Έκθεση στρατηγικών προβλέψεων της ΕΕ: Τα όρια της Φιλελεύθερης ΔημοκρατίαςΣτρατής Αλεξίου

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε πριν από λίγες ημέρες την ετήσια έκθεση για τις στρατηγικές προβλέψεις (European Commission’s 2023 Strategic Foresight Report), η οποία θέτει τους στόχους για τα επόμενα χρόνια.

Το 21 σελίδων έγγραφο απεικονίζει τις απόψεις της ΕΕ σχετικά με το πού πηγαίνει ο κόσμος και είναι ένας πρόχειρος οδηγός για την κατανόηση της ιδεολογίας της προέδρου της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

«Η εποχή που η φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν ένα μοντέλο προφανούς επιλογής έχει τελειώσει», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Μάρος Σέφτσοβιτς σε συνέντευξη Τύπου που παρουσίασε την έκθεση. Όπως αναφέρεται στο έγγραφο, «ο κόσμος διχάζεται ολοένα και περισσότερο μεταξύ Δύσης και Κίνας και η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι θεατής. Αντιμετωπίζουμε πολλές προκλήσεις, όπως: η άνοδος της γεωπολιτικής, η ανάγκη διασφάλισης της βιωσιμότητας και της ευημερίας των Ευρωπαίων, η εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης για τις φιλοδοξίες μας, η διασφάλιση ότι οι εργαζόμενοί μας διαθέτουν σχετικές δεξιότητες για τη μελλοντική οικονομία, η διάβρωση της κοινωνικής συνοχής και απειλές για το δημοκρατικό μας μοντέλο. Πρώτον, αντιμετωπίζουμε προκλήσεις στην αποτελεσματική διεθνή συνεργασία. Αυτό οφείλεται σε μια “μάχη αφηγημάτων” που έγινε “μάχη προσφορών” και η οποία σαφώς τώρα γίνεται “μάχη μοντέλων”. Για να το θέσω με άλλα λόγια, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η εποχή που η φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν το μοντέλο προφανούς επιλογής έχει τελειώσει. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αμφισβητούνται ολοένα και περισσότερο από μη φιλελεύθερα καθεστώτα ως το μοντέλο διακυβέρνησης που ταιριάζει καλύτερα σε αυξανόμενα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα. Αυτό μεταφράζεται σε αναζήτηση επιρροής, μεταξύ άλλων μέσω της υποστήριξης σε τρίτες χώρες, είτε πρόκειται για υποδομές, χρηματοδότηση είτε για εμπόριο. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να προωθήσουμε τη βιωσιμότητα στη διπλωματική μας προσέγγιση και τις αμοιβαία επωφελείς σχέσεις που βασίζονται στην εμπιστοσύνη και τα γεγονότα».

«Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι το παλιό μοντέλο παγκοσμιοποίησης, που βασίζεται στο ελεύθερο εμπόριο και τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, έχει ξεπεραστεί. Αντίθετα, εισερχόμαστε σε μια νέα εποχή “γεωοικονομίας”. Εν ολίγοις, αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη πρέπει να μειώσει τη στρατηγική της εξάρτηση σε άλλες χώρες και αντί να χρησιμοποιήσει τους εγχώριους πόρους της και να αυξήσει την παραγωγή στην ήπειρο», προστίθεται στο έγγραφο.

Επισημαίνει επίσης ότι η ΕΕ πρέπει να προσαρμόσει το καπιταλιστικό της μοντέλο σε μια νέα εποχή όπου οι «καθαρές μηδενικές» εκπομπές και η βιωσιμότητα αποτελούν πρωταρχικές προτεραιότητες. Μια ιδέα είναι να ληφθούν υπόψη μη οικονομικοί παράγοντες όπως το προσδόκιμο ζωής στις εκτιμήσεις του ΑΕΠ. Ο Σέφτσοβιτς επεσήμανε ότι με τους νέους κανόνες, το μέγεθος της οικονομίας της ΕΕ θα υπερβαίνει τις οικονομίες των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ινδίας.

«Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) πρέπει να διευρύνει τον ρόλο της και να παράσχει 620 δισεκατομμύρια ευρώ για τη χρηματοδότηση της Πράσινης Συμφωνίας, παρέχοντας ισχυρότερη υποστήριξη για στρατηγικές επενδύσεις που σχετίζονται με την ψηφιακή και την πράσινη μετάβαση», αναφέρει η έκθεση.

Η έκθεση αναφέρει επίσης, την αυξανόμενη ανισότητα ως ένα από τα σημεία εστίασης, επειδή, όπως αναφέρθηκε, η ζωή γίνεται πιο δύσκολη για τους εργαζόμενους με χαμηλότερα εισοδήματα, οι οποίοι φέρουν το βάρος της κλιματικής αλλαγής ενώ ξοδεύουν περισσότερα σε τρόφιμα, άλλα αγαθά και υπηρεσίες. Την ίδια στιγμή, η ανισότητα μεταξύ των χωρών της ΕΕ αυξάνεται, καθώς και το χάσμα πλούτου μεταξύ νέων και ηλικιωμένων.

Αναζητείται επίσης ένα νέο ευρωπαϊκό κοινωνικό συμβόλαιο που μας προετοιμάζει καλύτερα για ένα βιώσιμο μέλλον.

Αυτό θα περιλάμβανε την περαιτέρω προσαρμογή των πολιτικών πρόνοιας και της κοινωνικής προστασίας σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο – για παράδειγμα, για να ληφθούν υπόψη οι νέοι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα.

Το τελευταίο μέρος της έκθεσης επισημαίνει την κρίση της δημοκρατίας και αναλύει τα πολιτικά εμπόδια. Συμπεραίνεται ότι η πόλωση και η παραπληροφόρηση ωθούν τους ψηφοφόρους της ΕΕ προς λαϊκιστικά κόμματα.