Οι επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη στην πετρελαϊκή υποδομή της Σαουδικής Αραβίας δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία της παγκόσμιας βιομηχανίας πετρελαίου. Αυτές οι επιθέσεις στο Abqaiq, που είναι μια από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της χώρας και η μεγαλύτερη μονάδα επεξεργασίας αργού στον κόσμο, αφαίρεσαν συνολικά 5,7 εκατ. βαρέλια από την ημερήσια παραγωγή πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη διαταραχή στην αγορά πετρελαίου που έχει σημειωθεί μέχρι σήμερα, καθώς η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί με το σύνολο της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου και ξεπερνά το ύψος της μη αξιοποιούμενης παραγωγικής δυναμικότητας εξόρυξης πετρελαίου του πλανήτη.
Η στάση των ΗΠΑ
Ο λόγος που οι ΗΠΑ ενοχοποίησαν το Ιράν από την αρχή είναι απλός: η μεγάλη αποτυχία της Ουάσιγκτον να προστατεύσει τον σύμμαχό της, τη Σαουδική Αραβία.
Αναγνωρίζοντας ότι οι αντάρτες Χούθι έκαναν μια τόσο επιτυχημένη επίθεση στην καρδιά του πετρελαϊκού βασιλείου θα ήταν μια παραδοχή αμερικανικής ανεπάρκειας.
Η Σαουδική Αραβία έχει δαπανήσει δισεκατομμύρια δολάρια τα τελευταία χρόνια αγοράζοντας συστήματα πυραυλικής άμυνας Patriot από τις ΗΠΑ, όπως και υποτιθέμενα ραντάρ με τεχνολογία αιχμής. Αν οι επαναστάτες της Υεμένης μπορούν να πετάξουν drones μέχρι και 1.000 χιλιόμετρα στο έδαφος της Σαουδικής Αραβίας και να χτυπήσουν τα εργοστάσια παραγωγής πετρελαίου, τότε αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ένα θέμα τεράστιας αμηχανίας για τους Αμερικανούς, που μέχρι σήμερα έπαιζαν το ρόλο του προστάτη.
Το σκεπτικό για το ότι κατηγορείται το Ιράν είναι ότι οι επαναστάτες της Υεμένης (που το Ιράν υποστηρίζει) δεν μπορούν απλώς να χρησιμοποιήσουν drones με τόσο μεγάλη επιτυχία εναντίον της βιομηχανίας πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας. Ο ένοχος πρέπει να είναι το Ιράν. Αυτό αποτελεί συνέχεια της υποτιθέμενης δολιοφθοράς από το Ιράν κατά των πετρελαιοφόρων στον Περσικό Κόλπο νωρίτερα αυτό το καλοκαίρι.
Μέχρι σήμερα, η θέση των ΗΠΑ ήταν απολύτως ξεκάθαρη: «Κάθε προσπάθεια από οποιαδήποτε εξωτερική δύναμη να αποκτήσει τον έλεγχο της περιοχής του Περσικού Κόλπου θα θεωρηθεί επίθεση στα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ και θα αποκρουσθεί με κάθε δυνατό μέσο, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής ισχύος». Πρόκειται για το «δόγμα Κάρτερ» και παραμένει μία από τις ορίζουσες της αμερικανικής στρατηγικής. Διατυπώθηκε στον απόηχο της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν και της Ισλαμικής Επανάστασης στο Ιράν και αποτυπώνει τη σημασία που διαχρονικά αποδίδει η Ουάσιγκτον στον έλεγχο των παγκόσμιων ενεργειακών ροών.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, πάλι, μιλώντας σε δημοσιογράφους στο Οβάλ Γραφείο στον απόηχο της επίθεσης του Σαββάτου 14/9, είχε μία πολύ πιο περίπλοκη τοποθέτηση. Είναι σαφές ότι η Ουάσιγκτον βρίσκεται πολύ μακριά από το πνεύμα του «δόγματος Κάρτερ», και όχι μόνο επειδή η Αμερική έχει έκτοτε ενεργειακά απεξαρτηθεί από τα κοιτάσματα του Περσικού Κόλπου.
Η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας μικρή χρησιμότητα αποδεικνύεται ότι έχει μπροστά στα ασύμμετρα πλήγματα που μπορούν να επιφέρουν το Ιράν και οι σύμμαχοί του (Χεζμπολλάχ, Χούθι, Ιρακινοί πολιτοφύλακες), μεταφέροντας τη σύγκρουση σε μια εκτεταμένη περιοχή.
