Η εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης, από τη δεκαετία του 1970, βασικά χαρακτηριστικά της οποίας ήταν η εφαρμογή των κανόνων του ελεύθερου εμπορίου, της απρόσκοπτης κίνησης των κεφαλαίων με βάση τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, συνοδεύτηκε, pari passu, από την εμφάνιση και τη σταδιακή εξάπλωση των Περιφερειακών Συμφωνιών Εμπορίου (ΠΣΕ). Αναφέρω, συνοπτικά, τις πλέον γνωστές Περιφερειακές Συμφωνίες Εμπορίου στον πλανήτη.
Στην ευρωπαϊκή ήπειρο υπάρχει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην Ασία του Ειρηνικού οι σημαντικότεροι περιφερειακοί θεσμοί είναι: η Ένωση των Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας (Association of Southeast Asian Nations – ASEAN), η Οικονομική Συνεργασία Ασίας-Ειρηνικού (Asia-Pacific Economic Cooperation – APEC) και η Οικονομική Συμφωνία Περιφερειακής Κατανόησης (Regional Comprehensive Economic Partnership – RCEP). Στη Βόρεια Αμερική, υπάρχει η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (North American Free Trade Agreement – NAFTA).Στη Λατινική Αμερική λειτουργεί η Κοινή Αγορά του Νότου (Mercado Común del Sur – MERCOSUR).
Σύμφωνα με τα τελευταία υπάρχοντα στοιχεία, το ενδιαφέρον των χωρών να γίνουν μέλη κάποιας ΠΣΕ έχει αυξηθεί κατακόρυφα από τις αρχές του 21ου αιώνα. Ο αριθμός των χωρών που ανήκουν τουλάχιστον σε μία ΠΣΕ, από 70 την περίοδο της δεκαετίας του 1980, έχει αυξηθεί σε 200 το 2012 σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία.
Πρωταγωνίστριες σε αυτή τη διαδικασία είναι οι λεγόμενες χώρες μεσαίων εισοδημάτων. Αντίθετα, είναι μικρή η συμμετοχή των χωρών χαμηλού εισοδήματος.
Επίσης, ένα επιπλέον ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η ίδια χώρα μπορεί να συμμετέχει σε περισσότερες από μία Περιφερειακές Συμφωνίες Εμπορίου. Κατά μέσο όρο, μια χώρα μεσαίου εισοδήματος βρίσκεται σε εμπορική συνεργασία με άλλες 20 χώρες μέσω των Περιφερειακών Συμφωνιών Εμπορίου. Στην περίπτωση των χωρών υψηλού εισοδήματος, ο αριθμός, αυτός αυξάνεται στις 45 χώρες.
Η μεγάλη επιστροφή των Περιφερειακών Συμφωνιών Εμπορίου, κυρίως από τη δεκαετία του 1980, μπορεί εύκολα να εξηγηθεί ως απάντηση στους φόβους, αλλά και στα αποτελέσματα, της εξάπλωσης των πολυμερών συμφωνιών εμπορίου και της δημιουργίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ειδικά μετά τις αποφάσεις του επονομαζόμενου Γύρου της Ντόχα. Είναι σίγουρο ότι αποτελεί μια δεύτερη επιλογή, στρατηγικής σημασίας, για όλες τις συμμετέχουσες χώρες, προκειμένου να βρουν καλύτερες θέσεις εμπορικής διαπραγμάτευσης από εκείνη που προσφέρουν το άμεσο ελεύθερο εμπόριο και οι κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ανεξαρτήτως του ότι, όλες οι Περιφερειακές Συμφωνίες πρέπει να τύχουν της έγκρισης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Μάλιστα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, οι χώρες αυξάνουν τις προσπάθειές τους να βρουν καλύτερο επίπεδο διαπραγμάτευσης, έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τις πρόσθετες δυσκολίες.
Η οικονομική περιφεριοποίηση εξελίσσεται σε μια ολοένα και σημαντικότερη τάση της παγκόσμιας οικονομίας. Οι επιπτώσεις των περιφερειακών ενώσεων στο παγκόσμιο εμπόριο γίνονται όλο και πιο ευδιάκριτες. Η συνεχής αυτή τάση προς την οικονομική περιφεριοποίηση και η εκτροπή του διεθνούς εμπορίου από τη θεωρητική κατασκευή του «ελεύθερου εμπορίου» της καθαρής θεωρίας του εμπορίου, δείχνουν με σαφήνεια ότι η λεγόμενη πολυμερής θέσμιση της παγκόσμιας οικονομίας δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και δεν αποτελεί παρά ακόμη μία οικονομική άσκηση επί χάρτου.
