Η γεωπολιτική αδυναμία της ΕΕ και η ΣυρίαΦίλιππος Αδαμίδης

Ο καθοριστικός παράγοντας για τις εξελίξεις στη Συρία ήταν και παραμένει η συνεννόηση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Ο Άσαντ, η Τουρκία και η ανάπτυξη ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων (γαλλικές ειδικές δυνάμεις) στην Ανατολική Συρία, ήταν και παραμένουν δευτερογενείς παράγοντες.

Η πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή χαρακτηρίζεται από στρατηγικά λάθη, μεταξύ των οποίων, η εγκατάσταση της Ρωσίας στη περιοχή ως de facto παράγοντας σταθεροποίησης και εταίρος για μια περίοδο μετάβασης, να είναι το μεγαλύτερο.

Αλλά και με την έγκριση της τουρκικής εισβολής, οι ΗΠΑ επαναλαμβάνουν το ίδιο στρατηγικό λάθος που έκαναν υποδαυλίζοντας την «Αραβική Άνοιξη» που παραλίγο να τους κοστίσει την Αίγυπτο, διέλυσε τη Λιβύη, αλλά και την Υποσαχάρια Αφρική που είναι στο έλεος του ISIS και έφερε τη Ρωσία και το Ιράν στη Συρία – αλλά κυρίως ενίσχυσε τη ραγδαία ανάπτυξη του Ισλαμικού Κράτους παντού.

Στα προηγούμενα θα πρέπει να προστεθεί και το ότι η Τουρκία οχυρώνεται πίσω από την ιδιότητα του μέλους του ΝΑΤΟ για να προωθήσει εκβιαστικά ό,τι αντιλαμβάνεται ως εθνικό της συμφέρον και δεν είναι δυνατό να παρεμποδιστεί δίχως ρήξη της ίδιας της Συμμαχίας και ανατροπή των ισορροπιών. Πρόκειται για την αντιστροφή του σεναρίου του 2015, όταν η Τουρκία αποτολμούσε να καταρρίψει ρωσικό μαχητικό, με την άνεση ακριβώς που της έδινε η συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και άρα ο κίνδυνος μετατροπής των όποιων αντιποίνων της Ρωσίας σε γενικευμένο πόλεμο.

Η Αμερικανο-τουρκική Συμφωνία για τους Σύρους Κούρδους περιλαμβάνει έναν κρίσιμο σημείο-τομή: «Η ζώνη ασφαλείας θα αποτελεί έναν “Διάδρομο Ειρήνης” και θα ληφθούν επιπρόσθετα μέτρα που στόχο θα έχουν την επανεγκατάσταση των Σύρων αδελφών μας στη χώρα τους». Σημαντική εξέλιξη προς όφελος των τουρκικών επιδιώξεων, σε βάρος των Κούρδων και της Δαμασκού. Μια ακόμη πολιτική αμερικανικού κατευνασμού της Άγκυρας.

Είναι φανερό ότι η Άγκυρα επιδιώκει, με αμερικανική έγκριση, να εγκαταστήσει φιλότουρκους ισλαμιστές Σύρους στην υποτιθέμενη ζώνη ειρήνης, εισάγοντας ένα πλήθος Σύρων εποίκων μαχητών, είτε από τους προσφυγικούς καταυλισμούς στην Τουρκία είτε από τη ΒΔ Συρία, σαν εκείνους τους αντι-κούρδους ισλαμιστές μαχητές που έδρασαν στην κατάληψη του κουρδικού Αφρίν. Κι όλα αυτά στην πράξη με κάλυψη του τουρκικού στρατού μέσα στο συριακό έδαφος, υπό την προσχηματική εποπτεία των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, η Άγκυρα δημιουργεί ένα σημαντικό προγεφύρωμα για την επόμενη φάση της επέμβασης της στη Συρία.

Από την άλλη πλευρά, ενώ η Δαμασκός αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο από την αυξημένη τουρκική παρουσία στην ανατολική επικράτειά της, ο ρωσικός παράγοντας αν και οφείλει να ανησυχεί, καιροσκοπεί ελπίζοντας σε θετική προώθηση στην ζώνη εκεχειρίας του Ιντλίμπ, όπου οι ισλαμιστές αντάρτες αρνούνται να αποχωρήσουν και να παραδώσουν το βαρύ οπλισμό τους.

Το κρίσιμο θέμα για τη Μόσχα είναι ότι οι επεκτατικοί ελιγμοί της Άγκυρας απομακρύνουν ολοένα και περισσότερο την προοπτική μιας πολιτικής λύσης στη Συρία, που θα εξασφάλιζε την ομαλότητα και την εδαφική ακεραιότητά της. Αλλά και το Ισραήλ, που εύλογα θα επιθυμούσε την αποχώρηση των φιλο-ιρανικών δυνάμεων από το συριακό έδαφος με μια πολιτική λύση, ενδεχομένως να προβληματίζεται για τα ρίσκα που εμπεριέχει η αμερικανοτουρκική προσέγγιση.

Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Στους παίκτες της διεθνούς σκηνής υπάρχουν και αυτοί που αδυνατούν να παρέμβουν ουσιαστικά. Στους τελευταίους ανήκει η ΕΕ, της οποίας το αυτοτελές γεωπολιτικό της βάρος έχει σοβαρά αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια. Τέτοια είναι η κατάσταση της ΕΕ που πέραν όλων των άλλων τρέμει το ενδεχόμενο ενός νέου προσφυγικού κύματος στα σύνορά της με την Τουρκία και διαμηνύει στην πιο αποφασιστική στιγμή της, δια στόματος Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ότι τουλάχιστον δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσει, όπως μάλλον προεξοφλούσε η Άγκυρα, τη δημιουργία της ασφαλούς ζώνης που μεθοδεύει ο Ερντογάν στη βορειοανατολική Συρία.

Η ρητορική αυτή δεν πτοεί την Άγκυρα, καθώς κατανοεί την ευρωπαϊκή αδυναμία και έχει ως δεδομένο ότι σε προηγούμενη φάση οι χώρες της ΕΕ επένδυσαν ενεργά στο σχέδιο «αλλαγής καθεστώτος» στη Συρία, με αποτέλεσμα τη διέλευση από το τουρκικό έδαφος όλων των απαραίτητων πόρων που χρειάστηκαν για αυτή την επιχείρηση.

Οι κινήσεις των ευρωπαϊκών χωρών στον ΟΗΕ και οι εκκλήσεις των ηγετών τους για άμεσο τερματισμό της τουρκικής επέμβασης δεν αρκούν για να φέρουν αποτελέσματα. Το ευρωπαϊκό σχέδιο ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μπλοκαρίστηκε από τη Ρωσία, με το σκεπτικό ότι δεν έκανε λόγο για την ανάγκη τερματισμού της «παράνομης» παρουσίας όλων των ξένων στρατευμάτων, όπως λ.χ. τα γαλλικά. Οι καταγγελίες για τον κίνδυνο αναβίωση του «Ισλαμικού Κράτους» ή τα μέτρα που συζήτησε τη Δευτέρα 14/10 το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της ΕΕ, όπως η παύση των εξαγωγών οπλισμού προς την Τουρκία, είναι προφανώς ανεπαρκή.

Ο Τραμπ είναι ένας ασυνήθιστα αλλοπρόσαλλος Αμερικανός πρόεδρος, αλλά η πολιτική του για την αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή, είναι συνεπής εδώ και πολύ καιρό. Προσπαθεί να βρει μία ευκαιρία για να απεγκλωβιστεί από τη Συρία, τουλάχιστον από το 2018. Θεωρεί ότι το Ισλαμικό Κράτος δεν αποτελεί πλέον απειλή για τις ΗΠΑ, επομένως αν υπάρχουν κίνδυνοι για τους Κούρδους, τη Μέση Ανατολή ή την Ευρώπη, αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να τον αφορά άμεσα.

Η ξαφνική αλλαγή δεδομένων με την αμερικανοτουρκική συμφωνία, δημιουργεί ένα κενό εξουσίας που αφήνει την ΕΕ να φαίνεται αδύναμη και απροετοίμαστη. Η αλήθεια είναι ότι η ΕΕ έχει πάψει να είναι ηγετικός παράγοντας στη περιοχή εδώ και δεκαετίες. Όσον καιρό οι αναταράξεις στην περιοχή αντιμετωπίζονταν κάτω από την αμερικανική ομπρέλα ηγεμονίας, οι Ευρωπαίοι λειτουργούσαν πάντα προσαρμοζόμενοι στις επιταγές των ΗΠΑ. Κάποιες φορές λειτουργούσαν συμπληρωματικά στις αμερικανικές πρωτοβουλίες και κάποιες φορές προσπαθούσαν να τις μετριάσουν. Ποτέ όμως δεν εναντιώθηκαν σε αυτές και ποτέ δεν αναζήτησαν μία αυτόνομη πορεία. Αν η αδυναμία των Ευρωπαίων έχει αποκαλυφθεί είναι γιατί δεν μπορεί πλέον να κρύβεται πίσω από τις ΗΠΑ.

Ο Ερντογάν φαίνεται ότι στοιχημάτισε πάνω στον απομονωτισμό του Τραμπ και την αδυναμία της Ευρώπης. Και το στοίχημα αυτό φαίνεται να αποδίδει, τουλάχιστον προς το παρόν.