Οι γεωπολιτικές και γεωοικονομικές επιδιώξεις της ΤουρκίαςΚώστας Μελάς

«Και θα πρέπει να θυμάται πάντοτε ότι ο καθένας είναι τόσο σοβαρός ο ίδιος, όσο σοβαρό θεωρεί τον εχθρό του και όσο σοβαρά τον αντιμετωπίζει. Οι ηθικολογίες είναι ένας εύκολος τρόπος για να καθίσταται ο εχθρός αξιοπεριφρόνητος. Γι’ αυτό και δεν αποδεικνύουν τίποτε άλλο πέρα από την πολιτική ελαφρότητα εκείνου που τις χρησιμοποιεί»

Π. Κονδύλης

I.

Η Τουρκία, επί εποχής του κόμματος Δημοκρατίας και Ανάπτυξης επιχειρεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να διαμορφώσει το ρόλο της στο νέο παγκόσμιο σκηνικό, όπως αυτό διαμορφώνεται γεωπολιτικά και οικονομικά και να ισχυροποιήσει ταυτόχρονα την οικονομική και γεωπολιτική της ισχύ, δεδομένου ότι οραματίζεται τον εαυτό της ως περιφερειακή δύναμη. Περιφερειακή δύναμη θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αυτή που έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

  1. Προβάλλει την ισχύ της και απαιτεί να έχει αποφασιστικό λόγο στα τεκταινόμενα στην περιοχή της.
  2. Σε σχέση με τις μεγάλες – πλανητικές δυνάμεις βρίσκεται σε μια συνεχή κατάσταση διαπραγμάτευσης αναφορικά με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, έχοντας πάντοτε σε πρώτη θέση το ίδιον συμφέρον. Ως εκ τούτου δεν υπακούει με το πρώτο κέλευσμα. Προχωρά σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις εκεί που δυσκολεύεται να αντιπαρέλθει σε πιέσεις και απαιτήσεις των μεγάλων δυνάμεων έχοντας πάντοτε συνείδηση αυτών των συμβιβασμών, και αναμένει πάντοτε την ευκαιρία να επωφεληθεί στο μέλλον. Θα έλεγα ότι υπακούει στο moto «δύο βήματα πίσω, τρία εμπρός». Αρκετές φορές κάνει βήματα πίσω χωρίς κανένα μπροστά. Με απλά λόγια είναι πολιτικός παίκτης.
  3. Προσπαθεί να μιμηθεί τις μεγάλες δυνάμεις στη διάρθρωση της ισχύος. Δηλαδή επιχειρεί η ισχύς της να περιλαμβάνει στοιχεία πολιτικο-στρατιωτικά, οικονομικο-παραγωγικά και πολιτιστικά – πολιτισμικά.
  4. Εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις ευκαιρίες που προκύπτουν, είτε από κενά ισχύος λόγω αλλαγής στρατηγικής των μεγάλων δυνάμεων στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις είτε από αδυναμία των γειτονικών χωρών.
  5. Έχει διαμορφωμένο ένα όραμα για το μέλλον της στο διεθνή καταμερισμό ισχύος το οποίο προσπαθεί να υλοποιήσει. Ο συνολικός σχεδιασμός κατατείνει οργανικά στην πραγμάτωση αυτού του οράματος.
  6. Έχει κατανοήσει πλήρως τη συγχώνευση της οικονομικής με την πολιτική ισχύ, χρησιμοποιώντας την πρώτη στην υπηρεσία της δεύτερης. Παράλληλα η πολιτική ισχύς χρησιμοποιείται ασταμάτητα στην υποβοήθηση της οικονομίας.
  7. Όλα τα παραπάνω υπόκεινται στη σωστή στάθμιση των υποκειμενικών και αντικειμενικών δυνατοτήτων της χώρας με τους κινδύνους που δημιουργεί το διεθνές περιβάλλον, ειδικά στη σημερινή εποχή η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλή αβεβαιότητα και μέγιστη ρευστότητα. Οι μαξιμαλιστικές επιδιώξεις επιφυλάσσουν δυσάρεστες εκπλήξεις και πιθανές καταστροφές.

Δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψει κανείς ότι τα παραπάνω αναφερόμενα σημεία, χαρακτηρίζουν την Τουρκία του Ερντογάν και του Ισλαμικού κόμματος Δημοκρατίας και Ανάπτυξης. Έχω την εντύπωση και θα ήθελα να είχα και τη βεβαιότητα, ότι το «βαθύ» ελληνικό θεσμικό κράτος αναλύει με αυτό τον τρόπο, διότι η εικόνα που επικρατεί στο δημόσιο διάλογο μάλλον δείχνει διαφορετικές αντανακλάσεις.

II. Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝ: ΑΠΟ ΤΟ ΑΣΚΩ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η διακυβέρνηση της Τουρκίας από το κόμμα Ανάπτυξης και Δημοκρατίας υπό την ηγεσία του Ερντογάν, αναφορικά με την οικονομική διαχείριση χωρίζεται σε δύο περιόδους:

Η πρώτη περίοδος, αφορά στην περίοδο 2003-2015 κατά την οποία κυριάρχησε το δόγμα «ασκώ πολιτική μέσω της οικονομίας». Ουσιαστικά πρόκειται, όπως θα δούμε στη συνέχεια, για μια πολιτική απόλυτης προσαρμογής στο περιβάλλον της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας[1].

Η δεύτερη περίοδος, ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος (2016) και τις προστριβές με την κυβέρνηση Τραμπ (2018), χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια αλλαγής αυτής της πολιτικής με βασικό άξονα τη μείωση των εξαρτήσεων της οικονομίας, τουλάχιστον σε επιμέρους θέματα, με την χρήση κυρίως μέσων πολιτικής που εδράζονται σε γεωπολιτικούς παράγοντες.

Στο σημείο αυτό και πριν περάσουμε στην αναλυτικότερη παρουσίαση των εξελίξεων στις δύο περιόδους, θα πρέπει να σημειώσουμε με έμφαση, ότι το νήμα που συνδέει τις δύο περιόδους είναι η σαφής επιλογή του κόμματος Ανάπτυξης και Δημοκρατίας, στον προσανατολισμό της οικονομίας στην παραγωγή στρατιωτικής και άρα σκληρής πολιτικής ισχύος[2].

Τώρα ας δούμε τις εξελίξεις πιο αναλυτικά.

