Ουκρανία: Η στρατιωτική διάσταση σε τρεις παράλληλους πολέμουςΒαγγέλης Χωραφάς

Αυτή η φάση του πολέμου στην Ουκρανία που ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου με τη ρωσική εισβολή, είναι καταδικαστέα σε ό,τι αφορά τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου. Δημιούργησε φορτισμένες συναισθηματικά καταστάσεις σε ό,τι αφορά τους απλούς πολίτες στη Δύση, αλλά και έντονες αντιπαραθέσεις σε ό,τι αφορά τις γενεσιουργούς αιτίες αυτού του πολέμου. Πίσω όμως από τις στρατιωτικές συγκρούσεις και το χάος που δημιουργεί η προπαγάνδα που ακολουθεί κάθε πόλεμο ως οργανικό του μέρος, υπάρχουν σχεδιασμοί και συμφέροντα χωρών που είναι πλέον εμφανή.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία αφορά τρεις παράλληλες συγκρούσεις, στις οποίες εμπλέκονται πολλαπλοί πρωταγωνιστές, οι οποίοι χρησιμοποιούν διαφορετικά όπλα και έχουν διαφορετικούς στόχους.

Οι τρεις συγκρούσεις αφορούν, πρώτον τις πολεμικές επιχειρήσεις στο πεδίο, μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, δεύτερον, τον ευρύτερο συστημικό πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ και τρίτον, τη γεωπολιτική σύγκρουση ανάμεσα στη Δύση και τις αναδυόμενες δυνάμεις της Κίνας και της Ρωσίας και όχι μόνο, που στοχεύουν στην αλλαγή των παγκόσμιων συσχετισμών.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο επίπεδο, οι πολεμικές επιχειρήσεις αναμένεται να συνεχιστούν για απροσδιόριστο χρόνο, γιατί με τα σημερινά δεδομένα οι Ρώσοι δεν αναμένεται να ηττηθούν. Ωστόσο, οι Ουκρανοί πιστεύουν ότι κάποια στιγμή, το ΝΑΤΟ θα συμπαραταχθεί μαζί τους, ανατρέποντας την έκβαση της στρατιωτικής αναμέτρησης. Οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί και πολλά θα εξαρτηθούν από την έκβαση της αναμέτρησης στο Ντονμπάς.

Σε συστημικό επίπεδο, ο πόλεμος συνεχίζεται μεταξύ ΗΠΑ/ΝΑΤΟ και Ρωσίας. Η πρώτη διάσταση αυτού του πολέμου είναι επί του πεδίου. Εδώ η Ρωσία πολεμά με τις στρατιωτικές της δυνάμεις και το σύστημα ΗΠΑ/ΝΑΤΟ διεξάγει έναν πόλεμο διά αντιπροσώπων (proxy war) χρησιμοποιώντας τις ουκρανικές δυνάμεις και τον εγχώριο πληθυσμό. Η δεύτερη διάσταση αφορά τον επικοινωνιακό πόλεμο (προπαγάνδα και ψυχολογικές επιχειρήσεις). Εδώ η Δύση έχει κατορθώσει να επιβληθεί της Ρωσίας σε ό,τι αφορά τα δυτικά ακροατήρια, καθώς και σε ακροατήρια άλλων χωρών, αλλά η Ρωσία έχει καταφέρει να μειώσει τις δυτικές επιρροές στα ακροατήρια των χωρών των BRICS, που την ενδιαφέρουν περισσότερο. Η τρίτη διάσταση αφορά τον οικονομικό πόλεμο, το σύστημα των κυρώσεων που επιβάλλουν οι χώρες της Δύσης στη Ρωσία. Το ότι οι κυρώσεις επηρεάζουν αρνητικά τη Ρωσία, είναι αναμφίβολο. Το πώς έχει σχεδιάσει η Μόσχα τον μετριασμό των επιπτώσεων, είναι άγνωστο. Το πώς οι ίδιες οι κυρώσεις, ή τα αντίμετρα του οικονομικού πολέμου που λαμβάνει ή θα λάβει η Μόσχα, θα επηρεάσουν αρνητικά τις χώρες της Δύσης, θα φανεί στο άμεσο μέλλον.

