Ελλάδα και ΤουρκίαΠαύλος Χρήστου

Η οποιαδήποτε ανάλυση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας πρέπει να έχει οξύτατη αίσθηση της ιστορικότητας, της διαλεκτικής της και των αντιφάσεων της. Η απελευθερωτική δύναμη της ανάμνησης δεν καλείται εδώ να αποσπάσει το παρόν από την εξουσία του παρελθόντος, ούτε να εξοφλήσει ένα χρέος του παρόντος προς το παρελθόν. Βέβαια η Εθνική Στρατηγική, όπου και όταν υπάρχει, στηρίζεται κύρια στη διαφυλαγμένη κοινωνική εμπειρία και ιστορική Μνήμη. Η σχέση μας με το παρελθόν και η μετάδοση της μνήμης αποκτούν κεντρική σημασία τη στιγμή του Κινδύνου. Η μετάδοση της μνήμης γίνεται ένα πεδίο μάχης, όπου αναπτύσσεται μία «επαναστατική κατάσταση στην πάλη για την απελευθέρωση του καταπιεσμένου παρελθόντος». Η απελευθέρωση αυτή γίνεται πάντα προς την κατεύθυνση του μελλοντικού κόσμου. «Δεν υπάρχει μνήμη παρά στην κατεύθυνση του κόσμου που έρχεται». Η Εθνική Στρατηγική παράγεται μέσα από την αντιπαράθεση αυτού που υπάρχει, με εκείνο που το ίδιο βεβαιώνει ότι είναι και την αντίφαση μεταξύ υπαρκτού και της δυνατότητάς του.

Η αποσύνδεση του ορίζοντα προσδοκιών από το δυναμικό της παραδεδομένης εμπειρίας επιτρέπει κατ’ αρχήν, την ανάδυση-θέση μιας νέας εποχής και έτσι το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον αλλάζουν κατά τρόπο ιδιαίτερο. Υπό την πίεση προβλημάτων του παρελθόντος και του μέλλοντος, ένα Παρόν καλείται να δράσει κατά τρόπο ιστορικά υπεύθυνο, χωρίς να έχει γίνει εντελώς μεταβατικό λαμβάνοντας υπ’ όψη τις ανοικτές εναλλακτικές δυνατότητες του μέλλοντος. Η αξονική σχέση και διασύνδεση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, χωρίς πολλαπλασιαζόμενες αλληλοπιέσεις με κατεύθυνση και προσανατολισμό στην κινητοποίηση, εντάσσει το παρόν στη «φυσική» του διάσταση και το αποδεσμεύει από το επικοινωνιακό πλέγμα μιας εν δυνάμει επικίνδυνης «αλληλεγγύης» και από το πνεύμα του «παρελθοντικού και μελλοντικού» παρόντος.

Η Ελευθερία αποτελεί ουσιώδη ιδιότητα της Εθνικής Στρατηγικής, η οποία επιβεβαιώνεται ως απολύτως ανεξάρτητη μέσω της ελευθερίας της και επομένως η εθνική στρατηγική αποτελεί θεμέλιο της ύπαρξής της χάρη της ελευθερίας της. Αυτή η πρόσβαση στην αυτονομία παρακινεί την Κοινωνία-Έθνος, να αναπτύξει την εποπτεία της ίδιας του της δραστηριότητας και η άσκηση αυτής της ελευθερίας της επιτρέπει να υπάρχει. Αυτό που απαιτείται ως συνθήκη ύπαρξης της αυτοσυνείδησης της εθνικής στρατηγικής, είναι η έκκληση για ελεύθερη δράση. Εξάλλου, «ελεύθερος είναι αυτός που θέλει να καταστήσει ελεύθερο οτιδήποτε τον περιβάλλει».

Η ενότητα του Όλου και του μέρους στις διακρατικές σχέσεις «εν δυνάμει» αντιπάλων ή τουλάχιστον κρατών με «ανοιχτές» διαφορές και αντιπαραθέσεις είναι κατεξοχήν ιστορικό και πολιτικό θέμα. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις παρατηρούμε διαχρονικά μια ασυνέχεια και αμφίπλευρες εναλλαγές, που δεν εξυπηρετούσαν κανένα ουσιαστικό στόχο. Αυτός ο κατακερματισμός της ενότητας, του Όλου και του μέρους οφείλεται κύρια στη μη ωρίμανση ή στη διαφορετική ανάπτυξη των πολιτικών τους συστημάτων. Έτσι το Απλό δεν υπήρξε πάντα ούτε κυρίαρχος προσανατολισμός, ούτε κυρίαρχη αντίληψη ως βάση και αρχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στις περιόδους αυξημένης έντασης όπου και οι δύο αποστέλλουν πολλαπλά και ενίοτε αντιφατικά «μηνύματα».

