Ο Συρανό ντε Μπερζεράκ του Εντμόν Ροστάν είναι τώρα εκατόν εικοσιδύο χρόνων – γράφτηκε λίγο πριν από το πρώτο του ανέβασμα το 1897. Είναι ένα γέρικο πολεμικό άλογο που έχει ζήσει πολλές εκστρατείες και η πανοπλία του φαίνεται να αντέχει πολλές ακόμα. Δεν είναι για το εργοστάσιο κόλλας αυτό το γέρικο φαρί.
Όπως οι περισσότεροι έφηβοι, ερωτεύτηκα τον Συρανό τον καιρό που πρωτοπήγα στο γυμνάσιο. Η σχέση ολοκληρώθηκε όταν εμφανίστηκε η ταινία του Στάνλεϋ Κρέημερ με τον Χοσέ Φερρέρ, κάνοντας χειροπιαστούς τους φαντασιακούς πόθους που ανακινούσε το κείμενο. Όταν ενηλικιώθηκα, σκεφτόμουν τον Συρανό όπως σκέφτεται κανείς ένα εφηβικό ειδύλλιο, το οποίο, αν και κατά μεγάλο μέρος ήταν απλώς ένα ξεμυάλισμα, άφησε παρ’ όλα αυτά ανεξάλειπτα σημάδια. Καθώς συνειδητοποιούσε κανείς τον πλούτο του Σαίξπηρ και του Μάρλοου, του Ντράυντεν και του Ουέμπστερ, το ταλέντο του Εντμόν Ροστάν, αναδρομικά, έμοιαζε τραχύ, ακόμη και αμελητέο. Αργότερα, ωστόσο, αφού είχε κανείς καταβληθεί απ’ τους βαρέων βαρών κλασικούς, επέστρεφε με ανανεωμένη εκτίμηση για τις απλές απολαύσεις που προσφέρουν έργα όπως ο Συρανό. Όταν φτάνει κανείς στην ωριμότητα, γίνεται προφανές ότι η τέχνη, όπως και το φαγητό, έχει διαφορετικές πυκνότητες – και καμιά φορά ένα χάμπουργκερ κι ένα μίλκσεϊκ είναι προτιμότερα από ένα δείπνο τεσσάρων πιάτων και προσφέρουν μια γαστρονομική απόλαυση εντελώς διαφορετικής τάξης.
Η κατάρα του Εντμόν Ροστάν είναι το γεγονός ότι πάντα ξεκινά κανείς χρησιμοποιώντας χαρακτηρισμούς για το ταλέντο του και απολογούμενος για το έργο του – λες και το να σου αρέσει ο Ροστάν ισοδυναμεί με πολιτιστική κατάπτωση. Αυτή η παρόρμηση δεν προκύπτει ποτέ όταν βλέπει κανείς το θεατρικό του έργο, αλλά φαίνεται να είναι αναπόφευκτη στις κριτικές αποτιμήσεις. Όπως όμως οι Χέρρικ και Κάμπιον [1] δεν θα έπρεπε να έχουν αισθήματα κατωτερότητας όταν συγκρίνονται με τον Σαίξπηρ και τον Μάρλοου, έτσι δεν υπάρχει και ανάγκη να βρίσκουμε δικαιολογίες για το γεγονός ότι μας αρέσει ο Ροστάν. Στην πραγματικότητα, και για να βάλουμε τα πράγματα στη σωστή τους προοπτική, ο Συρανό ντε Μπερζεράκ είναι έργο πολύ πιο στιβαρό από τον Περικλή [2] ή την Πολιορκία της Ρόδου [3], πράγμα που επιβεβαιώνεται απ’ το γεγονός ότι δεν έχει λείψει από το σύγχρονο ρεπερτόριο από τότε που ο Μπενουά Κονστάν Κοκλέν [4] πρωτοφόρεσε την τεράστια προβοσκίδα του, πάνω από εκατό χρόνια πριν.
