Παγκόσμιος φόρος στις πολυεθνικές: ένα μικρό βήμα μπροστά, αλλά όχι αρκετόΚώστας Μελάς

1.

Ιστορική αλλαγή, απλό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση ή πονηρή κίνηση των ΗΠΑ; Δυνητικά στη πρόταση για τη φορολόγηση των πολυεθνικών μπορεί να συνυπάρχουν και οι τρεις εκδοχές. Εξηγούμε:

Σίγουρα είμαστε μακριά από το να υποστηρίξουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική αλλαγή στην πραγματικότητα των διεθνών οικονομικών εξελίξεων. Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο φαίνεται κατώτερο των προσδοκιών, αναφορικά με το ύψος του ελάχιστου ποσοστού φόρου, αλλά και άλλων σημείων που δεν επιτρέπουν τη φορολόγηση μεγάλων πολυεθνικών εταιριών (π.χ. Amazon). Επίσης δεν έχει γίνει πλήρης επεξεργασία διαφόρων τεχνικών λεπτομερειών που όμως έχουν μεγάλη σημασία για την έκβαση του εγχειρήματος (π.χ. κοινή βάση υπολογισμού του φόρου).

Παρόλα αυτά, είναι μια συμφωνία που αφήνει το αποτύπωμά της στο συμβολικό – ιδεολογικό επίπεδο: δείχνει με σαφήνεια ότι όταν υπάρχει η πολιτική βούληση των κυβερνήσεων (ειδικά αυτών που ηγούνται) η φορολόγηση των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων είναι εφικτή και μπορεί να γίνει, κάτι που τα τελευταία 40 χρόνια αρνιόντουσαν πεισματικά οι θιασώτες της παγκοσμιοποίησης με τη μορφή που αυτή πραγματοποιήθηκε.

Συνεπώς είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση το οποίο όμως απαιτεί αφενός να ολοκληρωθεί σε θεσμικό επίπεδο και στη συνέχεια να προχωρήσει η εφαρμογή του. Στην καλύτερη των περιπτώσεων οι διαδικασίες για την επιβολή του ελάχιστου φόρου μπορούν να ολοκληρωθούν το 2023.  Γι’ αυτό θα πρέπει να έχει προηγηθεί τελική έγκριση σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής των G20 τον Οκτώβριο στη Ρώμη, έγκριση σχετικής νομοθεσίας από το αμερικανικό Κογκρέσο (και ειδικά τη Γερουσία) ─ει δυνατόν πριν τις ενδιάμεσες εκλογές του 2022─ και έγκριση και εφαρμογή σχετικής Οδηγίας της ΕΕ έως το 2023. Το πόσο ρεαλιστικό είναι κάτι τέτοιο θα κριθεί από τις πολιτικές εξελίξεις (ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία) αλλά και από τη βούληση των υπολοίπων μεγάλων χωρών Κίνας, Ινδίας κ.τ.λ.

Παράλληλα εκφράζονται απόψεις ότι τελικά κερδισμένες από όλη την νέα αρχιτεκτονική θα είναι οι ΗΠΑ, δεδομένου ότι σε αυτές ανήκουν οι περισσότερες μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις. Οι αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ θα έχουν πολύ μικρότερα οφέλη –ειδικά αν ισχύσει η πρόταση των ΗΠΑ για απαλοιφή του διαδικτυακού φόρου που έχουν επιβάλει οι Ευρωπαϊκές χώρες─ και οι υπόλοιπες χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου ελάχιστα.

2.

Η συμφωνία στηρίζεται σε δύο πυλώνες: Ο πρώτος είναι ο πιο γνωστός λόγω της δημοσιοποίησής του από τα ΜΜΕ: ένας ελάχιστος παγκόσμιος φορολογικός συντελεστής του 15% με στόχο την αποτροπή να καταφεύγουν οι πολυεθνικές σε εξωχώριους φορολογικούς παραδείσους. Επί της ουσίας, εάν μια χώρα εφαρμόζει φορολογικό συντελεστή στα εταιρικά κέρδη, μικρότερο του 15% (ας υποθέσουμε 6%) η χώρα στην οποία ανήκει η πολυεθνική εταιρία μπορεί να εισπράξει το υπόλοιπο 9% (τη διαφορά 15% – 6%). Στην περίπτωση αυτή δεν θα υπήρχε ενδιαφέρον για την πολυεθνική επιχείρηση να μεταφέρει τα έσοδά της σε μια νομική δικαιοδοσία – χώρα με χαμηλό ποσοστό φορολόγησης.