Για άλλη μια φορά, ο Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται αντιμέτωπος με το δίλημμα που διατρέχει όλη τη θητεία του: από τη μία, θέλει να προβάλει (με τη βοήθεια και των επιθετικών αναρτήσεών του στο Twitter), την εικόνα ενός ισχυρού προέδρου και από την άλλη επιθυμεί –όπως έχει επαναλάβει άπειρες φορές από την προεκλογική εκστρατεία του και μετά– να γυρίσει σελίδα στην αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή στη Μέση Ανατολή, που κατά την άποψή του είναι υπερβολικά ακριβή.
Γεωπολιτικές πτυχές
Τα Στενά του Ορμούζ είναι η εστία δυο παράλληλων συγκρούσεων: από τη μια ο «πόλεμος δια αντιπροσώπων» στην Υεμένη μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν και από την άλλη η εντεινόμενη –λόγω ακύρωσης της πυρηνικής συμφωνίας– κρίση μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν.
Η όλη κατάσταση αποκτά ξεχωριστή βαρύτητα λόγω της στενής οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας που φέρεται να επιδιώκει με το Ιράν η Κίνα. Το Πεκίνο σχεδιάζει να επενδύσει στο Ιράν πάνω από 400 δις δολάρια, μεταξύ άλλων για την ανάπτυξη της ιρανικής παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου αλλά και για έργα υποδομών. Οι μαζικές αυτές επενδύσεις θα άλλαζαν εκ θεμελίων τους γεωστρατηγικούς συσχετισμούς στον Περσικό Κόλπο, κυρίως σε βάρος της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΠΑ. Μέχρι στιγμής ωστόσο οι πληροφορίες αυτές δεν φαίνεται να επιβεβαιώνονται. Τόσο το Πεκίνο όσο και η Τεχεράνη τηρούν προσεκτική σιωπή.
Από την πλευρά της Υεμένης, οι επιθέσεις στην καρδιά της παραγωγής πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας αντιπροσωπεύουν τα πολυαναμενόμενα αντίποινα για τη βομβιστική εκστρατεία υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, η οποία έχει σκοτώσει χιλιάδες πολίτες της Υεμένης από το 2015. Η εμπλοκή του Ιράν έχει αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου, με την Τεχεράνη να βρίσκει στους Χούθι ένα χρήσιμο εργαλείο για να έχει πρόσβαση στην αραβική χερσόνησο, η οποία περιλαμβάνει την εποπτεία ενός στρατηγικού πετρελαϊκού σημείου στο Bab al-Mandeb.
Το Ιράν έχει αλλάξει. Για χρόνια, υποστήριζε παραστρατιωτικές οργανώσεις για να παρενοχλεί τους εχθρούς του και, όποτε εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Τεχεράνης, έσπερνε το χάος στον Κόλπο.
Αλλαγές όμως υπάρχουν και στις χώρες του Κόλπου. Η ενότητα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Κόλπου, που συνασπίζει τις μοναρχίες της περιοχής έχει διαρραγεί: το Κατάρ βρίσκεται σε ανοιχτή σύγκρουση με το Ριάντ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα το τελευταίο διάστημα αποστασιοποιούνται προτάσσοντας τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, ενώ το Κουβέιτ και το Ομάν είχαν πάντα μια ουδέτερη στάση.
Αλλαγές έχουν γίνει και στην ίδια τη Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Αυτοί οι δύο σύμμαχοι των ΗΠΑ ήταν κάποτε πολύ πιο επιφυλακτικοί. Και οι δύο προτιμούσαν να συνεργαστούν με την Ουάσινγκτον, με τους κυβερνώντες σεΐχηδες να εκδηλώνουν τις ανησυχίες τους πίσω από κλειστές πόρτες. Τώρα, οι δύο μοναρχίες έχουν υιοθετήσει πολύ πιο συγκρουσιακές και ανεξάρτητες προσεγγίσεις στην περιοχή.
Εκτός από την εισβολή στην Υεμένη, το Ριάντ και το Αμπού Ντάμπι μπλόκαραν το Κατάρ, κατέστειλαν μια φιλοδημοκρατική εξέγερση στο Μπαχρέιν και διάλεξαν πλευρές στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας. Τα ΗΑΕ έχουν επίσης εμπλακεί στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης.
Ο πρίγκιπας-διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας Mohammed bin Salman, ο οποίος πρωτοστάτησε στην επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη, θα πρέπει σίγουρα να απαντήσει στο πλήγμα, ειδικά εάν η επίθεση έχει πραγματικά εξουδετερώσει σημαντικό τμήμα της παραγωγής πετρελαίου της χώρας του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κι αυτό τη στιγμή που βλέπει τα σχέδια του για μια IPO της Saudi Aramco να εξανεμίζονται. Κι όλα αυτά συμβαίνουν εν μέσω μιας αλλαγής στον τρόπο εμπλοκής των ΗΠΑ στην περιοχή: επιθετική σε ορισμένα μέτωπα, υποχωρητική σε σχέση με το παρελθόν σε άλλα.