Το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει τον Ροστάν είναι το καλοφτιαγμένο έργο [5]. Όπως και ο καβγατζής ήρωάς του, αποτραβιέται ενστικτωδώς από κάτι τόσο προκατασκευασμένο. Υπάρχουν ολόκληρα κομμάτια του έργου που, αν τα κρίναμε σύμφωνα με τις καθιερωμένες δραματουργικές τεχνικές, θα μπορούσαν να αφαιρεθούν γιατί δεν βοηθούν την πλοκή να κορυφωθεί προς τη λύση, στην οποία τείνουν συνήθως τα παραδοσιακά έργα. Αν όμως όντως τα αφαιρούσε κανείς, θα έχανε τα μαργαριτάρια που δίνουν στο στέμμα τη λάμψη του. Χρησιμοποιήστε τα παραδοσιακά κριτήρια σ’ ένα έργο όπως το Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός [6], και θα μπορούσατε να φτάσετε στο ίδιο συμπέρασμα – αλλά οι αρετές αυτού του έργου, όπως και του Συρανό, είναι στις μεγεθύνσεις, στις παρεκβάσεις, στα κομμάτια που είναι, αν θέλετε, άσχετα. Κάποιες φορές η υφή καθορίζει την ποιότητα του περιεχομένου, και σ’ αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει κανείς να σέβεται τις ιδιαιτερότητες ενός κειμένου, όπως κάνει για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου ο οποίος, υπερμεγέθης και απρόβλεπτος, είναι γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους πιο συναρπαστικός.
Το έργο στηρίζεται στο ακαταμάχητο ψέμα ότι το πνεύμα, το ταλέντο και το προσωπικό στιλ όχι μόνο αποζημιώνουν έναν άντρα για τη φυσική ασχήμια, αλλά του επιτρέπουν και να θριαμβεύει επί του ανταγωνισμού, που είναι αναμφισβήτητα πιο ελκυστικός. Είναι η χίμαιρα κάθε σπυριάρικου σχολιαρόπαιδου και κοντόχοντρου Ρωμαίου με αρχές φαλάκρας, που παρακολουθεί τον όμορφο αθλητή να ξεμακραίνει αγκαλιά με την πιο επιθυμητή βασίλισσα της σχολής. Ανεβάζει την ιδέα της αισθητικής αξίας σε ύψη φανταστικά και εξωπραγματικά. Ίσως γι’ αυτό, το έργο να είναι εφηβικό, με την καλύτερη έννοια αυτής της λέξης, και για περισσότερο από έναν αιώνα να εκτιμάται τόσο από τους πολύ νέους. Ο δικός του εγγενής ρομαντισμός μιλά πειστικά σε όσους δεν έχουν χάσει ακόμη την αίσθηση του ρομαντισμού. Αποπνέει τη μυρωδιά των παραμυθιών με τα οποία μεγαλώνουν τα παιδιά. Είναι ένας λογοτεχνικός συγκερασμός του Η Πεντάμορφη και το Τέρας, του Ασχημόπαπου και όλων εκείνων των παραμυθιών στα οποία όχι ιδιαιτέρως θελκτικοί ήρωες κερδίζουν, ενάντια στις πιθανότητες, το χέρι της όμορφης πριγκίπισσας. Με άλλα λόγια, τρέφει το πηλίκο της φαντασίας σε άντρες και γυναίκες, το οποίο, δυστυχώς, λιγοστεύει καθώς γίνονται μεγαλύτεροι και σοφότεροι – δηλαδή κοινότοποι και κυνικοί. Είναι, αν θέλετε, παιδικό θέατρο του ύψιστου επιπέδου, γιατί, παρά τις ρίζες του που βρίσκονται στα παραμύθια, τα κλαδιά του παράγουν τους χυμώδεις καρπούς της λυρικής ποίησης.
Ο Συρανό ντε Μπερζεράκ, που αναφέρεται κάποτε ως Ερκύλ ντε Μπερζεράκ, συχνά ως Σαβινιάν ντε Συρανό ντε Μπερζεράκ, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1619 και τον μεγάλωσε ένας επαρχιακός ιερέας σε ένα μικρό ιδιωτικό σχολείο. Εκεί πρωτογνώρισε τον φίλο του Ανρί Λεμπρέ – μια φιλία που θα κρατούσε μιαν ολόκληρη ζωή. Όταν άρχισαν να προκύπτουν ορισμένες εντάσεις ανάμεσα στον μαθητή και τον δάσκαλο, έστειλαν τον Συρανό πίσω στο Παρίσι, όπου τέθηκε υπό την επίβλεψη ενός ακόμη πιο δυσάρεστου κηδεμόνα που λεγόταν Γκρανζιέ, τον οποίο περιέγραψε με σκληρότητα ο συγγραφέας σε μια κωμωδία με τίτλο Le pédant joué (Ο εμπαιζόμενος σχολαστικός).