Η ιδέα του ελάχιστου ποσοστού φόρου δεν είναι νέα. Ο ΟΟΣΑ εργάζεται πάνω σε αυτό πολύ καιρό, αλλά οι διαπραγματεύσεις ήταν αργές και έγιναν περισσότερο αργές λόγω της αντίθεσης της προηγουμένης διοίκησης ΗΠΑ (Τραμπ) αλλά και ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών όπως η Ολλανδία (υπέρμαχος του φορολογικού ανταγωνισμού), η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο (περιπτώσεις σχεδόν «φορολογικών παραδείσων»). Δηλαδή ο ελάχιστος φορολογικός συντελεστής θα στερούσε από τις πολυεθνικές να χρησιμοποιούν το λεγόμενο profit shifting. Δηλαδή την πρακτική να μεταφέρουν τα κέρδη σε χώρες με χαμηλό συντελεστή όπου ουσιαστικά οι καταβαλλόμενοι φόροι είναι σχεδόν ανύπαρκτοι. Μια πρακτική που επιτυγχάνεται κυρίως με την τεχνική αγοροπωλησία μεταξύ των θυγατρικών εταιριών τους σε διάφορες χώρες [1].

Για να δώσουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, την περίπτωση της Google η οποία διατηρεί τις άδειες των αλγορίθμων της στη θυγατρική της στις Βερμούδες και στη συνέχεια στις διάφορες θυγατρικές της (Google Ιταλία, Google Γαλλία, Google Αυστραλία κ.α.). Λόγω αυτών των πρακτικών οι πολυεθνικές καταφέρνουν να αφαιρούν από τις δημοσιονομικές αρχές των χωρών περίπου 400 δις δολάρια (338 δις ευρώ) ετησίως. Φυσικά οι υπολογισμοί δεν είναι ακριβείς δεδομένης της φύσης του φαινομένου.

Οι βασικοί όροι της συμφωνίας έχουν δεχθεί σκληρή κριτική από ειδικούς και οικονομολόγους για διάφορους λόγους. Ο πρώτος επειδή το ποσοστό φορολόγησης 15,0% είναι χαμηλό. Το μέσο ποσοστό φορολόγησης στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 25,0%. Οι ΗΠΑ, ως γνωστό, είχαν προτείνει 21,0%, αλλά οι Ευρωπαίοι ζήτησαν μικρότερο ποσοστό προκειμένου να βρίσκεται πιο κοντά στα ποσοστά που εφαρμόζουν οι ευρωπαϊκοί «φορολογικοί παράδεισοι» όπως π.χ. η Ιρλανδία που εφαρμόζει ποσοστό 12,5%. Ειρήσθω εν παρόδω, στα τέλη του 1980 το 50,0% των κερδών των επιχειρήσεων ΗΠΑ «πήγαιναν» σε φορολογικά έσοδα –ομοσπονδιακά και επιμέρους states─ ενώ το 2018 αντίστοιχα το 14,0%.Με ποσοστό φορολόγησης 25,0%, που θεωρείται από πολλούς ένα δικαιότερο ποσοστό οι χώρες της ΕΕ θα εισέπρατταν 167,8 δις ευρώ έναντι 48,3 δις ευρώ με ποσοστό 15,0%.