Είναι σαφές ότι οι στόχοι και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού είναι θεμελιωδώς διαφορετικοί. Για ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη (Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία) στόχος φαίνεται να είναι η επίτευξη ταχείας αποκλιμάκωσης της σύγκρουσης, ώστε να αποφευχθεί η διάχυση του πολέμου σε χώρες της ΕΕ. Ο στόχος τους είναι να επιτευχθεί μια σταθερή ειρήνη σε σύντομο χρονικό διάστημα. Είναι αυτονόητο ότι για να είναι «σταθερή» η ειρήνη καμία πλευρά στο πεδίο δεν πρέπει να ηττηθεί εμφανώς. Δύσκολος στόχος, στο βαθμό που ήδη η Ρωσία έχει καταλάβει ένα σημαντικό μέρος του ουκρανικού εδάφους.

Για την Ουάσιγκτον, ωστόσο, ο στόχος είναι ριζικά διαφορετικός: είναι θέμα εκμετάλλευσης της ουκρανικής σύγκρουσης για να ηττηθούν οι φιλοδοξίες της Ρωσίας για επιστροφή σε καθεστώς «Μεγάλης Δύναμης». Βασικές συνιστώσες αυτής της πολιτικής είναι η αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα, καθώς και η αναζωογόνηση και συσπείρωση του ΝΑΤΟ για να χρησιμοποιηθεί αργότερα σε μια αντικινεζική κατεύθυνση. Άλλες συνιστώσες είναι ο τερματισμός των φιλοδοξιών περί ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας και η αύξηση της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ από τις ΗΠΑ, με παράλληλη μείωση του ευρωπαϊκού οικονομικού ανταγωνισμού προς τις ΗΠΑ.

Είναι σαφές ότι οι στόχοι των ΗΠΑ δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς πρώτα μια εμφανή ρωσική ήττα. Αυτό για να επιτευχθεί, μπορεί να χρειαστεί να κλιμακωθεί η σύγκρουση για μήνες, ή ίσως χρόνια. Η διευκόλυνση μιας λύσης μέσω διαπραγματεύσεων δεν φαίνεται να συνάδει με τους στόχους της Ουάσιγκτον που θέλουν την πτώση του Πούτιν και ως εκ τούτου, την ηχηρή ήττα του.

Η εκτεταμένη χρήση οικονομικών κυρώσεων (που μέχρι τώρα στη Βενεζουέλα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα δεν οδήγησαν ποτέ στην πτώση του καθεστώτος) υποδηλώνει μια προοπτική, για πολλά χρόνια, διακοπής των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία. Μια μακρά διακοπή που μπορούν να αντέξουν οικονομικά οι ΗΠΑ, αλλά που για πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές οικονομικές απώλειες, με άγνωστες κοινωνικές συνέπειες.

Η τρίτη σύγκρουση, αυτή που διεξάγεται σε γεωπολιτικό επίπεδο, αφορά τις ΗΠΑ και τις αναδυόμενες δυνάμεις που αμφισβητούν τους διεθνείς συσχετισμούς, με επικεφαλής τη Κίνα και τη Ρωσία.

Είναι σαφές ότι η Ουάσιγκτον θέλει να στείλει ένα μήνυμα στο Πεκίνο σε σχέση με την Ταϊβάν, για να ενημερώσει τους Κινέζους ότι όπως οι ΗΠΑ κατάφεραν να συγκεντρώσουν έναν μεγάλο συνασπισμό για να αντιμετωπίσουν τους ρωσικούς στόχους στην Ουκρανία, έτσι θα μπορούν να κάνουν για να προστατεύσουν την ανεξαρτησία της Ταϊβάν και ότι ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, τα όπλα θα ήταν πάνω από όλα οικονομικής φύσης, αυτά που ίσως φοβάται περισσότερο το Πεκίνο.

Ανεξάρτητα από τη μοίρα της Ταϊβάν, για την οποία ο μέσος Αμερικανός ψηφοφόρος ενδιαφέρεται πολύ λίγο, παίρνοντας την ευκαιρία από τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ προσπαθούν να διαμορφώσουν δύο στρατόπεδα και να υποχρεώσουν διάφορες χώρες να επιλέξουν με ποιον θα ταχθούν: με τον «δημοκρατικό κόσμο» ή με τον «αναθεωρητικό κόσμο» με επικεφαλής τη Κίνα και τη Ρωσία.