Στην πρωτεύουσα, ο Συρανό περνούσε τον καιρό του γλεντοκοπώντας τόσο απροκάλυπτα, που ο πατέρας του απείλησε να τον αποκληρώσει. Ο Λεμπρέ, ο Οράτιος στον Άμλετ του Συρανό, πέτυχε ένα είδος συμφιλίωσης και έπεισε τον φίλο του να καταταγεί μαζί του στους gardes nobles (στη βασιλική φρουρά), υπό τις διαταγές του ίδιου του λοχαγού Καρμπόν ντε Καστέλ Ζαλού που συναντάμε και στο έργο. Εκεί απέκτησε ο Συρανό το παρατσούκλι le démon de bravoure (ο γενναίος δαίμονας) και το τίμησε με αρκετά παράτολμα ανδραγαθήματα.
Μεταξύ 1648 και 1653 έκανε άσωτη ζωή και μετά μπήκε στην υπηρεσία του δούκα Ντ’ Αρπαζόν, στον οποίο αφιέρωσε αρκετά βιβλία γραμμένα εκείνη την περίοδο. Όπως αυτά του Αλφρέντ Ζαρρύ, στον οποίο μοιάζει πνευματικά, τα σημαντικότερα πρώιμα έργα του Συρανό ήταν εμπνευσμένα από τη βαθιά περιφρόνηση για μιαν απεχθή φιγούρα εξουσίας (προφανώς υπήρχε πληθώρα Περ Υμπύ στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα του 17ου αιώνα, όπως και δύο αιώνες αργότερα) [7]. Το έργο του Ο θάνατος της Αγριππίνας, που εμφανίστηκε το 1654, ήταν αφιερωμένο στον προστάτη του, τον δούκα Ντ’ Αρπαζόν, αλλά η αθεΐα του προκάλεσε τόσο βίαιες αντιδράσεις, που ο δούκας προσπάθησε να κρατήσει αποστάσεις τόσο από το έργο όσο και από τον συγγραφέα του. Αφού έκανε αμέτρητους εχθρούς σε υψηλά πόστα, τραυματίστηκε από ένα κομμάτι ξύλου που έπεσε από έναν όροφο της οικίας του δούκα την ώρα που έμπαινε στο σπίτι. Ο δούκας, από ενδιαφέρον (ή πιθανότατα για να ξεφορτωθεί τον προστατευόμενό του που δημιουργούσε τόσα προβλήματα), επισήμανε πως ίσως θα ήταν καλύτερα να αναρρώσει ο Συρανό στην εξοχή, πράγμα που εκείνος έκανε οργισμένος για την αναισθησία του προστάτη του. Εκείνη την περίοδο της επιβεβλημένης ανάρρωσης έγιναν κάποιες απόπειρες να προσηλυτίσουν τον Συρανό στον καθολικισμό. Ο Λεμπρέ υποστηρίζει ότι οι προσπάθειες ήταν επιτυχημένες, αλλά, καθώς ο Συρανό ξαπόστειλε το κοπάδι αυτό των θρησκευτικών ζηλωτών πέντε μέρες πριν από το θάνατό του, είναι πιο πιθανό να πέθανε άθεος –στο σπίτι του ξάδελφού του Πιερ ντε Συρανό– τον Σεπτέμβριο του 1655.
Το μέγεθος της μύτης του Συρανό είναι επίσης ιστορικό γεγονός και, όπως ο φερώνυμος ήρωας στο έργο του Ροστάν, ο ίδιος υπερηφανευόταν γι’ αυτό. Σύμφωνα με αφηγήσεις όσων είχαν δει πορτρέτα του στρατιώτη–ποιητή, ήταν «μνημειώδης», ένα αντικείμενο που ξεπερνούσε κατά πολύ τη μυτόγκα του Τζίμμυ Ντουράντε. Όσο για τη διαμάχη του με τον ηθοποιό Μονφλερύ, και αυτή είναι ανεκδοτολογικά ακριβής. Ο Συρανό τού απαγόρεψε όντως να ανέβει στη σκηνή για ένα μήνα και, όταν ο ηθοποιός επιχείρησε να παραβιάσει την απαγόρευση, ο Συρανό τον αντιμετώπισε όντως μέσα στο ίδιο του το άντρο, προς μεγάλη ταραχή ενός θορυβώδους κοινού, μεγάλο μέρος του οποίου ήταν πιο ευνοϊκά διακείμενο απέναντι στον Μονφλερύ παρά στον Συρανό. Τα ευφάνταστα ψευδεπιστημονικά του συγγράμματα υπάρχουν ακόμη στα γαλλικά· τα πιο συναρπαστικά είναι τα φανταστικά ταξίδια του στη σελήνη και στον ήλιο, που προηγούνται των Ταξιδιών του Γκάλλιβερ του Σουίφτ και που τα θυμίζουν πολύ. Είναι αδιανόητο να υποστηρίξουμε ότι ο Ιούλιος Βερν δεν επηρεάστηκε από τον Συρανό· τα έργα του εκδίδονταν επανειλημμένα επί τρεις αιώνες μετά το θάνατό του.