Πρώτη περίοδος
  1. Ιδιωτικοποιήσεις του συνόλου των παραγωγικών δραστηριοτήτων (μεταποίησης- υπηρεσιών- αγροτικής παραγωγής ) και των υποδομών.
  2. Οι ιδιωτικοποιήσεις προκάλεσαν μεγάλη εισροή Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) οι οποίες ακινητοποιήθηκαν στην τουρκική οικονομία προκαλώντας σημαντική αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού, μέσω της μοντέρνας τεχνολογίας που μετέφεραν. Οι ξένες πολυεθνικές επιχειρήσεις σε όλους τους τομείς που επένδυσαν μετέφεραν σύγχρονη τεχνολογία υψηλού επιπέδου.
  3. Ο εκμοντερνισμός της τουρκικής οικονομίας και ο μεγάλος όγκος των ΑΞΕ, συνοδεύτηκε από πολλαπλάσιες επενδύσεις χαρτοφυλακίου (υπολογίζω πολλαπλασιαστή >2,5).
  4. Το άνοιγμα της τουρκικής οικονομίας στη διεθνή αγορά, η μεγάλη εισροή πόρων, η υψηλή εγχώρια πιστωτική επέκταση προκάλεσαν αύξηση των επενδύσεων και της κατανάλωσης με αποτέλεσμα τη σημαντικότατη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
  5. Η σημαντική μεγέθυνση του ΑΕΠ, συνοδεύτηκε, pari passo, με ένα υψηλό και σταθερό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ναι μεν αυξήθηκαν οι εξαγωγές αλλά αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο οι εισαγωγές.
  6. Το βασικό συμπέρασμα το οποίο εξάγεται: παρά το ότι η Τουρκία ακολουθεί ένα υπόδειγμα με οδηγό τις εξαγωγές εντούτοις είναι η εγχώρια ζήτηση η οποία καθορίζει τις οικονομικές εξελίξεις και προσδιορίζει τη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Άλλωστε αυτό συνάγεται και από τα υπάρχοντα στοιχεία : η εγχώρια ζήτηση υπερβαίνει πάντα το ΑΕΠ στην αναφερόμενη περίοδο.
  7. Η ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική ήταν σφιχτή και σύμφωνη με τη λογική του κυρίαρχου υποδείγματος της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. (Μικρά ελλείματα στο Γενικό Δημοσιονομικό Ισοζύγιο,και στο λόγο Δημόσιο χρέος/ΑΕΠ).
  8. Αντιθέτως, η νομισματική πολιτική ήταν μόνιμα επεκτατική και πάντοτε υψηλότερη από την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ. Επίσης η πιστωτική επέκταση, το ύψος των επιτοκίων σε σχέση με τον πληθωρισμό κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση. Σε καθεστώς κυμαινομένων ισοτιμιών η οικονομία καθίσταται περισσότερο ευάλωτη σε διαταραχές που προέρχονται από την εγχώρια αγορά χρήματος. Η αύξηση της προσφοράς χρήματος (μόνιμη και αρκετά υψηλότερη από την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ) τελικά οδηγεί σε άνοδο του εγχωρίου επιπέδου τιμών (πληθωρισμός),σε υποτίμηση του νομίσματος (άνοδος της συναλλαγματικής ισοτιμίας), και σε αύξηση του ιδιωτικού χρέους. Οι κυμαινόμενες ισοτιμίες παγιδεύουν τις πληθωριστικές πιέσεις μέσα στην χώρα της οποία η κυβέρνηση δεν ακολουθεί για μακρύ διάστημα την ενδεδειγμένη πολιτική. Η Κεντρική Τράπεζα όταν λαμβάνει μέτρα νομισματικού χαρακτήρα είναι σίγουρο ότι πρέπει να συνυπολογίσει τις επιπτώσεις αυτών των μέτρων στη συναλλαγματική ισοτιμία. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην εγχώρια πληθωριστική διαδικασία. Η λεγόμενη «αυτονομία» της νομισματικής πολιτικής περιορίζεται με δεδομένες τις επιδράσεις που επέρχονται στη συναλλαγματική ισοτιμία που θα μπορούσαν να είναι βλαπτικές στην οικονομία.
  9. Δόθηκε προτεραιότητα στον εγχώριο τομέα της οικονομίας (μεγέθυνση του ΑΕΠ, παραγωγική ανασυγκρότηση, απασχόληση, πληθωρισμό) σε σχέση με τον αντίστοιχο εξωτερικό τομέα (έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, συνεχή υποτιμητική διολίσθηση του νομίσματος).
  10. Το μόνιμα παραγόμενο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (πραγματικός τομέας) καλυπτόταν από τις εισροές (αυτόνομων δάνειων πόρων) ΑΞΕ και επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Οι εισροές αυτές ανακύκλωναν το έλλειμμα επιτρέποντας την αναχρηματοδότηση του δημιουργούμενου ιδιωτικού χρέους. Παράλληλα συνέχιζαν να επιδρούν θετικά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Η αύξηση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ φαίνεται ότι συσχετίζεται θετικά με το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Μάλιστα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αποτελεί δομικό στοιχείο του υποδείγματος μεγέθυνσης της τουρκικής οικονομίας. Συγκεκριμένα : μέχρι το 2011 ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ, ήταν ετησίως κατά μέσο όρο, περίπου 8,0%, ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν ετησίως και κατά μέσο όρο, 4,5% του ΑΕΠ. Την περίοδο 2012-2015, αντίστοιχα ο ρυθμός μεγέθυνσης ήταν 4,8% και το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών 3,9%. Από το 2016 (απόπειρα πραξικοπήματος, γεωπολιτικές προστριβές με ΗΠΑ, γενικότερες αναταραχές στη διεθνή οικονομία λόγω Τραμπ) μέχρι το 2019 η μεγέθυνση μειώνεται ακόμη περισσότερο καθώς και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
  11. Θα πρέπει να αναφερθεί ένα σημαντικό στοιχείο σχετικά με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας. Αν αφαιρεθούν τα ποσά που αφορούν στην ενέργεια και στο μη νομισματικό χρυσό το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μετατρέπεται σε πλεονασματικό, όπως φαίνεται και από την παρακάτω. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να εντοπίσουμε την ακριβή αιτία που προκαλεί το έλλειμμα. Πρόκειται για ένα δομικό πρόβλημα της τουρκικής οικονομίας. Έλλειψη ενεργειακών πόρων. Το ύψος της καθαρής αξίας ενεργειακών πόρων που επιβαρύνει ετησίως το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κυμαίνεται σε 40-45 δις δολάρια.
  12. Η συνεχής ελλειμματικότητα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών απαιτούσε κάλυψη με εισρέοντες πόρους από το εξωτερικό με αποτέλεσμα την αύξηση του εξωτερικού μακροχρόνιου και βραχυχρόνιου χρέους. Το συνολικό ακαθάριστο εξωτερικό χρέος παρουσιάζει συνεχή ανοδική τάση, ενώ το 2016 (περίοδος των αναταραχών) παρουσιάζει ένα άλμα ανόδου περίπου 50 δις δολάρια. Την ίδια περίπου τάση ακολουθούν οι δύο συνιστώσες του χρέους. Το βραχυπρόθεσμο χρέος, μέχρι και το 2014, οφείλονταν κατά τα ¾ στον τραπεζικό τομέα, ενώ από το 2015 το ποσοστό του πέφτει περίπου στο ½. Το υπόλοιπο ποσοστό οφείλεται στους λοιπούς επιχειρηματικούς τομείς της οικονομίας. Στην ουσία, η αναχρηματοδότηση του βραχυπρόθεσμου εξωτερικού χρέους αποτελεί και το μεγάλο πρόβλημα στην παρούσα συγκυρία για την Τουρκία. Η Τουρκία, σε γενικές γραμμές, δυσκολεύεται να το αναχρηματοδοτήσει. Πρόκειται ουσιαστικά για κρίση (μικρής έντασης θα έλεγα) του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.
Δεύτερη περίοδος
  1. Σε μια ανοικτή οικονομία, οι φορείς της οικονομικής πολιτικής προσπαθούν να διατηρήσουν την εσωτερική ισορροπία (επίπεδο πλήρους απασχόλησης των πόρων και σταθερές τιμές) και την εξωτερική ισορροπία ( επίπεδο τρεχουσών συναλλαγών που να μην είναι τόσο αρνητικό ώστε η χώρα να αδυνατεί να εξοφλήσει το εξωτερικό της χρέος, ούτε τόσο θετικό ώστε να φέρνει σ’ αυτήν τη θέση τις άλλες χώρες). Ο ορισμός της εξωτερικής ισορροπίας εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων που περιλαμβάνουν το καθεστώς της συναλλαγματικής ισοτιμίας (κυμαινόμενες ή σταθερές ή κάτι το ενδιάμεσο) και τις διεθνείς οικονομικές συνθήκες. Η δυνατότητα κάθε χώρας να επιτύχει τους στόχους εσωτερικής και εξωτερικής ισορροπίας εξαρτάται και από τις οικονομικές πολιτικές που υιοθετούν οι υπόλοιπες χώρες. Μια χώρα που έχει μεγάλα και επίμονα ελλείμματα μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει τον διαχρονικό εισοδηματικό περιορισμό της και να βρεθεί αντιμέτωπη με τον κίνδυνο μιας απότομης παύσης του εξωτερικού δανεισμού της και της δυνατότητας αναχρηματοδότησης του εξωτερικού χρέους της.
  2. Το ισοζύγιο πληρωμών είναι ένας λογαριασμός που περιλαμβάνει τις εξωτερικές συναλλαγές ( ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών συν ισοζύγιο χρηματοοικονομικών πράξεων) και τα συναλλαγματικά διαθέσιμα. Συνεπώς οι μεταβολές στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών θα μπορούσαμε να πούμε ότι οφείλονται σε αντίστοιχες μεταβολές του λογαριασμού των τρεχουσών συναλλαγών ή του λογαριασμού της κίνησης κεφαλαίων. Όμως αυτές οι μεταβολές, από οποιοδήποτε λογαριασμό και αν προέρχονται δημιουργούν επιδράσεις στον άλλο λογαριασμό και στη συνέχεια αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Συνεπώς απαιτείται συνολική αντιμετώπιση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, διατηρώντας όμως, στο «πίσω μέρος του κεφαλιού μας», τη διαφοροποίηση πραγματικού και νομισματικού τομέα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.