Ο δεύτερος πυλώνας είναι λίγο πιο περίπλοκος. Αφορά μόνο στις εταιρίες που παρουσιάζουν περιθώριο κέρδους υψηλότερο του 10,0% (δηλαδή τα κέρδη τους ανέρχονται σε ποσοστό υψηλότερο του 10,0% των εσόδων τους). Και επίσης έχουν έσοδα πάνω από 20 δις δολάρια. Το 20,0% των κερδών που υπερβαίνουν το 10,0% μπορούν να φορολογηθούν στις χώρες που οι εταιρίες έχουν τους καταναλωτές τους εφαρμόζοντας τα τοπικά ποσοστά φορολόγησης των επιχειρηματικών κερδών. Δίνουμε ένα παράδειγμα: μια εταιρία με έσοδα 10 δις ευρώ και κέρδη 2 δις ευρώ έχει περιθώριο κέρδους 20,0%. Το ποσοστό που υπερβαίνει το 10,0% ισοδυναμεί με 1 δις ευρώ. Στο 20,0% αυτού του ποσού, δηλαδή στα 200 εκατομμύρια ευρώ, π.χ. η Ελλάδα θα μπορούσε να εφαρμόσει το ισχύον ποσοστό φορολόγησης 22,0% εισπράττοντας 44,0 δις ευρώ.

Ο δεύτερος πυλώνας απαιτεί μεγαλύτερη προσοχή. Στόχος του είναι να εξαναγκάσει τις πολυεθνικές να πληρώνουν ένα ποσοστό φόρων στις χώρες που παρουσιάζουν υψηλό όγκο πωλήσεων, ανεξαρτήτως αν η φυσική τους παρουσία είναι μικρή ή μέτρια. Για παράδειγμα, το Facebook. Το ζήτημα συνίσταται με το όριο 10,0% του περιθωρίου κέρδους που χρειάζεται να ισχύει ώστε να επιβληθεί η νέα φορολογία.

Υπάρχουν οικονομικοί κλάδοι, π.χ. η μόδα, όπου το περιθώριο κέρδους είναι συνήθως πολύ υψηλό. Άλλοι κλάδοι, όπως η σιδηρουργία ή η αυτοκινητοβιομηχανία που το περιθώριο είναι χαμηλό. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένοι κλάδοι παράγουν κέρδη και άλλοι όχι; Όχι βέβαια, διότι τα έσοδα εξαρτώνται και από τον όγκο των πωλήσεων.

Ο δεύτερος πυλώνας επιζητεί να επικεντρώσει τη φορολόγηση στον τόπο όπου η πολυεθνική πραγματοποιεί τα κέρδη της παρά στη χώρα όπου έχει φυσική παρουσία. Αυτή είναι η αλλαγή που μπορεί να επιφέρει μεγαλύτερο «κόστος» στις πολυεθνικές του διαδικτύου (και τελικά στη φορολογία ΗΠΑ), δεδομένου του ότι δεν έχουν ανάγκη σταθερών «εγκαταστάσεων» στις χώρες που λειτουργούν και συχνά έχουν ελάχιστη φυσική παρουσία.