Πρόκειται για τον ίδιο Συρανό που αναπαρέστησε ο Ροστάν; Όχι σε κάθε λεπτομέρεια. Ο ίδιος ο Συρανό ήταν ένας μάλλον βρομόστομος και επιθετικός ανταγωνιστής, που απολάμβανε ιδιαίτερα να κατατροπώνει ανελέητα τους εχθρούς του – και όχι πάντα με ιδιαίτερο στυλ ή κομψότητα. Στη ζωή του Συρανό όμως υπάρχει κάτι «κόντρα στο ρεύμα» που γοήτευσε προφανώς τον θεατρικό συγγραφέα, που κι εκείνος με τη σειρά του πήγε κόντρα στη θεατρική μόδα του καιρού του και ο οποίος ίσως χρησιμοποίησε την ιστορική προσωπικότητα σαν ραβδί για να χτυπήσει τις καινούριες νατουραλιστικές τάσεις που σιχαινόταν. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί όμως το γεγονός ότι, επειδή υπάρχει ένα πραγματικό, απτό πρόσωπο με σάρκα και οστά πίσω από τον ήρωα του Ροστάν, το έργο τρέφεται από κάτι πολύ περισσότερο από την ποιητική φαντασία. Πίσω απ’ τους ηρωισμούς του και τα λεκτικά στολίδια του υπάρχει μια ιστορική θεμελίωση, η οποία, όντας μέρος της γαλλικής ιστορίας του 17ου αιώνα, δίνει στο έργο το κύρος ενός γαλλικού δράματος του 21ου αιώνα.
Ο ήρωας του Συρανό ντε Μπερζεράκ δεν είναι ο φερώνυμος ήρωας που βασίζεται στον πραγματικό τυχοδιώκτη και ποιητή των μέσων του 17ου αιώνα, αλλά η ίδια η ποίηση· η ποιητική αίσθηση της ζωής σε αντιδιαστολή με το πεζό της αντίστοιχο. Η φαντασία σε αντιδιαστολή με το γεγονός. Η ονειρική ζωή σε αντιδιαστολή με την πραγματική ζωή. Η περιπέτεια του Συρανό, τόσο στο έργο όσο και στην ίδια του τη ζωή, είναι ένα παράδειγμα δράσης και εγχειρημάτων που δεν είναι πια διαθέσιμα σε εμάς και στη δική μας ζωή, παρά μόνο μέσω της προσομοίωσης πιστευτών ηρώων σε βιβλία, θεατρικά έργα και ταινίες. Γι’ αυτό εξακολουθούμε να επιστρέφουμε στον Συρανό. Αντιπροσωπεύει την ελευθερία, την ανεξαρτησία, την αμεριμνησία και την παραφορά, τις οποίες ανταλλάσσουμε πρόθυμα, προκειμένου να γίνουμε «υπεύθυνοι πολίτες» – στοιχεία για τα οποία δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συγχωρήσουμε τον κόσμο των ενηλίκων που μας τα πήρε.
Υποσημειώσεις:
[1] Robert Herrick, Thomas Campion: Άγγλοι ποιητές του 17ου αιώνα.
[2] Pericles. Prince of Tyre: έργο που αποδίδεται στον Σαίξπηρ.
[3] The Siege of Rhodes: η πρώτη αγγλική όπερα που γράφτηκε τον 17o αιώνα.
[4] Benoit Constant Coquelin (1841–1909): Γάλλος ηθοποιός της Comédie Française.
[5] Το «καλοφτιαγμένο έργο» (pièce bien faite, στα γαλλικά) είναι δραματουργικό είδος που κυριάρχησε στη γαλλική σκηνή του 19ου αιώνα, με γνωστότερους εκπροσώπους του τον Ευγένιο Σκριμπ και τον Βικτοριάν Σαρντού.
[6] The Importance of Being Earnest: έργο του Όσκαρ Ουάιλντ που παίχτηκε για πρώτη φορά το 1895.
[7] Alfred Jarry (1873–1907): Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, του οποίου το έργο Βασιλιάς Υμπύ –στο οποίο γίνεται αναφορά εδώ– θεωρείται πρόδρομος του «θεάτρου του παραλόγου».