Η Ωφέλεια της Ελλάδας και της Τουρκίας από τη σύγκρουση που υπάρχει μεταξύ τους εξαρτάται από την αξία που η κάθε πλευρά δίνει στο απειλούμενο ή προς κατάκτηση αγαθό. Αυτή η αξία καθορίζεται από την εκάστοτε αλλά και τελική ανάγκη για ισχύ των δύο πλευρών. Αλλά οι δύο αντίπαλοι πόσο καλά γνωρίζουν πραγματικά την ανάγκη και την ισχύ τους, και την ανάγκη και την ισχύ του αντιπάλου. Και οι δύο δεν έχουν πλήρη πληροφόρηση για τα σχέδια του παγκοσμίου συστήματος για την περιοχή. Δεν γνωρίζουν αν η ανάγκη και η ισχύ τους θα μεταβληθούν σε σχέση με τον αντίπαλο. Αυτή η πληροφόρηση μπορεί να μεταθέσει ή να επισπεύσει μια στρατιωτική σύγκρουση, αφού ο σημερινά ισχυρότερος και ευρισκόμενος σε μικρότερη ανάγκη, δεν θέλει να βρεθεί στο μέλλον σε μειονεκτική κατάσταση και θέση. Το παγκόσμιο σύστημα οδηγεί στη λογική της σύγκλισης συμφερόντων που βασίζεται στην ανάγκη εξισορρόπησης μιας κοινής απειλής(;) και στην εξισορρόπηση μιας ανερχόμενης δύναμης. Οι ασύμμετρες κοινές συμμαχικές σχέσεις επιδεινώνουν την κατάσταση ανασφάλειας και αβεβαιότητας, παρέχοντας απλά ασφαλιστικές δικλείδες που καθησυχάζουν τις δύο πλευρές για το μέλλον τους.

Εδώ είναι φανερό ότι η σύγκρουση εξελίσσεται σε ένα παίγνιο, γεμάτο μπλόφες, στρατηγικές παραπλάνησης και ψεύδους αλλά και πραγματικές στρατηγικές απειλών, άμυνας, επίθεσης και σε αμοιβαίες προσπάθειες ακύρωσης ισχύος και προσωρινού συμβιβασμού. Ποιος όμως έχει τα χειρότερα χαρτιά και αναγκάζεται να μπλοφάρει, αφού αν περιμένει την κίνηση του αντιπάλου, θα χάσει οπωσδήποτε; Ποια αξία έχει η μπλόφα, όταν ο αντίπαλος έχει καλλίτερα χαρτιά; Εκτιμούμε ότι η Τουρκία έχει μέτρια χαρτιά και παίζοντας με λανθασμένη στρατηγική, μπλοφάρει συνεχώς. Πρόκειται για μια αδιέξοδη στρατηγική μπλόφας, που την ακολουθεί επειδή πιστεύει ότι η Ελλάδα θα αποσύρεται από όλες τις παρτίδες. Εφόσον η Ελλάδα δεν αποφασίσει να διεκδικήσει τα πραγματικά και νόμιμα δικαιώματά της, η Τουρκία -χωρίς κόστος- θα συνεχίσει να ακολουθεί την ίδια στρατηγική, μέχρι να επιτύχει κάποιες από τις διεκδικήσεις της. Προκύπτει αβίαστα ότι, για να αλλάξει αυτός ο φαύλος κύκλος πρέπει να εγείρουμε και εμείς τις νόμιμες διεκδικήσεις μας. Τότε μόνο η Τουρκία προ του κινδύνου να χάσει, θα λογικευτεί. Η στρατηγική αυτή είναι υποχρεωτική, επειδή τελικά ο καθένας παίρνει την απόφαση που είναι η καλλίτερη γι’ αυτόν, δεδομένων των επιδιώξεών του και των αποφάσεων των άλλων. Και βέβαια στα πολύπλοκα παίγνια οι αντιδράσεις των παικτών δεν μπορούν να περιγραφούν από την «ισορροπία».