Ένας διχασμός του κόσμου σε δύο μπλοκ που ίσως θα βρίσκονταν σε αντιπαράθεση περισσότερο με οικονομικούς περιορισμούς και διασταυρούμενες κυρώσεις, παρά με όπλα. Είναι άγνωστο το ποιες θα είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις μιας τέτοιας διαίρεσης, ειδικά για εκείνες τις χώρες, περιλαμβανομένων και των ευρωπαϊκών, των οποίων οι οικονομίες εξαρτώνται περισσότερο από τις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές με χώρες που δεν είναι αποδεκτές από την Ουάσιγκτον.

Ωστόσο, όλοι αυτοί οι σχεδιασμοί, τουλάχιστον από πλευράς Δύσης, μπορεί να ανατραπούν και θα χρειαστούν αναθεώρηση, αν η Ρωσία κερδίσει στρατιωτικά τον πόλεμο και αν καταλάβει ένα σημαντικό μέρος του ουκρανικού εδάφους.

Και αυτό, γιατί μέχρι τώρα, οι στρατιωτικές εξελίξεις κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.

ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Το Γενικό Επιτελείο της Ρωσίας είχε καταστρώσει 22 σχέδια για την εισβολή στην Ουκρανία. Όλα βρίσκονταν κάτω από τη γενική κατεύθυνση της «αποστρατιωτικοποίησης» και της «αποναζιστικοποίησης» στην οποία είχε αναφερθεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν.

Η αποστρατιωτικοποίηση και η αποναζιστικοποίηση διαμορφώνονται σε δύο επίπεδα, σε στρατιωτικό και σε πολιτικό. Σε στρατιωτικό επίπεδο, αποστρατιωτικοποίηση σημαίνει καταστροφή της στρατιωτικής υποδομής της Ουκρανίας για να μην μπορεί να ανασυγκροτηθεί στρατιωτικά χωρίς να περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Αποναζιστικοποίηση σε στρατιωτικό επίπεδο, σημαίνει τη φυσική εξουδετέρωση των ναζιστικών και ακροδεξιών εθνικιστικών δυνάμεων.

Σε πολιτικό επίπεδο, αποστρατιωτικοποίηση σημαίνει ουδετεροποίηση της Ουκρανίας, μέσα από ένα μοντέλο (Φινλανδίας, Αυστρίας, Ελβετίας κλπ) που θα συμφωνηθεί. Αποναζιστικοποίηση σημαίνει απομάκρυνση όλων των ναζιστικών και ακροδεξιών εθνικιστικών ομάδων, από τα κέντρα λήψης αποφάσεων του Κιέβου.

Με τις προτεραιότητες αυτές, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις διεξήχθησαν στην πρώτη φάση σε τρεις υπο-φάσεις. Η δεύτερη φάση αναμένεται να ξεκινήσει από τα μέσα Απριλίου και μετά, όταν θα έχουν ετοιμασθεί οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις για την επίθεση στο Ντονμπάς.

Πρώτη υπο-φάση

Η αιχμή της πρώτης φάσης ήταν το πρώτο τριήμερο του πολέμου. Οι Ρώσοι είχαν τη δική τους εκδοχή του δόγματος «Σοκ και Δέος» με βάση το οποίο οι στρατιωτικές επιχειρήσεις διεξάγονται με πλήρη ισχύ και με ελάχιστους, έως καθόλου περιορισμούς. Η διαφορά με το αμερικανικό δόγμα, είναι η μαζική χρησιμοποίηση συγχρόνων πυραύλων μεγάλης ακριβείας, περιλαμβανομένων και υπερηχητικών, μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς. Σε τεχνικό επίπεδο, οι ρωσικές δυνάμεις είναι οργανωμένες σε BTG (Battalion Tactical Group) που διαφέρουν σημαντικά από την οργάνωση σε BCT (Brigade Combat Team) που ακολουθούν οι δυνάμεις των ΗΠΑ.

Οι ρωσικές δυνάμεις ερχόμενες ταυτόχρονα από πολλές κατευθύνσεις, χρησιμοποιώντας το πυραυλικό δυναμικό τους και την υπεροχή στον αέρα, κατόρθωσαν να καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής υποδομής της Ουκρανίας, μέσα σε σχεδόν 48 ώρες.