  3. Οι νομισματικές κρίσεις συχνά δεν είναι αποτέλεσμα αυθαίρετων μεταβολών των διαθέσεων της αγοράς, όπως ισχυρίζονται εξοργισμένοι, οι εμπλεκόμενοι στην κρίση φορείς της οικονομικής πολιτικής (καλή ώρα ο Ερντογάν). Η προσεκτική ανάλυση της κυβερνητικής πολιτικής και του διεθνούς περιβάλλοντος μπορεί να μας προϊδεάσει για τις αντιδράσεις των αγορών. Η κρίση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών στην τουρκική οικονομία, εμφανίζεται ως μια απώλειας εμπιστοσύνης προς την «υπόσχεση» της κεντρικής τράπεζας να διατηρήσει, αν όχι σταθερή τη συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος, τουλάχιστον περίπου τον ίδιο ρυθμό διολίσθησης με τα προηγούμενα έτη. Από το 2015 και κυρίως από το 2016 η συναλλαγματική ισοτιμία του τουρκικού νομίσματος σε σχέση με το δολάριο άρχισε να ανεβαίνει απότομα και σταθερά. Οι παράγοντες που προσδιορίζουν αυτή την άνοδο εντοπίζονται στη γενικότερη παγκόσμια αναταραχή λόγω των εμπορικών διενέξεων του Τραμπ με την Κίνα και τους υπολοίπους που προκάλεσαν την άνοδο του δολαρίου μέσω της εισροής κεφαλαίων κυρίως από τις αναδυόμενες αγορές, την απόπειρα πραξικοπήματος και τις διενέξεις με τις ΗΠΑ, και τέλος από την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική που επέβαλε ο Ερντογάν.
  4. Η απώλεια διαθεσίμων που ακολουθεί το φόβο για υποτίμηση, δηλαδή η φυγή ιδιωτικών κεφαλαίων, κάνει πραγματική την υποτίμηση του νομίσματος. Η φυγή των κεφαλαίων αποτελεί ζήτημα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τις κυβερνήσεις όταν υπάρχει φόβος υποτίμησης, επειδή τα διαθέσιμα των κεντρικών τραπεζών είναι εξαρχής περιορισμένα για να αντιμετωπίσουν αυτή τη φυγή. Επίσης η φυγή των κεφαλαίων από τη στιγμή που υπάρχει εξωτερικό χρέος και μάλιστα βραχυχρόνιο, δυσκολεύει την αναχρηματοδότηση του. Παράλληλα η φυγή των κεφαλαίων μειώνει τον εξωτερικό συντελεστή της νομισματικής βάσης και συνεπώς τη συνολική προσφορά χρήματος Η μείωση των διαθεσίμων λόγω της φυγής των κεφαλαίων θέτει διλήμματα στη κεντρική τράπεζα και στις οικονομικές αρχές διότι οι μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας επηρεάζουν τη νομισματική πολιτική: το βασικό δίλημμα συνίσταται στην επιλογή μεταξύ εγχώριων οικονομικών στόχων και αντίστοιχων εξωτερικών. Η κεντρική τράπεζα προσπαθεί να αυξήσει την προσφορά χρήματος για να δώσει ώθηση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ και να μειώσει την ανεργία, αλλά ταυτόχρονα προβαίνει σε πώληση ξένων τίτλων (ή συναλλαγματικών διαθεσίμων) για να εμποδίσει την προκαλούμενη από την αύξηση της προσφοράς χρήματος υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος. Η παρέμβαση στην αγορά συναλλάγματος θα μειώσει την προσφορά χρήματος και θα εμποδίσει, χωρίς αναγκαστικά να εξουδετερώσει, την προσπάθεια της κεντρικής τράπεζας να αυξήσει το προϊόν και να μειώσει την ανεργία (οι παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος θεωρούνται ότι είναι αδρανοποιημένες).
  5. Στην Τουρκία από το 2015 αναφορικά με τις ΑΞΕ και από το 2013 αναφορικά με τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου, παρατηρείται σημαντική μείωση στα δύο αυτά μεγέθη. Πρόκειται για μια «φυγή κεφαλαίων» με την έννοια ότι όλο και λιγότερες καθαρές ροές, από το εξωτερικό, εισέρχονται στην χώρα. Η προσεκτική παρατήρηση δείχνει επίσης ότι η μείωση της ροής των επενδύσεων χαρτοφυλακίου είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των ΑΞΕ. Η τουρκική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη για πρώτη φορά από το 2003, σε μια ουσιαστική καμπή, προσδιοριστικοί παράγοντες της οποίας είναι: Το νέο μη ευνοϊκό διεθνές οικονομικό περιβάλλον που καθορίζεται από τη διαμάχη ΗΠΑ –Κίνας, την ενδυνάμωση του δολαρίου και συνεπώς την αποδυνάμωση των περιφερειακών νομισμάτων των αναδυομένων οικονομιών. Η απόπειρα πραξικοπήματος και οι γεωπολιτικές διαμάχες της Τουρκίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και η αντιπαράθεσή της με τις ΗΠΑ, γεγονότα που αποσταθεροποίησαν την εμπιστοσύνη των δυτικών. Και το σημαντικότερο στο κλονισμό της εμπιστοσύνης προστέθηκε η αδυναμία της οικονομικής πολιτικής να σταθεροποιήσει το τουρκικό νόμισμα. Υπάρχει ένα ήδη συσσωρευμένο εξωτερικό χρέος (το κύριο πρόβλημα αφορά στο βραχυχρόνιο) το οποίο χρειάζεται να αναχρηματοδοτείται ή να μειώνεται με πόρους που προέρχονται από τις εξαγωγές (σε συνάλλαγμα).
  6. Η συνεχής υποτίμηση του νομίσματος, ειδικά μετά το 2018, προκαλεί δύο αρνητικές επιπτώσεις στην τουρκική οικονομία: πρώτον, μειώνει τα συναλλαγματικά διαθέσιμα (επειδή η ΚΤ δαπανούσε συνάλλαγμα προκειμένου να εμποδίσει την ανεξέλεγκτη αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος τουλάχιστον μέχρι την εποχή που υπουργός οικονομικών ήταν ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ), και δεύτερον, καθιστά την εξυπηρέτησή του εξωτερικού χρέους ακριβότερη.
  7. Επίσης, προκάλεσε σημαντική αύξηση του πληθωρισμού, δείχνοντας τη σημασία της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε συνθήκες ανοικτής οικονομίας και παγκοσμιοποίησης[3]. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η τουρκική οικονομία την περίοδο 2005-2016 παρουσίασε ετήσιο πληθωρισμό, κατά μέσο όρο, περίπου στο 9,0% (κυμάνθηκε από 6,4% έως 10,06%). Άρα ο πληθωρισμός ήταν πάντα παρών κατά την περίοδο της μεγάλης μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Ο πληθωρισμός συσχετίζεται θετικά με δύο μακροοικονομικά μεγέθη: την πιστωτική επέκταση και την υποτίμηση του νομίσματος. Την περίοδο του μεγάλου πληθωρισμού (2018) τόσο η υποτίμηση του νομίσματος όσο και η πιστωτική επέκταση υπερακοντίστηκαν.
  8. Το ισοζύγιο πληρωμών, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αποτελεί το χώρο καταγραφής των μεταβολών που λαμβάνουν χώρα σ’ όλες τις αγορές του οικονομικού συστήματος από πολυπληθείς παράγοντες αναφορικά με το εξωτερικό. Πολλές από τις αγορές αυτές είναι αγορές ροών, ενώ άλλες είναι αγορές αποθεμάτων. Συνεπώς η ισορροπία του ισοζυγίου μπορεί να επιτευχθεί μερικώς διαμέσου εξισορρόπησης αγορών ροών και μερικώς διαμέσου αγορών αποθεμάτων. Συγκεκριμένα επειδή η αγορά των αγαθών και υπηρεσιών κυριαρχείται από τις ροές της καινούργιας παραγωγής, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προσαρμόζεται διαμέσου μεταβολών των τιμών και άλλων μεταβλητών που αντιδρούν στις ροές παραγωγής και στη τρέχουσα ζήτηση. Από την άλλη μεριά, ο λογαριασμός κίνησης κεφαλαίων και οι νομισματικοί λογαριασμοί κυριαρχούνται από αγορές αποθεμάτων. Επίσης λόγω των αλληλοεξαρτήσεων που δημιουργούνται μεταξύ των αγορών, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι όσο πιο βραχύ είναι το χρονικό διάστημα που αναλύουμε, τόσο περισσότερο η συνολική ισορροπία του ισοζυγίου θα προσδιορίζεται από την ανάγκη συμψηφισμού προσφοράς και ζήτησης των αποθεμάτων παρά από την αντίστοιχη των ροών. Αυτό συνεπάγεται ότι βραχυχρόνια, η συναλλαγματική ισοτιμία προσδιορίζεται πάνω απ’ όλα σε συνάρτηση με τις μεταβολές ζήτησης και προσφοράς στις νομισματικές και χρηματιστηριακές αγορές (τρέχοντα επιτόκια, προσδοκίες για μελλοντικές αποδόσεις), παρά σε συνάρτηση με μεταβλητές που επηρεάζονται ευθέως από ανισορροπίες προσφοράς και ζήτησης στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Απ’ όσα έχουμε αναφέρει μέχρι τώρα, όταν μιλάμε για ανισορροπία του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, χρειάζεται όχι μόνο να αποσαφηνιστεί σε ποιόν ορισμό (ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, νομισματικό ισοζύγιο) αναφέρεται η συνολική εκδήλωση της ανισορροπίας, αλλά ακόμα, και πιο θεμελιακά, να υποδειχτεί σε ποιό «μέρος» ή «μέρη» του ισοζυγίου αποδίδεται η κατάσταση ανισορροπίας. Με άλλα λόγια, και απλοποιώντας το πρόβλημα, είναι ανάγκη να επιδιωχθεί η εξακρίβωση, στο μέτρο του δυνατού, κατά πόσο η ανισορροπία προέρχεται από την απόκλιση ζήτησης και προσφοράς ex-ante στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών, και κατά πόσο από την απόκλιση ζήτησης και προσφοράς ex-ante στις νομισματικές και χρηματιστικές αγορές. Το πρώτο είδος ανισορροπίας ανάγεται σε απόκλιση μεταξύ αποταμίευσης και επένδυσης και εάν δεν βρεθεί κατάλληλη λύση στα σχέδια συσσώρευσης ή αποσυσσώρευσης των νομισματικών πράξεων αναφορικά με τον εξωτερικό τομέα, θα πρέπει αναγκαστικά αυτό να επηρεάσει το νομισματικό μέγεθος του ισοζυγίου. Με τη σειρά της, αυτή η ανισορροπία (εάν πρόκειται για έλλειμμα) μπορεί να οφείλεται σε μια υπέρβαση της κατανάλωσης (και συνεπώς) σε μια ελλειμματικότητα της αποταμίευσης, ή σε μια υπέρβαση των επενδύσεων σε σχέση με το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα. Βρίσκουμε την περίπτωση αυτή, π.