Η Τουρκία σήμερα χρησιμοποιεί από τον αμιγή πόλεμο το χαρακτηριστικό-στοιχείο της εχθρότητας και από τον πραγματικό πόλεμο τα χαρακτηριστικά-στοιχεία της μεγαλύτερης δραστικότητας και του κατακερματισμού της πολιτικής δραστηριότητας σε πολλές μεμονωμένες ενέργειες. Μένει να διευκρινιστεί αν θα παραμείνουν μέσα στο κράτος της δυο βουλήσεις-πολιτικοί/στρατιωτικοί (μη ύπαρξη ενιαίου πολιτικού σκοπού του πολέμου/κατακερματισμός πολεμικής δραστηριότητας) ή αν θα υπερισχύσει η βούληση των στρατιωτικών που θα γίνει η μια και μόνο βούληση του κράτους της (ενιαίος πολιτικός σκοπός, επιδίωξη μιας και μόνο αποφασιστικής μάχης-πολέμου). Αν επικρατήσουν οι στρατιωτικοί ή οι υποστηρικτές τους θα υπάρξει πλήρη επαναφορά στον αμιγή πόλεμο. Στην Κύπρο το 1974 η Τουρκία λειτούργησε μέσα στα πλαίσια του αμιγούς πολέμου: συγκέντρωση του υπαρξιακού και λοιπού δυναμικού στην εχθρότητα και στην ακραία βία, με μια μόνο στρατιωτική βούληση -όπου το κράτος και η ένοπλη δύναμη αποτελούσαν ενότητα- και επομένως ο πόλεμος συνιστούσε μια και μόνο μεγάλη μάχη και υπήρχε ενιαίος πολιτικός σκοπός.

Σε αυτό το περίεργο χρησιμοποιούμενο μίγμα αμιγούς-πραγματικού πολέμου (και μάλιστα σε μια ημιεμπόλεμη κατάσταση), οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις μακριά από προκαταλήψεις, ιδεοληψίες και «οράματα» οφείλουν και πρέπει να δρουν καθημερινά αξιόπιστα, αποτελεσματικά, με αποδεδειγμένη δυναμικότητα, στέλνοντας ξεκάθαρα μηνύματα ώστε να εξαναγκάσουν την Τουρκία να παραιτηθεί από τους «οραματισμούς» της. Η χρησιμοποίηση του στρατιωτικού οργάνου (οργανωμένη κρατική βία προς τα έξω) αποτελεί βασική αρμοδιότητα, ευθύνη και υποχρέωσή της κυβερνητικής-πολιτικής εξουσίας που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αρνείται ή να αγνοεί τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες εξελίξεις στην περιοχή ή να διατηρεί-συντηρεί επικίνδυνες ψευδαισθήσεις. Η απώθηση των εθνικών ζητημάτων για διευθέτηση στο απώτερο μέλλον, δημιουργεί ηττοπάθεια και είναι ο ασφαλέστερος τρόπος περιθωριοποίησης, στρατηγικής υποβάθμισης, γεωπολιτικής αποσύνθεσης και μείωσης της ισχύος.

Η άποψη της εκλογίκευσης της Τουρκίας μέσω της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντανακλά και περιέχει τα λάθη της ελληνικής εθνικής πολιτικής, αφού οι «ευρωπαϊκές αξίες» και το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» μικρή αξία έχουν για την Τουρκία (είναι τόσο εύπλαστες και ελαστικές), αλλά και επειδή η νομιμόφρων ευρωπαϊκή ελληνική άρχουσα τάξη δεν φαίνεται ότι μπορεί να «θυσιάσει» τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό για κάποιες «συνοριακές διαφορές», ενώ η Τουρκία θα πιέζει την αδιάφορη Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα για ένα ολικό διάλογο (Αιγαίο-Κύπρος), προκειμένου να επιτύχει μια συνολική επικερδή λύση. Όσο και αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα «περιορίζει» τις εθνικές μας επιδιώξεις, πρέπει να γνωρίζουμε ότι και τον περιορισμένο σκοπό τον επιτυγχάνουμε με ολοκληρωτικές νίκες. Δεν μπορούμε να διαφυλάξουμε την κυριαρχία μας με νόθες στρατηγικές και πολιτικές που σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο οριοθετούνται και εξαντλούνται μεταξύ στρατιωτικής επιτήρησης και ένοπλης παρατήρησης. Θα αναγκαστούμε σε μια «αναγνώριση» δικαιωμάτων του εχθρού που θα σημαίνει απεμπόληση των δικών μας δικαιωμάτων.

Η προτεραιότητα της πολιτικής στη σύγκρουση είναι δεδομένη ως θεωρητική πρόταση και όχι ως συμβουλή προς δράση και αποτρέπει την αναδρομή στα άκρα. Βέβαια, ιστορικά, η υποταγή της σύγκρουσης στην πολιτική δεν επέτρεψε ειρηνικές σχέσεις μεταξύ των κρατών. Εάν όμως η σύγκρουση αποκλείει την εμπλοκή της πολιτικής τότε η Ειρήνη θα κινδύνευε συνεχώς και δεν θα υπήρχε περιορισμός των στρατιωτικών επιχειρήσεων, χάριν της πολιτικής αναγκαιότητας.