Ο διάβολος όμως βρίσκεται στις λεπτομέρειες. Οι ΗΠΑ ζητούν –δηλώσεις της Γέλεν στη σύνοδο της Βενετίας─ με την εφαρμογή στην πράξη της μεταρρύθμισης πιθανά εντός του 2022, να αφαιρεθούν οι λεγόμενες web tax, που καμιά τριανταριά χώρες, μεταξύ των οποίων Ιταλία, Γαλλία και ΜΒ, εφαρμόζουν σήμερα στους κολοσσούς του web (διαδικτύου) όπως Facebook ή Google. Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, αν ισχύσει η πρόταση της Γέλεν οι κολοσσοί των ΗΠΑ μπορούν ακόμη και να κερδίσουν, καταβάλλοντας λιγότερους φόρους από αυτούς που καταβάλλουν σήμερα. Μακριά από τον χαρακτηρισμό «ιστορική στροφή» όπως αρκετοί πολιτικοί ηγέτες έσπευσαν να την ονομάσουν βρίσκεται η επιτευχθείσα συμφωνία, σύμφωνα με ορισμένες μελέτες που είδαν το φως της δημοσιότητας. Μία εξ αυτών [2] υποστηρίζει ότι με τους νέους κανονισμούς, οι κολοσσοί του διαδικτύου (ΗΠΑ) Google, Ebay, Amazon, Facebook, θα πληρώσουν λιγότερους φόρους από αυτούς που καταβάλουν σήμερα στη ΜΒ. Αυτό στην περίπτωση που το νέο καθεστώς, όπως ζητούν οι ΗΠΑ, αντικαταστήσει το διαδικτυακό φόρο (digital tax) που εφαρμόζεται σήμερα σε σειρά χωρών, όπως η ΜΒ, η Γαλλία, η Ιταλία κ.α. Συγκεκριμένα στη ΜΒ, εφαρμόζεται φόρος διαδικτύου 2,0% στις επιχειρήσεις που υπερβαίνουν έσοδα 25 εκατομμύρια στερλίνες (29 εκατομμύρια ευρώ) που παράγονται από προσφερόμενες υπηρεσίες στα κοινωνικά μέσα, στη διευκόλυνση ερευνών, στις αγοραίες συναλλαγές. Στην Ιταλία ισχύει, για τις ίδιες προσφερόμενες υπηρεσίες, φόρος διαδικτύου 3,0%. Εάν αφαιρεθεί ο φόρος διαδικτύου, σύμφωνα με τη μελέτη, οι τέσσερις γίγαντες του διαδικτύου, θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν, στη ΜΒ, 232 εκατομμύρια στερλίνες (270 εκατομμύρια ευρώ).

Επίσης, από την άλλη πλευρά, το Λονδίνο «κατάφερε» να εξαιρέσει το City και συνεπώς τις διεθνείς τράπεζες που έχουν έδρα εκεί, από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή. Ακόμη το όριο του 10,0% στο περιθώριο κέρδους, στο δεύτερο πυλώνα, δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα στην Amazon [3] η οποία έχει χαμηλό περιθώριο κέρδους λόγω ότι έχει υψηλά κόστη αλλά κερδίζει δισεκατομμύρια χάριν τον τεράστιο όγκο των πωλήσεων.

Φαίνεται, συνεπώς ότι συνολικά η μεταρρύθμιση λειτουργεί υπέρ των ΗΠΑ, οι οποίες παραχωρούν λίγους σχετικά πόρους στις άλλες χώρες, διαφυλάσσουν τους εθνικούς τους πρωταθλητές του διαδικτύου και αυξάνουν τους συντελεστές της παγκόσμιας φορολόγησης βεβαίως όχι όσο θα ήθελαν (η πρόταση των ΗΠΑ ως γνωστόν ήταν για 21,0%). Η Ευρώπη, από τη μεριά της, για την ώρα, αντιστέκεται στην άρση του web tax, ενώ διαπραγματεύτηκε και συμφώνησε στη μείωση του ελάχιστου ποσοστού φόρου στο 15,0%. Η συμφωνία δεν φαίνεται να ικανοποιεί τις φτωχές-αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη δεδομένου ότι ουσιαστικά τις αφήνει χωρίς ουσιαστικά έσοδα παρότι οι περισσότερες πολυεθνικές λειτουργούν στον εθνικό τους χώρο.

3.

Πόσο θα στοιχίσει ο ελάχιστος παγκόσμιος φόρος στις πολυεθνικές; Σύμφωνα με τη μελέτη του νεοϊδρυθέντος ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου EUTAX OBSERVATORY [4], υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπολογίζονται τα αναμενόμενα έσοδα ανά χώρα, και ανάλογα με το ποσοστό του φορολογικού συντελεστή. Αναφέρω ενδεικτικά τις χώρες με τα υψηλότερα αναμενόμενα έσοδα (σε δις ευρώ), με βάση τα διαφορετικά ποσοστά φορολόγησης (κατά σειρά : 15%, 21,0%, 25,0%, 30,0%).