Η κεντρική διοίκηση και τα δίκτυα επικοινωνιών του ουκρανικού στρατού, έχουν καταστραφεί. Αν και η ρωσική αεροπορία δεν παίζει τόσο σημαντικό ρόλο όσο πίστευαν οι περισσότεροι, κυριαρχεί στον ουρανό. Η απαραίτητη υποδομή για τον ανεφοδιασμό του ουκρανικού στρατού(αεροδρόμια, λιμάνια, δρόμοι, σιδηροδρομικό δίκτυο) έχει καταστραφεί σε μεγάλο μέρος, ή ελέγχεται από τις ρωσικές δυνάμεις.

Σε στρατιωτικό επίπεδο αυτό σημαίνει ότι ο ουκρανικός στρατός δεν διαθέτει πλέον τις δυνατότητες και τα μέσα να ανασυγκροτηθεί, να αντεπιτεθεί και να διώξει τους Ρώσους από την Ουκρανία. Και δεν θα τα έχει για πολύ καιρό.

Ταυτόχρονα, οι ρωσικές δυνάμεις κινήθηκαν με μεγάλη ταχύτητα από τον Βορρά φθάνοντας στο Κίεβο και από την Ανατολή φτάνοντας στο Χάρκοβο, ενώ στο Νότο κινήθηκαν γρήγορα προς Χερσώνα και Μαριούπολη. Αυτό έδωσε την ψευδαίσθηση ενός αστραπιαίου πολέμου, ο οποίος επιβραδύνθηκε λόγω της ουκρανικής αντίστασης. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για κινήσεις καθήλωσης των ουκρανικών στρατευμάτων στο Βορρά και στην Ανατολή, για να μπορέσουν οι δυνάμεις στο Νότο να επιτύχουν τους στόχους τους.

Αυτό που απέμεινε μετά τη ρωσική επίθεση, δεν ήταν ένας οργανωμένος στρατός, αλλά διάφορες στρατιωτικές δυνάμεις σε διαφορετικές περιοχές, χωρίς διασυνδέσεις μεταξύ τους και χωρίς κεντρικό διοικητικό κορμό. Τα δύο βασικά συγκροτήματα του ουκρανικού στρατού «Βορράς» και «Ανατολή», ισχύος 23 ταξιαρχιών διαλύθηκαν το πρώτο τριήμερο. Από εκεί και πέρα λειτουργεί για τους Ρώσους η λογική της δημιουργίας θυλάκων, στα οποία θα εξουδετερώνονται εγκλωβισμένες ουκρανικές δυνάμεις.

Το σημαντικότερο από τα «καζάνια-θύλακες» βρίσκεται στην περιοχή της Νότιας και Ανατολικής Ουκρανίας και αφορά τις δυνάμεις-τακτικός στρατός και παραστρατιωτικά τάγματα-που προετοίμαζαν επίθεση στο Ντονμπάς. Τώρα αυτές οι δυνάμεις είναι εγκλωβισμένες σε 2 μικρότερους θύλακες, οι οποίοι αναμένεται να εξουδετερωθούν το επόμενο διάστημα.

Σε ό,τι αφορά τις πόλεις, ακολουθείται μια μικτή στρατηγική. Καταλαμβάνονται ή θα καταληφθούν κάποιες που έχουν στρατηγική σημασία (Χερσώνα, Μαριούπολη), ενώ άλλες κυκλώνονται και πολιορκούνται για μικρό ή μεγάλο διάστημα (Κίεβο, Χάρκοβο). Σε γενικές γραμμές το ρωσικό Επιτελείο δεν θα ήθελε να εμπλέξει τις κύριες δυνάμεις του σε αγώνα σε αστικό περιβάλλον, για ευνόητους λόγους.

Σε στρατιωτικό επίπεδο, η αποστρατιωτικοποίηση και η αποναζιστικοποίηση προχώρησαν με βάση τα σχέδια. Ωστόσο, υπήρξε ταυτόχρονα και μια ήττα της ρωσικής πλευράς που άλλαξε τον ρυθμό του πολέμου.

