφή γνωρίσματα οριζόντιας και κάθετης κλιμάκωσης και συνοδεύονται από αντίστοιχες διπλωματικές και διεθνο-δικαιακές πρωτοβουλίες.
  • Η Τουρκία έχει γίνει περισσότερο προκλητική και απρόβλεπτη στην ανάληψη επιχειρησιακού ρίσκου. Δεν συντηρεί απλώς την ένταση, ψάχνει την ευκαιρία επιβολής τετελεσμένων.

Οι ουσιώδεις αυτές μεταβολές της τουρκικής πολιτικής στρατηγικής επιβάλουν ουσιώδεις μεταβολές της ελληνικής πολιτικής στρατηγικής και η έμφαση στην διαχείριση των εντάσεων έχει μετατοπιστεί στην ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση της ανάσχεσης και της αποτροπής των προκλήσεων και στην ανάληψη διπλωματικών και διεθνο-δικαιακών πρωτοβουλιών (ΑΟΖ, 12 μίλια, κλπ).

Οι εντατικές προσπάθειες της Άγκυρας στην ΑΟΖ της Κύπρου, στην Λιβύη με την οριοθέτηση ΑΟΖ, σε διεθνείς οργανισμούς (όπως για παράδειγμα ο ICAO ή ΙΜΟ) να φθείρουν τις ελληνικές δικαιοδοσίες, η δραστηριότητα του τουρκικού προξενείου στην Δυτική Θράκη αλλά και οι εξαιρετικά προκλητικές παραβιάσεις και παραβάσεις στο Αιγαίο, ακόμη και σε περιόδους διμερών επαφών (π.χ. επίσκεψη του πρώην ΥΠΕΞ Μολυβιάτη στην Άγκυρα) ή δραστηριοτήτων υψηλών προσώπων (όπως του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια στο Αγαθονήσι) που ενείχαν τον χαρακτήρα προσωπικής αποδυνάμωσής τους, ενισχύουν τη διαπίστωση ότι ο κύκλος της «μετα-Ελσίνκι εποχής» έχει κλείσει, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά διπλωματικούς και επιχειρησιακούς χειρισμούς στα ζητήματα εθνικής ασφάλειας.

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΝΤΑΣΕΩΝ

Η ελληνική διπλωματία κινδυνεύει να υπερκερασθεί από την τουρκική αν η Αθήνα υποτιμήσει τον στρατηγικό ορίζοντα που διέπει την τουρκική διπλωματική τακτική.

Η τουρκική στρατηγική πρόκληση δεν μπορεί να απαντηθεί παρά μόνο με ανάλογες ελληνικές στρατηγικές επιλογές.

Από τη σκοπιά της Άγκυρας, η τουρκική πρακτική δεν συνιστά θεμελιώδη μεταβολή. Αντίθετα συνιστά «συνήθη» πρακτική, όμως αυτήν την φορά περισσότερο προκλητική και αποφασιστική, καθώς η Τουρκία εμφανίζεται να είναι συνεπής στην πολιτική στρατηγική της, αλλά στους διπλωματικούς και στρατιωτικούς χειρισμούς που την υλοποιούν δείχνει πρόθυμη να αναλάβει περισσότερα ρίσκα ελπίζοντας σε νέα τετελεσμένα.

Η άσκηση στρατιωτικής πίεσης στο Αιγαίο εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας εξακολουθεί να είναι μία σταθερά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ωστόσο διαπιστώνεται πλέον σαφώς μια οριζόντια και κάθετη κλιμάκωση.

Η διακηρυγμένη τουρκική επιδίωξη της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων συνεχίζει να έχει σημαντικές επιπτώσεις, τις οποίες η ενίσχυση της τουρκικής προκλητικότητας πολλαπλασιάζει.

Σε διεθνές επίπεδο παγιώνει μια θεώρηση του ζητήματος όχι ως τουρκική διεκδίκηση αλλά ως ύπαρξη «γκρίζων ζωνών» σε ό,τι αφορά την ελληνική κυριαρχία.