Πράγματι, αυτή η κλιμάκωση θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως απάντηση του Ιράν στην εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» της Ουάσινγκτον – εάν η Τεχεράνη δεν μπορεί να εξάγει πετρέλαιο, τότε ούτε και η Σαουδική Αραβία θα μπορεί, σε μια λογική παιχνιδιού «μηδενικού αθροίσματος». Η πιθανότητα εσφαλμένου υπολογισμού και περαιτέρω κλιμάκωσης είναι πλέον πολύ υψηλή.
Εσωτερικές εξελίξεις στις ΗΠΑ
Ποιο είναι το σχέδιο του Τραμπ; Τη μία ημέρα συμφωνεί να διαπραγματευτεί. Την επόμενη μιλάει για πόλεμο. Για τους περισσότερους παρατηρητές φαίνεται ότι ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έχει ιδέα τι κάνει.
Ο Ρίτσαρντ Χάας, πρόεδρος του Council on Foreign Relations, σχολίασε ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι «θολή». «Ο πρόεδρος κατηγορεί το Ιράν χωρίς αποδείξεις, διαψεύδει ότι είναι έτοιμος για συνομιλίες χωρίς προϋποθέσεις και δεν έχει σαφείς στόχους όσον αφορά το Ιράν», υποστήριξε.
Για τον Μπεν Ρόουντς, τον πρώην σύμβουλο του Μπαράκ Ομπάμα, τα γεγονότα των τελευταίων 48 ωρών δείχνουν καταρχήν ότι η στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ για το Ιράν –αποχώρηση από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα, «λευκή επιταγή» στους Σαουδάραβες για τον πόλεμο στην Υεμένη και συσσώρευση κυρώσεων και απειλών– έχει αποτύχει.
Επιπλέον, απέχουμε λιγότερο από πέντε μήνες από τα κομματικά συνέδρια στην Αϊόβα εν όψει των προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ του 2020, η έκβαση των οποίων θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσον οι ΗΠΑ θα μπορέσουν να αποφύγουν μια πιθανή ύφεση. Η αγωνία του Τραμπ να πιέσει να μην ξεφύγουν προς τα πάνω οι τιμές φάνηκε ιδιαίτερα στις ενδιάμεσες βουλευτικές εκλογές του 2018, οπότε μια εκτίναξη των τιμών τις ερχόμενες εβδομάδες και μήνες λόγω γεωπολιτικής κρίσης θα μπορούσε να αποτελέσει μια απροσδόκητη εξέλιξη για την αγορά πετρελαίου, η οποία θα οδηγούσε από την απελευθέρωση στρατηγικών αποθεμάτων μέχρι και σε άμεσες απαγορεύσεις εξαγωγών.
Υπάρχει ένα ακόμη πιο ζωτικής σημασίας ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί. Ένα από τα μεγάλα ζητήματα στον εσωκομματικό διάλογο στους Δημοκρατικούς πριν από την Αϊόβα είναι η κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ζήτημα ευθυγραμμίζεται με τις ανησυχίες ενός αυξανόμενου ποσοστού Αμερικανών πολιτών, η ιστορία διδάσκει ότι είναι πολύ δύσκολο να δούμε τους ψηφοφόρους να επικεντρώνονται σε ζητήματα ενέργειας, εκτός εάν, όπως και το 2008, οι τιμές είναι υψηλές. Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί μια πραγματικότητα το 2020, εάν τότε βρισκόμαστε εντός ενός πλαισίου σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή, υψηλών τιμών του αργού πετρελαίου και συνακόλουθα, ζημιών στην οικονομική ανάπτυξη.
Η Ουάσιγκτον χρειάζεται οπωσδήποτε μια στρατηγική στη Μέση Ανατολή, αντί να σχεδιάζει κάθε της αντίδραση κατά παραγγελία κάθε φορά που υπάρχει μια πρόκληση. Για αρχή, η κυβέρνηση Τραμπ, καλό θα ήταν να μην αναμιχθεί στον «πόλεμο δια αντιπροσώπων» της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν ή να επιτεθεί στο Ιράν για λογαριασμό του Ριάντ.
Αντίθετα, η Ουάσινγκτον πρέπει να εκμεταλλευτεί τις επιθέσεις κατά των πετρελαϊκών υποδομών της Σαουδικής Αραβίας, οι οποίες έχουν προκαλέσει πρωτοφανή διακοπή στην παραγωγή, για να προωθήσει μια λύση στον καταστροφικό πόλεμο στην Υεμένη. Αλλά και το Ριάντ χρειάζεται τώρα μια στρατηγική εξόδου και οι ΗΠΑ θα πρέπει να συμβάλλουν σε αυτή.