χ., σαν την πρωταρχική αιτία των εμπορικών ελλειμμάτων της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, όταν η ανάγκη της ανασυγκρότησης (και συνεπώς των επενδύσεων) ξεπερνούσε το διαθέσιμο εισόδημα[4]. Το δεύτερο είδος ανισορροπίας, τυπικό των νομισματικών και χρηματιστηριακών αγορών, προέρχεται από το σύνολο των αποφάσεων ex-ante για επενδύσεις χαρτοφυλακίου περισσότερο ή λιγότερο ρευστές (εθνικοί ή ξένοι τίτλοι)[5].
  9. Οι τρόποι διαμέσου των οποίων μια ανισορροπία μπορεί να απορροφηθεί αποτελούν επιλογή μετά από μελέτη της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και προϋποθέτουν την εξακρίβωση των αιτιών που την προκάλεσαν. Παρόλα αυτά, σε γενικές γραμμές, και υπο το πρίσμα ορισμένων υποθέσεων, θα μπορούσαμε να περιδιαβούμε ορισμένες σταθερές, δείχνοντας ορισμένους βασικούς τρόπους απορρόφησης της ανισορροπίας του εξωτερικού τομέα. Βραχυπρόθεσμα, η προσαρμογή πρωταρχικά επιχειρείται διαμέσου των νομισματικών μεταβλητών, δηλ. των επιτοκίων και της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Λέμε πιθανά, καθόσον οι νομισμα­τικές αρχές μπορεί να επιλέξουν τη διατήρηση σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας και να χρηματοδοτήσουν συγκυριακά την ανισορροπία διαμέσου συσσώρευσης (εάν υπάρχει πλεόνασμα) ή αποσυσσώρευσης (εάν υπάρχει έλλειμμα) συναλλαγματικών διαθεσίμων που θα ανταλλαχθούν με εγχώριο χρήμα σε σταθερή ισοτιμία. Στην περίπτωση αυτή, η μεταβολή των συναλλαγματικών δια­θεσίμων, εάν δεν ακολουθηθούν συγκεκριμένες και κατάλληλες νομισμα­τικές πολιτικές, θα προκαλέσουν μεταβολές στην εσωτερική ρευστότητα και συνεπώς στο επίπεδο των επιτοκίων. Εάν αντίθετα οι νομισματικές αρχές δεν είναι διαθέσιμες να διατη­ρήσουν σταθερή ισοτιμία, ή δεν μπορούν να το κάνουν, η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας μαζί με τη μεταβολή των επιτοκίων θα προκαλέσουν την κίνηση κεφαλαίων ώστε να καλυφθεί η ανισορροπία του ισοζυγίου. Μακροπρόθεσμα στο παιχνίδι εισέρχονται προσαρμογές των μεταβλητών που επιδρούν πάνω απ’ όλα στην εξισορρόπηση στην πλευρά των τρεχουσών συναλλαγών, δηλ. στις αγορές των αγαθών και των υπηρεσιών. Τέτοιου είδους μεταβλητές είναι το επίπεδο του πληθωρισμού, η απασχόληση, το εισόδημα. Πράγματι, εάν υπάρχει ανισορροπία μεταξύ εισοδήματος και δαπά­νης ex-ante, δηλ. ανισορροπία στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών τούτο σημαίνει οτι, ενώ βραχυπρόθεσμα η ανισορροπία θα διατηρηθεί γιατί χρηματοδοτείται από νομισματικές κινήσεις προσαρμογής, στο μεσοδιάστημα όμως, θα πρέπει να απορροφηθεί διαφοροποιώντας τις μεταβλητές που προσδιορίζουν την προσφορά και τη ζήτηση των αγαθών και των υπηρεσιών, δηλ. ακριβώς τις τιμές του εθνικού προϊόντος σε σχέση με τα προϊόντα των άλλων χωρών και το επίπεδο του εισοδήματος και της απασχόλησης που το παράγει[6].
  10. Μετά από όσα έχουν αναφερθεί, το συμπέρασμα είναι το ακόλουθο: την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική δημιουργούσε συνεχώς, σχετικά υψηλό, εξωτερικό βραχυχρόνιο χρέος το οποίο όμως το αναχρηματοδοτούσε εύκολα, διαμέσου της αυτόνομης εισροής πόρων. Ήταν η περίοδος ευφορίας της τουρκικής οικονομίας. Στη δεύτερη περίοδο υπάρχει δυσκολία ως προς την αναχρηματοδότηση με τους ίδιους τρόπους, για τους λόγους που έχουν αναφερθεί στην § 17.
ΙΙΙ. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
  1. Αντιμέτωπη με αυτά τα προβλήματα η κυβέρνηση του Ερντογάν αποφάσισε να συνεχίσει την πολιτική που ακολουθούσε όταν οι συνθήκες (διεθνείς και εγχώριες) το επέτρεπαν. Με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στις δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζει σήμερα. Έχει λογική αυτή η πολιτική; Ο Ερντογάν πιστεύει απλά ότι ο μόνος τρόπος να γίνει υπέρβαση των δυσκολιών είναι η συνεχής μεγέθυνση του ΑΕΠ, έστω και αν αυτό επιφέρει πρόσκαιρες δυσκολίες στην συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος και όχι μόνο. Φαίνεται ότι η μεγέθυνση του εγχώριου (πραγματικού ) τομέα ήταν πάντοτε το πρώτο μέλημα και ο παράγοντας που εξασφάλιζε σε βάθος χρόνου την επίλυση των προβλημάτων που γεννιούνται στο νομισματικό τομέα της οικονομίας. Η μεγέθυνση του ΑΕΠ θεωρητικά αποτελεί κριτήριο για την εισροή κεφαλαίων, δεδομένου ότι σε οικονομία με υψηλό και αυξανόμενο εισόδημα ασκεί θετικό κίνητρο για άμεσες και άλλου είδους επενδύσεις από το εξωτερικό. Θεωρεί δηλαδή ότι κλείνοντας τα μάτια στα υπαρκτά προβλήματα (συσσώρευση εξωτερικού χρέους, υποτίμηση του νομίσματος, αδυναμία ή δυσκολία αναχρηματοδότησης του χρέους) η μεγέθυνση του ΑΕΠ θα τα «καλύψει» και θα επανέλθει η περίοδος της πρώτης δεκαετίας της διακυβέρνησης του κόμματος Δημοκρατίας και Ανάπτυξης. Η συγκεκριμένη επιλογή θέτει την πορεία της τουρκικής οικονομίας στην κόψη του ξυραφιού.
  2. Κατ’ αρχάς δεν αντιμετωπίζει, ως οργανικό ζήτημα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής το πρόβλημα του βραχυχρόνιου εξωτερικού χρέους. Η λύση που επιδιώκεται να βρεθεί με εναλλακτικούς τρόπους δανεισμού (δάνεια από φιλικές χώρες ή μέσω πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων επίσης με φιλικές χώρες), αποτελεί μόνο πρόσκαιρη λύση. Μια μόνιμη λύση θα ήταν ή η σταδιακή αποπληρωμή του (κάτι που απαιτεί πόρους πλεονάζοντες πχ από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών –κάτι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο- ή εισροή πόρων από το εξωτερικό – επίσης δύσκολο στην παρούσα συγκυρία. Παράλληλα η παρούσα αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του τουρκικού νομίσματος θα πρέπει να θεωρείται κάτι το μη αναστρέψιμο, γεγονός που θέτει την τουρκική οικονομία σε νέο πλαίσιο λειτουργίας, στο οποίο σημείο αναφοράς είναι η τάση για συνεχή διολίσθηση του νομίσματος. Υπενθυμίζω ότι η ισοτιμία της ελληνικής δραχμής σε σχέση με το δολάριο, σε τριάντα χρόνια (1970-2000), από 30/1, έφθασε στο 400/1. Υπάρχει αυξημένη πιθανότητα η διολίσθηση του νομίσματος να επιταχύνεται όσο η εγχώρια συνιστώσα της προσφοράς χρήματος αυξάνεται εις βάρος της ξένης προσφοράς χρήματος[7]. Το συνεχές πρόβλημα που θα αντιμετωπίζει αυτού του είδους η οικονομική πολιτική είναι ότι: σε καθεστώς κυμαινόμενων ισοτιμιών και σε συνθήκες ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων σε παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, βραχυχρόνια, η συναλλαγματική ισοτιμία προσδιορίζεται πάνω απ’ όλα σε συνάρτηση με τις μεταβολές ζήτησης και προσφοράς στις νομισματικές και χρηματιστηριακές αγορές (τρέχοντα επιτόκια, προσδοκίες για μελλοντικές αποδόσεις), παρά σε συνάρτηση με μεταβλητές που επηρεάζονται ευθέως από ανισορροπίες προσφοράς και ζήτησης στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
  3. Η διολίσθηση του νομίσματος προκαλεί επιδράσεις ανατροφοδότησης σε εγχώριες μεταβλητές. Συγκεκριμένα θέτει σε κίνηση μια πληθωριστική διαδικασία μέσω διαφόρων καναλιών. Οι πληθωριστικές αυτές πιέσεις τείνουν να μειώσουν ή να ακυρώσουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων που προκλήθηκε από την υποτίμηση με σκοπό την εξισορρό­πηση του ισοζυγίου πληρωμών. Το ζήτημα είναι η μελέτη τού πώς αντιδρούν οι εγχώριες τιμές στην αλλαγής της ισοτιμίας. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι οι μεταβολές των εγχωρίων τιμών μετά την υποτίμηση εξαρτώνται:

– από το βαθμό που οι τιμές εισαγομένων προϊόντων αυξάνουν σαν συνέπεια της διολίσθησης.

– από το βαθμό που η αύξηση των τιμών εισαγωγής μεταφέρεται στο επίπεδο των εγχωρίων τιμών.

– από το βαθμό που τα ονομαστικά εισοδήματα (μισθοί και κέρδη) αντιδρούν στις μεταβολές του επιπέδου των εγχωρίων τιμών, δηλ. στο βαθμό της ελαστικότητας των πραγματικών εισοδημάτων.

Οι παραπάνω ανατροφοδοτήσεις επιδρούν δυσμενώς στην πραγματική οικονομία η οποία προφανώς δεν δύναται να κινηθεί αυτόνομα από τις αντίστοιχες νομισματικές εξελίξεις. Αργά η γρήγορα οι επιδράσεις αυτές θα συσσωρευθούν σε τέτοιο βαθμό που πάλι θα υπάρξει περίοδος κρίσης δεδομένου της υφιστάμενης «ανισορροπίας» και πάλι τότε θα πρέπει να υπάρξει κάποιο είδος προσαρμογής.

  1. Επιπλέον, η ακολουθούμενη από το 2019 νομισματική πολιτική αύξησε το μέγεθος της δολαριοποίησης της τουρκικής οικονομίας, λόγω της συνεχούς μείωσης της αξίας του εγχωρίου νομίσματος του συνεχώς αυξανόμενου πληθωρισμού και της έλλειψης εμπιστοσύνης λόγω της αναξιοπιστίας τους στις νομισματικές αρχές της χώρας. Απλά αναφέρω ότι οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα στο τουρκικό τραπεζικό σύστημα υπερέβαιναν το 55,0% σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί η αγοραστική δύναμη των καταθετών.
  2. Η υψηλή δολαριοποίηση αυξάνει την ευαισθησία τα οικονομίας σε εσωτερικά και εξωτερικά σοκ και καθορίζει το σχηματισμό των τιμών από τις εξελίξεις της Συναλλαγματικής Ισοτιμίας (ΣΙ) η οποία δεν αντανακλά τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας. Αυτό καθιστά αναγκαία τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής ως απάντηση στα σοκ, σύμφωνα με την κυρίαρχη νομισματική θεωρία ώστε να ελαφρυνθούν οι πιέσεις από τη ΣΙ. Αλλά, όπως είναι γνωστό, οι θετικές επιδράσεις είναι μόνο βραχυχρόνιες. Σε μια οικονομία με υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής ως απάντηση στις διακυμάνσεις της ΣΙ, μειώνει το έλλειμμα μόνο βραχυχρόνια διαμέσου της μείωσης της εγχώριας ζήτησης κάτι που καθιστά και τις θετικές επιδράσεις στη μείωση του πληθωρισμού βραχυχρόνιες. Πάντως, καθώς η οικονομία φθάνει στη δυνητικής μεγέθυνση, ο πληθωρισμός και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βρίσκονται σε μη υποστηρίξιμα επίπεδα, ενώ η αύξηση της ΣΙ ασκεί μια επιπρόσθετη πίεση στον πληθωρισμό και δημιουργεί την ανάγκη μιας πρόωρης και μη αποτελεσματικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής. Έτσι, η υψηλή δολαριοποίηση βαραίνει τόσο στο μέγεθος των σοκ που προέρχεται από τη ΣΙ όσο και τις επιδράσεις της ΣΙ στο μέγεθος του πληθωρισμού, ενώ η δομική ευαισθησία του πιστωτικού κύκλου οδηγούμενου από τη ροή των κεφαλαίων προκαλεί μια επιπρόσθετη πίεση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στη ΣΙ, με τη σειρά της.
  3. Η διαδικασία αυτή μετατρέπεται χρονικά σε φαύλο κύκλο.[8] Επιπροσθέτως των επιδράσεων της ΣΙ στον πληθωρισμό, η συμπεριφορά τιμολόγησης και οι πληθωριστικές προσδοκίες προκαλούν υψηλή ευαισθησία στη ΣΙ που οφείλεται σε ισοζύγια με υψηλή στάθμιση σε ξένο νόμισμα. Από την άλλη πλευρά, το αποτέλεσμα πλούτου που απορρέει από την αύξηση της ΣΙ που οφείλεται στην υψηλή στάθμιση (μερίδιο) του ξένου συναλλάγματος στην αποταμίευση των φυσικών και νομικών οντοτήτων τροφοδοτεί την εγχώρια ζήτηση και προκαλεί μια περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού, μειώνοντας τα προσδοκίες για βελτίωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών λόγω της υποτίμησης του νομίσματος. Έτσι, η υψηλή δολαριοποίηση φουσκώνει τον πληθωρισμό πάνω από το επίπεδο που καθορίζουν τα κόστη οδηγούμενα από την αυξημένη ΣΙ. Εμποδίζεται συνεπώς να ακολουθηθεί το μονοπάτι που οδηγεί στη διατηρήσιμη σταθερότητα των τιμών λόγω του άκαμπτου ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Για τους παραπάνω λόγους, απαιτείται η εξάλειψη της δολαριοποίησης, με άλλα λόγια, η μερική εξάρτηση της οικονομίας και οι κύριες συναλλαγές του χρηματοπιστωτικού της συστήματος από το ξένο νόμισμα, όχι συγκυριακά διαμέσου της κίνησης των σχετικών τιμών, αλλά με τρόπο δομικό και διαρκή, αποτελεί το βασικό στόχο της στρατηγικής της liraization της ΚΤ. Η δολαριοποίηση βοηθήθηκε από το ότι επιτρεπόταν χρηματοπιστωτικά συμβόλαια σε ξένο νόμισμα, ο μηχανισμός επιλογής δεσμευτικών υποχρεώσεων στο τραπεζικό σύστημα, κτλ Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι καταθέσεις σε ξένο νόμισμα στο τουρκικό τραπεζικό σύστημα από 30,0% το 2010 ξεπέρασαν το 55,0% σήμερα. Οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούσαν ευρέως στις συναλλαγές τους ξένα νομίσματα, ακόμη και εκείνες που δεν είχαν έσοδα σε ξένο νόμισμα, διότι μπορούσαν να δανειστούν σε ξένο νόμισμα. Στα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού των τραπεζών αυξάνονταν συνεχώς εκείνα που ήταν σε ξένο νόμισμα. Οι υποχρεωτικές δεσμεύσεις σε ξένο νόμισμα μειώνονταν ενώ οι αντίστοιχες σε τουρκικές λίρες αυξάνονταν, επιταχύνοντας την δολαριοποίηση της οικονομίας.
  4. Η ΚΤ είναι ο ύστατος δανειστής της ποσότητας απαιτούμενων δολαρίων από διάφορες χώρες: Swaps και forwards ανήλθαν σε 69 δις δολάρια το Νοέμβριο του 2022. Το δανειστικό όργιο έχει πλέον αλλάξει μορφή, καθώς είναι οι πολιτικές συμμαχίες της Τουρκίας και του προέδρου Ερντογάν που εξασφαλίζουν συμφωνίες currency-swap με φιλικές (κυρίως ισλαμικές αλλά όχι μόνο) χώρες: Κατάρ, ΗΑΕ, Κίνα, και Ν. Κορέα. Ήδη έχει κλεισθεί και συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία ώστε η τελευταία να καταθέσει στην ΚΤ της Τουρκίας ποσό ύψους 5 δις δολάρια. Έχω την εντύπωση ότι οι δυτικοί οικονομικοί αναλυτές (που αυτονομούν ολοκληρωτικά την οικονομία από την πολιτική) δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι μια τέτοια πολιτική, μπορεί να είναι διατηρήσιμη, επειδή δεν βασίζεται στους κανόνες της αγοράς (όπως την αντιλαμβάνονται αυτοί). Όλα εξαρτώνται από το γεωπολιτικό κεφάλαιο της Τουρκίας και του ίδιου του Ερντογάν το οποίο δεν μπορεί εύκολα και βραχυπρόθεσμα να εξαλειφθεί. Το στοίχημα του Ερντογάν είναι η δυνατότητα βελτίωσης των προβλημάτων στο εξωτερικό ισοζύγιο όσο διαρκεί και ισχύει αυτό το γεωπολιτικό κεφάλαιο. Πόσο επομένως γεωπολιτικό χρόνο διαθέτει ο Ερντογάν; Απαντώ: Πολύ. Θεωρώ ότι και η Τουρκία παράλληλα έχει πολύ γεωπολιτικό χρόνο. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται, εκτός από τις εμφανείς χρηματοπιστωτικές πράξεις ενίσχυσης της ΚΤ της Τουρκίας από παρεμβάσεις των φιλικών κρατικών οντοτήτων, και από τα στοιχεία του Ισοζυγίου Πληρωμών της χώρας, όπου στο κονδύλι Net errors and omissions, τόσο το 2021 αλλά κυρίως το 2022, εμφανίζονται ποσά πάρα πολύ υψηλά χωρίς καμία εξήγηση σε τι αφορούν και από που προέρχονται. Συγκεκριμένα την περίοδο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2022 εμφανίζεται ποσό ύψους 22,314 δις δολαρίων έναντι ποσού 11,993 δις δολαρίων το αντίστοιχο διάστημα του 2021.