Το λεγόμενο διεθνές καθεστώς ελεύθερου εμπορίου δέχεται νέες απειλές στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, γεγονός που καθιστά το μέλλον του αβέβαιο. Καταρχάς, κλυδωνίζεται το θεωρητικό υπόβαθρο από το οποίο αντλούνται τα επιχειρήματα υπέρ της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου λόγω της μετάβασης από το συγκριτικό στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και της διαμόρφωσης και εδραίωσης της θεωρίας του στρατηγικού εμπορίου. Παράλληλα, οι εθνικές κυβερνήσεις αναπτύσσουν έναν προβληματισμό αναφορικά με την ανωτερότητα του ελεύθερου εμπορίου στην εθνική και παγκόσμια οικονομική ευημερία, λόγω των πολιτικών πιέσεων που δέχονται από τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης, οι οποίοι υπερασπίζονται ότι το ελεύθερο εμπόριο έρχεται σε σύγκρουση με τα τοπικά συμφέροντα, είναι υπεύθυνο για την αυξανόμενη ανεργία και συνιστά απειλή για την εθνική κυριαρχία και την κουλτούρα των εθνών, την ευημερία των εργαζομένων, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία του περιβάλλοντος.
Τέλος, τα κράτη, προκειμένου να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των εγχώριων οικονομιών από την παγκόσμια απειλή, όπως εκλαμβάνουν το ελεύθερο διεθνές εμπόριο, συσπειρώνονται σε συμμαχίες και αναπτύσσουν, με την υπογραφή προτιμησιακών εμπορικών συμφωνιών, προστατευτικούς μηχανισμούς περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης.
Ο εντατικοποιημένος διεθνής ανταγωνισμός και ο οξυνόμενος αγώνας για την τεχνολογική υπεροχή εξελίχθηκαν σε σημαντικά στοιχεία που τροφοδοτούν την τάση προς την οικονομική περιφεριοποίηση. Στην Ευρώπη, την Αμερική, την Ασία του Ειρηνικού καθώς και αλλού, οι δεσπόζουσες δυνάμεις και οι σύμμαχοί τους σε κάθε περιφέρεια ένωσαν και ενώνουν τις δυνάμεις τους με σκοπό να αυξήσουν την οικονομική τους ισχύ και το διαπραγματευτικό τους βάρος στις παγκόσμιες οικονομικές διαπραγματεύσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η πρώτη περιφερειακή ένωση που συμμετέχει στις διεθνείς εμπορικές διαπραγματεύσεις ως περιφερειακό μπλοκ.
Η οικονομική περιφεριοποίηση έγινε ένα μέσο που επιτρέπει στις επιχειρήσεις της περιφέρειας να αυξάνουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους. Οι διάφορες μορφές εμπορικών συμφωνιών (τελωνειακές ενώσεις, ζώνες ελεύθερου εμπορίου και ενιαίας αγοράς) προσφέρουν σε κάποιο βαθμό πλεονεκτήματα του ελεύθερου εμπορίου, όπως οικονομίες κλίμακας στην παραγωγή, ενώ ταυτόχρονα αρνούνται τα ίδια πλεονεκτήματα στους ξένους, εκτός κι αν αυτοί επενδύσουν στην εσωτερική αγορά και ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των χωρών-μελών για μεταφορές τεχνολογίας και δημιουργίας θέσεων εργασίας. H περιφεριοποίηση διευκολύνει επίσης τη συνένωση των οικονομικών πόρων και τη συγκρότηση περιφερειακών επιχειρησιακών συμμαχιών. Ως εκ τούτου, είναι στην πράξη μια σημαντική στρατηγική την οποία μετέρχονται ομάδες κρατών για να αυξήσουν την πολιτική και οικονομική τους ισχύ.
Παρά τις αντιρρήσεις των οικονομολόγων της «καθαρής θεωρίας του εμπορίου», η αδήριτη πραγματικότητα δείχνει προς εντελώς άλλη κατεύθυνση. Η οικονομική περιφεριοποίηση φαίνεται πως διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι της παγκόσμιας πολυμέρειας. Οι περιφερειακές συμφωνίες μπορούν να διευθετήσουν σημαντικά θέματα που δεν καλύπτονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, ζητήματα που είναι σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μέσω διαπραγματεύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Μπορεί να διευκολύνει το εμπόριο μεταξύ των μελών της και να βοηθήσει στην οικονομική μεγέθυνση του συνόλου της περιφέρειας. Μπορεί επίσης να εγγυηθεί την πρόσβαση ορισμένων μικρότερων χωρών στις αγορές μεγαλύτερων χωρών.
Βεβαίως, η παρατηρούμενη αύξηση της περιφερειοποίησης της διεθνούς οικονομίας αντιπροσωπεύει σοβαρή πρόκληση για την αποτελεσματική διακυβέρνηση της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι κίνδυνοι για μια τέτοια εξέλιξη υπάρχουν και μάλιστα έχουν αυξηθεί τελευταία λόγω των εξελίξεων στην παγκόσμια οικονομία, ειδικά μετά την προεδρία Τραμπ. Η τελευταία παρέμβαση του Αμερικανού προέδρου στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ είναι απολύτως σαφής: «Tο μέλλον δεν ανήκει στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, αλλά στις πατριωτικές δυνάμεις»