Χώρες 15% 21% 25% 30%
ΗΠΑ 40,7 104,4 165,4 245,4
Καναδάς 16,2 27,2 34,7 44,2
Βέλγιο 10,5 15,6 19 23,3
Ιρλανδία 7,2 11,3 14 17,3
Ιαπωνία 6 14,4 28,7 61,7
Γερμανία 5,7 6,6 29,1 69,1
Κίνα 4,5 12 30,2 53,1
Γαλλία 4,3 16 26,1 39,2
Λουξ/ργο 4,1 6,3 7,9 9,9
         
Ελλάδα 0,1 0,6 1,6 2,9
Ινδία 0,5 1,1 1,5 2,2

 

Πηγή: Mona Barake, Theresa Neef, Paul-Emmanuel Chouc, Gabriel Zucman, Collecting the tax deficit of multinational companies: simulations for the european union, EUTAX OBSERVATORY, June 2021.

 

Έτσι γίνεται εμφανής η μεγάλη διαφορά των εσόδων αν η φορολόγηση γίνει με ποσοστό 15,0% και 25,% που αποτελεί, όπως είπαμε το μέσο ποσοστό της φορολογικής απορρόφησης των χωρών του ΟΟΣΑ. Επίσης δια γυμνού οφθαλμού παρατηρείται ότι η μερίδα του λέοντος των εσόδων κατευθύνεται στις ΗΠΑ και με μεγάλη απόσταση στις υπόλοιπες μεγάλες οικονομίες του πλανήτη (Γερμανία, Γαλλία, Κίνα, Ιαπωνία, Καναδά, Ιταλία…). Για τις χώρες του αναπτυσσόμενου χώρου, όπως έχουμε αναφέρει προορίζονται ελάχιστα ποσά.

4.

Αναφέρω ορισμένα ακόμη σημεία που απορρέουν από το πλαίσιο της συμφωνίας.

Φορολογικός ανταγωνισμός

Η φιλοδοξία του νέου πλαισίου είναι να μεταθέσει το παράδειγμα της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών: από μια συνεχή κίνηση «προς τα κάτω» (λιγότεροι φόροι, λιγότερα δικαιώματα, λιγότεροι κανόνες, χαμηλότεροι μισθοί) προς μια κίνηση «προς τα πάνω» σύμφωνα με την οποία μια χώρα γίνεται περισσότερο ελκυστική γιατί διαθέτει εργατική δύναμη περισσότερο εκπαιδευμένη, επενδύσεις στην εκπαίδευση, στις υποδομές κ.τ.λ.

Κοινή βάση υπολογισμού των κερδών.

Για να μπορέσει να λειτουργήσει ο ελάχιστος φορολογικός συντελεστής σε παγκόσμιο επίπεδο, απαιτείται και η βάση υπολογισμού των εσόδων και των κερδών να είναι η ίδια σε όλες τις χώρες. Διαφορετικά μια χώρα θα μπορούσε να δεχτεί τον ενιαίο φορολογικό συντελεστή αλλά να αποφασίζει μόνη της πως και σε τι θα τον εφαρμόσει. Μέχρι τώρα δεν υπάρχει τεχνική επεξεργασία αποδεκτή σε αυτό το σημείο [5]. Επίσης ακόμη δεν έχει αποφασιστεί αν οι νέοι κανονισμοί θα εφαρμοστούν ξεχωριστά σε κάθε θυγατρική επιχειρησιακή μονάδα ή όχι. Σαφέστατα θα πρέπει να εφαρμοστεί η πρώτη περίπτωση αν πραγματικά θέλουν να αποφευχθούν οι ενδοομιλικές συναλλαγές (transfer pricing), που αποτελούν το βασικό μηχανισμό απόκρυψης των κερδών και να αναδυθεί μέρος των πραγματικών κερδών των πολυεθνικών επιχειρήσεων.

Εκπτώσεις φόρων

Επίσης, η πρόταση, δεν καλύπτει την περίπτωση των περιπτώσεων έκπτωσης φόρου (tax credit) τις οποίες πολλές χώρες του αναπτυσσομένου κόσμου παρέχουν στις πολυεθνικές επιχειρήσεις προκειμένου να προσελκύσουν επενδύσεις. Μια τέτοια περίπτωση αφορά στις εκπτώσεις φόρου που αφορούν τις δαπάνες  Έρευνας και Ανάπτυξης (R&D) μέσω των οποίων οι πολυεθνικές επιχειρήσεις μειώνουν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους.