  5. Η Τουρκία ακολούθησε με επιμέλεια την μετατροπή της οικονομικής της μεγέθυνσης σε υλικούς παράγοντες σκληρής ισχύος. Το δείχνουν δύο στοιχεία: το πρώτο, η ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής τεχνολογίας και βιομηχανίας τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, η οποία τελικά φαίνεται ότι έχει αποδώσει καρπούς, όχι βέβαια όπως τους παρουσιάζει το τουρκικό κατεστημένο, αλλά σε ικανοποιητικό επίπεδο ώστε ενδυναμώνει την ισχύ των ενόπλων δυνάμεών της αλλά παράλληλα και να προκαλεί πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία της, δεδομένου ότι η συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών και ιδιαίτερα την περίοδο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, γέμισε τα βιβλία παραγγελιών και των τουρκικών επιχειρήσεων ενεργοποιώντας την τουρκική οικονομία. Το δεύτερο, η συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών και ιδιαίτερα την περίοδο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, όπως φαίνεται από τα υπάρχοντα στοιχεία : από 13,0 το 2010 σε 22,0 δις δολάρια ΗΠΑ, το 2021.
  6. Δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η Τουρκία έχει αποκτήσει αυτονομία στην παραγωγή οπλικών συστημάτων, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας είναι εισαγόμενη ( η προστιθέμενη αξία δεν πρέπει να υπερβαίνει το 40,0%) και επίσης εισαγόμενες είναι οι απαιτούμενες πρώτες ύλες, τα ημικατεργασμένα, και σειρά από τεχνολογικά προϊόντα απαραίτητα για τη δημιουργία των τελικών προϊόντων. Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι το ποσοστό της προστιθέμενης αξίας που δημιουργεί η τουρκική οικονομία, αλλά η αδυναμία της να παράγει εκείνα τα κρίσιμα μέρη του τελικού προϊόντος που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία και είναι όλα εισαγόμενα. Συνεπώς δεν είναι η μεγέθυνση του ποσοστού της προστιθέμενης αξίας που είναι σημαντική, αλλά κυρίως είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της προστιθέμενης αξίας.
  7. Αναφέρω ορισμένα παραδείγματα ( Burak Bekdil, Turkey’s Much-Hyped Defense Industry Far from Self-Sufficient) : το επιθετικό ελικόπτερο Τ129 παράγεται στην Τουρκία από την Turkish Aerospace Industries, μετά από άδεια της Ιταλικής εταιρείας Agusta Westland, η οποία είναι θυγατρική της επίσης ιταλικής εταιρείας Leonardo S.p.A. και της οποίας ο μεγαλύτερος μέτοχος με ποσοστό περίπου 30,0% είναι το Ιταλικό δημόσιο. Φέρει δύο μηχανές τούρμπο LHTEC T800-4A. Κάθε μηχανή έχει ισχύ 1104 αλόγων. Πρόκειται για παραλλαγή της μηχανής CTS Ο κατασκευαστής της μηχανής, η εταιρεία LHTEC, αποτελεί εταιρεία joint venture της αμερικανικής (ΗΠΑ) Honeywell και της βρετανικής Rolls Royce. Επομένως το θεωρούμενο από την τουρκική ηγεσία ως εγχωρίως παραγόμενο ελικόπτερο, είναι αδύνατον να παραχθεί χωρίς την παραγόμενη μηχανή από την LHTEC!!! Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το «εγχωρίως» παραγόμενο νέας γενιάς τανκ Altay. Δεν μπορεί να παραχθεί χωρίς την εισαγόμενη μηχανή και τα συστήματα μετάδοσης της κίνησης. Τις μεν μηχανές προμηθεύεται από την γερμανική εταιρεία MTU Aero Engines, τα δε συστήματα μετάδοσης της κίνησης από την επίσης γερμανική εταιρεία RENK AG. Επίσης, το ίδιο συμβαίνει και με το drone Bayraktat TB-2, το οποίο η Τουρκική αμυντική βιομηχανία θεωρεί ως το σπουδαιότερο επίτευγμα των τελευταίων χρόνων. Αυτό στηρίζεται στην καναδική τεχνολογία και στην εισαγωγή από την καναδική εταιρεία L3Harris WESCAM βασικών τμημάτων απαραίτητων για την κατασκευή του. Συγκεκριμένα του ηλεκτρονικού εξοπλισμού (υπέρυθρες ηλεκτρονικές απεικονίσεις και αισθητήρες συστήματος στόχευσης) που αποτελούν την καρδιά του drone. Χωρίς αυτή την τεχνολογία η Τουρκία είναι αδύνατον να χρησιμοποιήσει τα συγκεκριμένα drones.Η καναδέζικη εταιρεία είναι θυγατρική του αμερικάνικου γίγαντα αμυντικού εξοπλισμού L3Harris πρωτοπόρας στην παραγωγή της συγκεκριμένης τεχνολογίας. Την 5η Οκτωβρίου ο υπουργός εξωτερικών του Καναδά Francois-Philippe Champagne ανακοίνωσε την αναστολή πωλήσεων αυτού του υλικού στην Τουρκία διότι χρησιμοποιήθηκαν από τις δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν στον πόλεμο ενάντια της Αρμενία στην περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Επίσης η μηχανή που φέρουν τα συγκεκριμένα drones είναι η BRP-Rotax engine ισχύος περίπου 100 αλόγων και η οποία παράγεται στην Αυστρία από θυγατρική εταιρεία της Καναδικής Bombardier Recreational Products. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι και άλλα τμήματα των συναρμολογούμενων στην Τουρκία drones Bayraktat TB-2 προέρχονται από ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις. Όπως έχουμε αναφέρει τα συγκεκριμένα drones χρησιμοποιούνται στον πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου όμως η αποτελεσματικότητά τους έχει τεθεί εν αμφιβόλω,καθώς οι Αρμένιοι χρησιμοποιούν το ρωσικό σύστημα αντι drones, Belladonna (στα ρωσικά Krasukha), καταστρέφοντας με μεγάλη επιτυχία τα drones Bayraktat TB-2. Ακόμη ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του θεωρούμενου πιο ισχυρού drone Bayraktar Akıncı, στο οποίο εγκαταστάθηκαν οι ουκρανικοί κινητήρες turboprop AI-450C. Χάρη σε αυτούς, η ικανότητα μεταφοράς του αεροσκάφους είναι σχεδόν διπλάσια από του BayraktarTB2. Όμως χωρίς τους εισαγόμενους ουκρανικούς κινητήρες στην πράξη δεν μπορούν να λειτουργήσουν τα συγκεκριμένα drones.
  8. Παρόλα αυτά, η ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας δίνει σημαντικούς βαθμούς ελευθερίας με την έννοια ότι μπορεί να προχωρήσει σε παραγωγή των ποσοτήτων που επιθυμεί, χωρίς να χρειάζεται την έγκριση του εκάστοτε προμηθευτή – παραγωγού, αρκεί βέβαια να είναι σε θέση να προμηθεύεται τον απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό (μηχανές, ηλεκτρονικά κτλ). Μια απλή σύγκριση με το τι συμβαίνει στην Ελλάδα όπου δεν υπάρχει σχεδιασμός για την εθνική αμυντική βιομηχανία και εισάγονται τεχνολογία και οπλικά συστήματα από το εξωτερικό, καθιστά κατανοητό τη διαφορά. Η πολύ χαμηλή έως ασήμαντη προστιθέμενη αξία της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας δεν δημιουργεί πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στη μεγέθυνση του ΑΕΠ ενώ αντιστοίχως, λόγω των εισαγωγών, την επιβαρύνει. Με απλά λόγια ενώ στη Τουρκία υπάρχει συμβολή στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, στην Ελλάδα, οικονομικά, λειτουργεί ουσιαστικά ως κόστος.
  9. Στο σημείο αυτό χρειάζεται να γίνουν απολύτως κατανοητά τα παρακάτω: Υπάρχει το απλοϊκό θεωρητικό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο η οικονομία, προοδεύοντας αυτόνομα, παράγει μέσα άσκησης ένοπλης βίας και αυτά κατόπιν υπηρετούν τους σκοπούς της ισχύος. Αυτό όμως, για να ισχύει, προϋποθέτει τη δυνατότητα αυτονόμησης της οικονομίας από τους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Είναι αδύνατον όμως να ισχυριστούμε με σοβαρότητα κάτι τέτοιο. Το ότι οι παράγοντες ισχύος βρίσκονται σε συνεχή σχέση αλληλεξάρτησης με τους οικονομικούς παράγοντες αυτό είναι απολύτως αποδεκτό. Οι παράγοντες ισχύος αναντίρρητα εξαρτώνται από την οικονομική ισχύ. Όμως το καίριο ερώτημα σ’ αυτή την περίπτωση είναι το ακόλουθο : οι παράγοντες ισχύος, κυρίως όσοι περιλαμβάνονται στους μηχανισμούς βίας και καταπίεσης, παράγονται και τελειοποιούνται απλώς και μόνο επειδή αυτό το καθιστά δυνατό το διαθέσιμο τεχνικοοικονομικό δυναμικό ή αν η κατά το δυνατόν άφθονη και τελειότερη παραγωγή τους φαίνεται επιβεβλημένη επειδή η ισχύς θέτει σκοπούς που μόνο χάρη σ’ αυτούς οι