Σε διπλωματικό επίπεδο επιχειρεί να ακυρώσει ή να φθείρει τις ελληνικές θέσεις. Πιέζει διπλωματικά τους Ευρωπαίους προς κατευθύνσεις αντίθετες με τις ελληνικές επιδιώξεις και, εφόσον δεν υπάρχει κατάλληλη ελληνική απόκριση προς τους εταίρους, η πίεση θα μεταφέρεται πάντοτε στην ελληνική πλευρά. Πιέζει τις ΗΠΑ προβάλλοντας ότι η αποφυγή ελληνοτουρκικής ρήξης θα βασιστεί στον πολιτικό διάλογο και σε πολιτικές λύσεις έστω και με το πρόσχημα διεθνούς διαιτησίας ή δικαστικής δικαιοδοσίας.

Πέραν όμως αυτών, η τουρκική παρέμβαση στην ελληνική εσωτερική πολιτική προσπαθεί να ευνοήσει το «άνοιγμα» μιας διαδικασίας αναθεώρησης της μετά το 1974 εθνικής στρατηγικής στην κατεύθυνση «συμβιβαστικών» λύσεων που βασίζονται στην παραχώρηση ελληνικής κυριαρχίας.

Με άλλα λόγια, στο εσωτερικό πολιτικό πλαίσιο η Άγκυρα κινείται προς μια εντελώς αντίστροφη κατεύθυνση επηρεασμού των εξελίξεων από αυτήν που η Ελλάδα επιχείρησε στις εσωτερικές εξελίξεις της Τουρκίας, μέσω της στήριξης που παρείχε στην τουρκική υποψηφιότητα για ένταξη στην Ε.Ε., θεωρούμενης ως διαδικασία «ευρωπαϊκού μετασχηματισμού» της Τουρκίας και, άρα, μεσοπρόθεσμα, άρσης των τουρκικών εδαφικών διεκδικήσεων.

Η ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΣΥΓΚΥΡΙΑ

Μέχρι και τον Μάϊο 2019, η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα της ΕΕ που επέμενε να διατυπώνει την άποψη ότι η ΕΕ πρέπει να παραμείνει ανοικτή στο ενδεχόμενο της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Και αυτό, όταν είχε γίνει σαφές ότι ούτε η ΕΕ ενδιαφέρεται για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, αλλά ούτε και η ίδια η Άγκυρα έβλεπε μία τέτοια προοπτική.

Το τελευταίο διάστημα, έχουν πληθύνει οι φωνές που προτείνουν μία επαναφορά στη στρατηγική του Ελσίνκι 1999 για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σε δημόσιες παρεμβάσεις τους, καταλήγουν σε προσφυγή στη Χάγη. Παρά το ότι οι φωνές αυτές προέρχονται κυρίως από το χώρο του παλιού δικομματισμού, στη πραγματικότητα εκφράζουν το παλιό εκσυγχρονιστικό ρεύμα το οποίο επιβιώνει σήμερα σε πυρήνες, μέσα στα περισσότερα κόμματα του κοινοβουλίου.

Στη πραγματικότητα, οι φωνές αυτές επιζητούν επιστροφή στα αδιέξοδα που περιεγράφηκαν στα προηγούμενα.

Από το 1999 έχουν συσσωρευθεί σημαντικές ενδείξεις ότι η ελληνική πολιτική στρατηγική κινδυνεύει να υπερκερασθεί από την τουρκική, ακριβώς επειδή βασίζεται σε όρους και προϋποθέσεις που οδηγούνται σε εξάντληση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική εθνική στρατηγική οφείλει να αναθεωρηθεί, όπως οι προηγούμενοι πολιτικοί κύκλοι διατείνονται.

Η εθνική στρατηγική οφείλει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και το όχημα αυτής της αναπροσαρμογής δεν είναι η αναθεώρηση του περιεχομένου της αλλά μια επεξεργασμένη πολιτική στρατηγική που να την υπηρετεί και να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες.

Από τη σκοπιά της διατύπωσης προτεραιοτήτων και πολιτικής στρατηγικής, ο προσδιορισμός των παραμέτρων αυτών συνδέεται άμεσα με την ύπαρξη της σχετικής πολιτικής βούλησης.

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΕ ΜΙΑ ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Η προώθηση της σταθερότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με δεδομένες τις θέσεις των δύο πλευρών και του διεθνούς παράγοντα, είναι ζήτημα εσωτερικών και διεθνών συσχετισμών που σε τελική ανάλυση αποκρυσταλλώνουν αυτές τις θέσεις.