Μια επιχείρηση εγκαθιστά μια θυγατρική επιχείρηση με κύρια δραστηριότητα τις δραστηριότητες Έρευνας και Ανάπτυξης, σε μια φορολογική δικαιοδοσία η οποία προσφέρει υψηλές εκπτώσεις φόρου για αυτές τις δραστηριότητες. Άλλες θυγατρικές συνδέονται με τη συγκεκριμένη θυγατρική προκειμένου να φέρει εις πέρας τις δραστηριότητες Έρευνας και Ανάπτυξης. Ο όμιλος καταγράφει όλες τις δραστηριότητες στη φορολογική δικαιοδοσία με τις μεγαλύτερες εκπτώσεις φόρου, ανεξαρτήτως στο χώρο όπου διενεργούνται οι δραστηριότητες- μεγιστοποιώντας την αποφυγή της φορολογίας. Ταυτόχρονα, οι προμήθειες που πληρώνονται από τις άλλες θυγατρικές είναι μειωμένες ως κόστος, χαμηλώνοντας τα φορολογούμενα κέρδη στις άλλες φορολογικές δικαιοδοσίες.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το ισχύον σύστημα φορολόγησης προέρχεται από το υπόδειγμα που αναπτύχθηκε από την Κοινωνία των Εθνών μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με βάση το οποίο υιοθετήθηκε ότι η φορολόγηση των επιχειρήσεων θα πραγματοποιείται στις φορολογικές δικαιοδοσίες όπου παράγονται τα προϊόντα και σε αυτές που είναι εγκαταστημένη η μητρική επιχείρηση. Οι κυβερνήσεις των χωρών, όπου παράγονται οι εισροές και συναρμολογούνται τα προϊόντα, μπορούν να φορολογούν τα κέρδη κατά τη διάρκεια κάθε σταδίου της παραγωγής. Η χώρα όπου βρίσκεται εγκαταστημένη η μητρική επιχείρηση φορολογεί τα συνολικά κέρδη. Η χώρα στην οποία πωλούνται τα προϊόντα δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλει φόρους, εκτός από τους (έμμεσους) φόρους κατανάλωσης. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις δεν απαιτείται να καταβάλουν φόρους στις κυβερνήσεις όπου πραγματοποιούνται οι πωλήσεις. Τα κέρδη από τις πωλήσεις φορολογούνται στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται εγκαταστημένη η μητρική επιχείρηση ως μέρος των συνολικών κερδών της επιχείρησης.

Όταν μια επιχείρηση επαναπατρίζει τα κέρδη της στη μητρική επιχείρηση και υπολογίζει τους φόρους στην χώρα όπου βρίσκεται αυτή εγκαταστημένη, ο νόμος επιτρέπει να αφαιρεθούν από την υποχρέωση φορολόγησης όλα τα επαναπατρισθέντα κέρδη που είχαν προηγουμένως φορολογηθεί στις ξένες δικαιοδοσίες, συμπεριλαμβανομένων των κερδών από την συναρμολόγηση και τις εισροές.

Το σύστημα έχει στόχο να εξασφαλίσει ότι κάθε χώρα που συμμετέχει στην αλυσίδα προσφοράς θα λαμβάνει το αναλογούν μερίδιο των κερδών, φορολογώντας κάθε μονάδα της πολυεθνικής επιχείρησης ως ξεχωριστή οντότητα.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί δικαιοσύνη, θεωρείται ότι κάθε θυγατρική που συμμετέχει στην αλυσίδα προσφοράς μεταπωλεί στις υπόλοιπες σε τιμές που θα ίσχυαν και στην περίπτωση που αυτή η μεταπώληση θα λάμβανε χώρα στην ελεύθερη αγορά.