μηχανισμοί βίας μπορούν να πραγματωθούν. Αν η παραγωγή αυτή γίνεται εν όψει σκοπών ισχύος, βεβαίως με τη βοήθεια του τεχνικοοικονομικού δυναμικού, τούτο μας παραπέμπει ήδη σε εντελώς άλλη προβληματική θεώρησης των γεγονότων. Η πολιτική της ισχύος, με την προβληματική αυτή,ευρίσκεται τώρα στο καθοριστικό επίπεδο της σχέσης αλληλεξάρτησης με τους τεχνικοοικονομικούς παράγοντες και τους καθοδηγεί στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της[9]. Επομένως η πραγματική συνύφανση του παράγοντα ισχύος με την τεχνικοοικονομική εξέλιξη ανατρέπει ολοκληρωτικά το γνωστό σκηνικό που η φιλελεύθερη οικονομική σκέψη, έχει στήσει, και μας καλεί στην αναθεώρηση των κριτηρίων σύμφωνα με τα οποία κρίνεται η οικονομική ισχύς και αποτελεσματικότητα, θεωρώντας την οικονομία όχι πλέων ως αυτόνομο σύστημα, αλλά ενταγμένη στο κοινωνικό πλαίσιο που τις ορίζουσές του καθορίζουν πρωταρχικά οι παράγοντες της ισχύος. Τώρα πια είναι φανερό ότι η κυβερνήσεις του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ακολούθησαν με ευλάβεια αυτό το στόχο, υποτάσσοντας την οικονομία στην εξυπηρέτηση των πολιτικών του στόχων θα πρέπει να αναζητηθεί και η ερμηνεία της σημερινής ασκούμενης οικονομικής πολιτικής του Ερντογάν. Παρόμοια ιστορικά παραδείγματα, θα μπορούσαν, με όλες τις υπάρχουσες διαφορές, να αναζητηθούν στη μιλιταριστική Ιαπωνία και στη ναζιστική Γερμανία της δεκαετίας του 1930.
  10. Η επιχειρούμενη αλλαγή της οικονομικής πολιτικής του προέδρου Ερντογάν, σε τελευταία ανάλυση, καθοδηγείται από ένα στρατηγικό και ένα τακτικό στόχο: να αυξήσει τους βαθμούς ελευθερίας της τουρκικής οικονομίας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και να κερδίσει τις εκλογές του 2023 ώστε να διατηρηθεί στην εξουσία. Το ζήτημα είναι ότι ο βραχυχρόνιος τακτικός στόχος αποτελεί προϋπόθεση για την επίτευξη του στρατηγικού στόχου. Επομένως διαβλέπω μια ενοποίηση των δύο στόχων ως προς την άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Σε αυτό το σχεδιασμό εντάσσεται η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων σε μια προσπάθεια να αποφύγει οποιαδήποτε νομισματική προσαρμογή (αύξηση των επιτοκίων) η οποία θα προκαλούσε αναπόφευκτα συρρίκνωση της παραγωγικής δραστηριότητας, αύξηση της ανεργίας και μείωση των μισθών για μια αρκετά μεγάλη περίοδο που σαφώς θα υπερέβαινε την περίοδο μέχρι τις εκλογές. Αυτό προφανώς είναι κάτι που δεν το επιθυμεί ο Ερντογάν, δεδομένου ότι θα λειτουργούσε εναντίον του στην εκλογική διαδικασία. Η επιμονή του προέδρου Ερντογάν στο χαμηλό κόστος του δανεισμού στις εγχώριες επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά,στοχεύει στη συνεχή παραγωγή νέων θέσεων εργασίας και θα του διασφαλίσει τη νίκη στις εκλογές του 2023.
  11. Ο πρόεδρος Ερντογάν στοιχηματίζει ότι μέσω της επεκτατικής πιστωτικής πολιτικής και των χαμηλών επιτοκίων και το ασθενές νόμισμα θα δώσουν ώθηση στη μεταποίηση και στις εξαγωγές, και θα οδηγήσουν σε αύξηση των προσλήψεων, μειώνοντας έτσι τον έλεγχο που ασκεί η αγορά στην τουρκική οικονομία. Ο πρόεδρος Ερντογάν και το οικονομικό του επιτελείο επιδιώκει πάση θυσία να τονώσει την αγορά επενδύσεων και αγαθών μέσω της μείωσης των επιτοκίων σε επίπεδο χαμηλότερο από τον πληθωρισμό. Αυτή η πολιτική η οποία ασκείται πλέον μακροχρονίως προκαλεί συνεχή διολίσθηση του τουρκικού νομίσματος κάτι που μέσω feed back επιδράσεων ανατροφοδοτεί- μέσω του εισαγόμενου πληθωρισμού- τον γενικό πληθωρισμό, και πάλι από την αρχή, αυτό προκαλεί νέα διολίσθηση του νομίσματος, δημιουργώντας ένα συνεχή ανατροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο.
  12. Εκείνο που διαφοροποιεί τη σημερινή περίοδο σε σχέση με την περίοδο Μπεράτ Αλμπαϊράκ, είναι νομίζω η απόφαση του Ερντογάν να μην ασχοληθεί ιδιαιτέρως με την ισοτιμία του νομίσματος. Δηλαδή ο Ερντογάν πραγματοποιεί ένα ακόμα βήμα στη μονόπλευρη αντίληψή του για τη λειτουργία της οικονομίας. Το επιχείρημα που διαθέτει είναι ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομία και η διατήρηση του όγκου των εξαγωγών αγαθών σε υψηλά επίπεδα των προηγουμένων χρόνων αλλά και η αύξηση των εισροών του τουριστικού εισοδήματος. (δες Γραφικές Παραστάσεις ). Βεβαίως η διατήρηση του ύψους των εξαγωγών γίνεται με όλο και περισσότερο δυσμενείς όρους εμπορίου (λόγω της συνεχούς διολίσθησης του νομίσματος). Η πολιτική αυτή δυσκολεύει αφάνταστα την προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω, είχαν αποτελέσει την αιχμή του δόρατος της τεράστιας αλλαγής που έχει επέλθει στην τουρκική οικονομία την περίοδο 2003-2016 και τη βοήθησε να εξελιχθεί σε μια ισχυρή αναδυόμενη οικονομία. Η προσέλκυση ΑΞΕ εξαρτάται, εκτός άλλων πολλών παραμέτρων, και από τη σχετική σταθερότητα του νομίσματος που εξασφαλίζει την διατήρηση της αξίας των επενδυμένων κεφαλαίων. Η ανακοίνωση του προέδρου Ερντογάν ότι η Τουρκία δεν θα προσπαθεί πλέον να προσελκύσει ξένες επενδύσεις προσφέροντας υψηλές αποδόσεις και ισχυρό νόμισμα, αποτελεί αφενός ένδειξη αδυναμίας της τουρκικής οικονομίας να συνεχίσει σε αυτό το μονοπάτι, για τους λόγους που έχουμε αναφέρει παραπάνω, και αφετέρου κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία επιχειρεί να κάνει ένα μεγάλο ποιοτικό άλμα το οποίο συνίσταται στην μεγαλύτερη ενσωμάτωση της υπάρχουσας τεχνολογίας που έχουν φέρει οι ΑΞΕ, στον εγχώριο παραγωγικό ιστό της χώρας, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει η χώρα βαθμούς ελευθερίας από τους εξωτερικούς παράγοντες.
  13. Πρόκειται για δοκιμασμένη συνταγή, καθώς έχει μετασχηματίσει αρκετές ασιατικές οικονομίες. Κλειδί όλης αυτής της συνταγής, για τις ασιατικές οικονομίες την περίοδο που αρχίζει από τη δεκαετία του 1970, ήταν η ενσωμάτωση και μετεξέλιξη της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για τα εξαγόμενα προϊόντα και βοηθά στις εξαγωγές, με παράλληλη απομόνωση της παραγωγικής της βάσης από τους κλυδωνισμούς των εξωτερικών αναταραχών. Παράλληλα υπήρχε μια σαφής ιεράρχηση και αλληλεξάρτηση των οικονομιών της Ανατολικής Ασίας, μέσω ενός συγκεκριμένου υποδείγματος που έγινε γνωστό ως το « Πέταγμα της Χήνας». Με απλά λόγια οδήγησε το πέταγμα η Ιαπωνία με την υψηλότερη τεχνολογία, ακολούθησαν η Ν. Κορέα και η Ταϊβάν με την τεχνολογία που δεν χρησιμοποιούσε πλέον η Ιαπωνία, στη συνέχεια ήταν η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ, η Μαλαισία με χαμηλότερη τεχνολογία. Τα κράτη αυτά ανήκουν σε μια ημι-περιφέρεια όπου διατηρούν ισχυρές ημεδαπές επιχειρήσεις, οι οποίες εξάγουν στην περιφέρεια τα προϊόντα τους, αλλά ταυτόχρονα εισάγουν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας από τον πυρήνα. Τα κράτη αυτά ενώ προηγουμένως συμπεριλαμβάνονταν στην περιφέρεια κατόρθωσαν να εκβιομηχανισθούν και σε συνάρτηση με το γεγονός της γειτονίας τους σε άφθονες πηγές πρώτων υλών και του χαμηλού κόστους εργατικού τους δυναμικού μεταμορφώθηκαν σε εξαγωγικές χώρες με υψηλό ανταγωνιστικό προϊόν λόγω του συγκριτικού τους πλεονεκτήματος. Η διαδικασία αυτή κράτησε δεκαετίες μέχρι την πραγμάτωση του σχεδίου. Πρόκειται όχι μόνο για μια μακρά διαδικασία αλλά και προϋποθέτει και συγκεκριμένες παραμέτρους – ιστορικές, πολιτισμικές, συγκυριακές, γεωγραφικές- που επέτρεψαν την επιτυχία του.