Οι εσωτερικοί συσχετισμοί, όπως προσδιορίζονται στο ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό εθνικό πλαίσιό τους, καθορίζουν κυρίως τις προτεραιότητες πολιτικής και τις εσωτερικές δυνατότητες και αντοχές για την προώθησή τους.

Το κύριο ζητούμενο είναι η διατύπωση μιας πολιτικής στρατηγικής που έχει τη ρεαλιστική δυνατότητα δημιουργίας πλεονεκτικών διεθνών ερεισμάτων για την επίτευξη των στόχων της και αυτό κρίνεται μόνο από τα αποτελέσματά της σε προσδιορισμένο χρονικό ορίζοντα.

Η προσπάθεια να ξεφύγει ολόκληρο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε Αιγαίο και Κύπρο από τον αναχρονισμό των εδαφικών διεκδικήσεων και της κατοχής δεν μπορεί παρά να είναι πολυδιάστατη.

  • Να ευνοεί, να διευρύνει και να αξιοποιεί την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης με την Τουρκία, όσο αυτό είναι δυνατόν.
  • Ταυτόχρονα όμως, η στήριξη της ελληνικής επιλογής να επικρατήσουν στη γειτονική χώρα μη τυχοδιωκτικές πολιτικές δυνάμεις, πρέπει να βασίζεται στην επιτυχή ανάσχεση και αποτροπή των τουρκικών προκλήσεων σε Αιγαίο, Δυτική Θράκη και Ανατολική Μεσόγειο.

Αυτό είναι το πλαίσιο που θέτει η επαρκώς διατυπωμένη εθνική στρατηγική, που αδιάλειπτα από το 1974 συνιστά το σταθερό πλαίσιο διαμόρφωσης της εκάστοτε πολιτικής στρατηγικής όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων. Δηλαδή, κυβερνήσεων που, παρά τις όποιες ατυχείς στιγμές τους, λάθη και παραλείψεις τους, παρέμειναν -άσχετα από τους λόγους- προσηλωμένες στις επιταγές της εθνικής στρατηγικής.

Επίκεντρο μιας ανανεωμένης πολιτικής στρατηγικής πρέπει να είναι η καθοριστική μεταβολή, με βάση πάντα το διεθνές δίκαιο, των διμερών όρων πάνω στις οποίες η Τουρκία βασίζει την πολιτική στρατηγική πρόκλησης εντάσεων στο Αιγαίο.

Πρέπει ακόμη να είναι, η ενδυνάμωση της ελληνικής παρέμβασης σε κάθε διεθνές δικαιακό θεσμικό περιβάλλον και η πρακτική στήριξή της σε επιχειρησιακό επίπεδο με κατάλληλη, ευέλικτη και στοχευμένη διαχείριση των εντάσεων, που να επιβάλλει στην άλλη πλευρά την αποκλιμάκωση τους.

Η πρόκληση εντάσεων δεν πρόκειται να σταματήσει αν οι εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις στην Τουρκία που τις συντηρούν δεν μεταβάλουν πολιτική.

Οι προκλήσεις αυτές μπορούν, όμως, να καταστούν ατελέσφορες και αναχρονιστικές, εφόσον δεν μεταβάλλουν το status quo στο Αιγαίο προς όφελος των τουρκικών διεκδικήσεων και ο ρόλος της ανάσχεσης και της αποτροπής στην επίτευξη της επιδίωξης αυτής οφείλει να είναι πλέον αυξημένος και πρωτίστως αξιόπιστος.

Το κρίσιμο πλέον στοιχείο αποφυγής νέων τετελεσμένων εδράζεται στην πολιτική αξιοπιστία της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις.

Καμιά εποικοδομητική πολιτική στρατηγική δεν μπορεί να έχει προοπτική αν δεν εδράζεται σε μια ευρύτερη θεώρηση της Τουρκίας και σε εκείνες τις εσωτερικές και διεθνείς διαστάσεις που αναιρούν την τουρκική αναθεωρητική πολιτική και την εντάσσουν σε ένα περιβάλλον σταθερότητας, αμοιβαίας ασφάλειας και εξισορρόπησης θεμιτών συμφερόντων. Από την άποψη αυτή διπλωματικές πρωτοβουλίες και εμβάθυνση κρίσιμων διμερών σχέσεων που προσφέρουν απτή συνεισφορά στο πεδίο της ελληνικής ασφάλειας είναι επείγουσα προτεραιότητα