Ο τρόπος που οι πολυεθνικές επιχειρήσεις αποφεύγουν την φορολόγηση είναι η χειραγώγηση των τιμών: αυξάνουν τις τιμές, δημιουργώντας τεχνική αύξηση του κόστους στο επόμενο στάδιο της παραγωγής, μειώνοντας τα κέρδη προς φορολόγηση. Ομοίως, εάν η επιχειρηματική οντότητα πουλά το προϊόν της κάτω από τις τιμές αγοράς, μειώνει το φορολογήσιμο κέρδος στη φορολογική τους δικαιοδοσία και χαμηλώνουν τα κόστη για την επόμενη επιχειρηματική οντότητα στην αλυσίδα προσφοράς.

Πρακτικά, χειραγωγώντας τις εσωτερικές τιμές μεταξύ των θυγατρικών οι πολυεθνικές επιχειρήσεις μειώνει το φορολογούμενο κέρδος. Μια επιχειρηματική οντότητα της πολυεθνικής εγκαταστημένη σε μια χώρα υψηλής φορολογίας πουλά το προϊόν της  σε μια θυγατρική της εγκαταστημένη σε χώρα με χαμηλή φορολόγηση σε τιμές κάτω από αυτές που ισχύουν στην αγορά, μειώνοντας τα κέρδη στην φορολογική δικαιοδοσία υψηλής φορολόγησης και χαμηλώνοντας τα κόστη για τη θυγατρική στη δικαιοδοσία χαμηλής φορολόγησης. Η θυγατρική αυτή πουλά το τελικό προϊόν στους διανομείς σε τιμές πάνω από τις αντίστοιχες της αγοράς έτσι ώστε να μεγιστοποιήσει τα έσοδα στη δικαιοδοσία χαμηλής φορολόγησης και να καταγράψει υψηλότερα κέρδη που θα φορολογηθούν με χαμηλότερο συντελεστή.

Μία πολυεθνική επιχείρηση μπορεί επίσης να διαφοροποιήσει τα κέρδη στις θυγατρικές της που βρίσκονται εγκαταστημένες σε φορολογικές δικαιοδοσίες χαμηλής φορολόγησης διαμέσου της πώλησης άυλων στοιχείων του ενεργητικού (τεχνολογικές καινοτομίες, φήμη, πνευματικά δικαιώματα). Τα στοιχεία αυτά καταγράφονται ως περιουσία της θυγατρικής. Στη συνέχεια αυτή μπορεί να επιβαρύνει άλλες θυγατρικές που τα χρησιμοποιούν, αυξάνοντας τα λειτουργικά κόστη και μειώνοντας τα κέρδη για εκείνες που βρίσκονται σε φορολογικές δικαιοδοσίες υψηλής φορολόγησης ενώ αυξάνει τα έσοδά της.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Δες στο Παράρτημα για μια αναλυτικότερη παρουσίαση του ζητήματος

[2] Tax Watch, «Will Facebook, Google, eBay and Amazon pay more in UK tax under the new global tax deal?»

[3] Ας δούμε την περίπτωση της Amazon στην Ευρώπη: Έσοδα 44 δις ευρώ, 12 δις περισσότερο από το 2019. Φόροι που πλήρωσε : μηδέν ευρώ. Η ευρωπαϊκή Amazon, έχει την φορολογική έδρα της στο Λουξεμβούργο, από όπου διαχειρίζεται τις πωλήσεις των θυγατρικών της στη ΜΒ, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία, Πολωνία, Σουηδία. Παρά την εκτόξευση των πωλήσεων και την αύξηση των εσόδων πάνω από 30%, ο όμιλος κατάφερε να παρουσιάσει ζημιές (sic) 1,2 δις ευρώ. Συνεπώς όχι μόνο δεν θα πληρώσει ούτε ένα ευρώ, αλλά δικαιούται και δάνειο φόρου 56 εκατομμύρια ευρώ.

[4] Mona Barake, Theresa Neef, Paul-Emmanuel Chouc, Gabriel Zucman, Collecting the tax deficit of multinational companies: simulations for the european union, EUTAX OBSERVATORY, June 2021.

[5] Joseph E. Stiglitz, The Global Tax Devil Is in the Details, Project Syndicates, Jul 6, 2021