 

[1] Βλ., Κ. Μελάς, Ακτινογραφώντας την Τουρκική Οικονομία. Στο Κ. Μελάς – Σ. Λυγερός, Μετά τον Ερντογάν τι; Εκδόσεις Πατάκη, 2013.

[2] Βλ., Κ. Μελάς, Οικονομία και Υλικοί Παράγοντες Ισχύος, Περιοδικό Εθνικές Επάλξεις, Απρίλιος – Ιούνιος 2020

[3] Κ. Μελάς, Συναλλαγματικές εξελίξεις στην Ελλάδα, 1974-1989, Πάντειον Πανεπιστήμιο

[4] Αναγνωρίζουμε εύκολα την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική της Τουρκίας.

[5] Αναγνωρίζουμε και εδώ την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική της Τουρκίας.

[6] Κ. Μελάς, Συναλλαγματικές εξελίξεις στην Ελλάδα, 1974-1989, Πάντειον Πανεπιστήμιο

[7] Κ. Μελάς, Μακροοικονομικό υπόδειγμα ανοικτής οικονομίας, https://www.kostasmelas.gr/meletes/makrooikonomiko-ypodeigma-anoiktis-oikonomias/

[8]Βλ., Κ. Μελάς, Αγορά Συναλλάγματος και Ιδιωτικοποίηση Κινδύνου, Εκδόσεις Εξάντας,2002.

[9] Π. Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου, Θεμέλιο 1997, σελ. 204.