Η Ρωσία υπέστη μια σημαντική ήττα σε επίπεδο προπαγάνδας και ψυχολογικών επιχειρήσεων. Γιατί εδώ δεν είχε να αντιμετωπίσει ουκρανικές δυνάμεις, αλλά το τεράστιο προπαγανδιστικό μηχανισμό της Δύσης. Στα ακροατήρια της Δύσης η αντιρωσική προπαγάνδα σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία, όπως και σε κάποιες χώρες του Τρίτου Κόσμου. Αντίθετα σε χώρες που ενδιαφέρουν τη Ρωσία, όπως η Κίνα, ή η Ινδία και γενικότερα οι χώρες BRICS η αντιρωσική προπαγάνδα, είχε περιορισμένο ακροατήριο.

Στο εσωτερικό ακροατήριο της Ρωσίας, η Δυτική προπαγάνδα βρήκε έδαφος τις πρώτες ημέρες της εισβολής. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην ισχύ των μέσων της Δύσης. Οφείλεται και στο λάθος της ηγεσίας του Κρεμλίνου που δεν εξήγησε στον ρωσικό λαό το διακύβευμα αυτού του πολέμου και δεν τον έπεισε για τον πατριωτικό χαρακτήρα του. Η απομόνωση της Ρωσίας που επιβλήθηκε από τη Δύση, βοήθησε το Κρεμλίνο στο να ανασχέσει την επικοινωνιακή επίθεση που δέχτηκε η Ρωσία. Κατά διάρκεια των επιχειρήσεων η Μόσχα χρησιμοποίησε νέα «αφηγήματα» που είχαν προκύψει από τις επιχειρήσεις, όπως το ότι η Ουκρανία ετοίμαζε εισβολή στο Ντονμπάς στις 15 Μαρτίου, ή ότι το Κίεβο ετοιμάζονταν για να εξαπολύσει βιολογικό πόλεμο κατά της Ρωσίας. Όλα αυτά, όσο αληθινά και να είναι, δείχνουν ότι η Μόσχα ήταν αμελώς προετοιμασμένη για την ένταση του πολέμου προπαγάνδας που θα δέχονταν.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η δυτική προπαγάνδα συσπείρωσε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Ουκρανίας πάνω σε μια πατριωτική-εθνικιστική γραμμή και δημιούργησε εχθρικό κλίμα για τα ρωσικά στρατεύματα στις όχι ρωσόφωνες περιοχές. Η αντίσταση που αντιμετώπισαν οι Ρώσοι με τη συνδρομή μέρους του τοπικού πληθυσμού, είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των απωλειών τους. Μέχρι σήμερα η Μόσχα δεν έχει φτάσει στο σημείο να σπάσει τη βούληση των Ουκρανών για αντίσταση και μάχη. Για τον λόγο αυτόν, το Κρεμλίνο απέσυρε από το προσκήνιο σχεδιασμούς για συμπαράταξη μέρους των ουκρανικών δυνάμεων με τις ρωσικές, ενάντια στο Κίεβο, καθώς και το να αναλάβουν οι Ουκρανοί να ξεκαθαρίσουν μόνοι τους την κατάσταση, δηλαδή ένα μέρος της αποναζιστικοποίησης.

Δεύτερη υπο-φάση

Η δεύτερη φάση είναι πιο οικεία στο ρωσικό Επιτελείο. Θυμίζει τον πόλεμο της Συρίας.

Σε αυτή τη φάση πολιορκήθηκαν ή κατελήφθησαν πόλεις, χωρίς να υπάρχει ανάγκη αύξησης του ρυθμού των επιχειρήσεων. Ο στόχος του ρωσικού επιτελείου ήταν η μη εμπλοκή για μεγάλο χρονικό διάστημα σε πόλεμο μέσα σε αστικό περιβάλλον.

Μια ποιοτική διαφορά σε σύγκριση με την πρώτη φάση, σχετίζεται με το δόγμα περί απωλειών. Το αναδιατυπωμένο δόγμα περιέλαβε, μείωση των ρωσικών απωλειών, μείωση των απωλειών των αμάχων, μείωση των απωλειών του τακτικού ουκρανικού στρατού.

Το πρόβλημα είναι ότι μετά τη διάλυση των οργανωμένων ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας, ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτικών, παραστρατιωτικών, ναζιστών κλπ διαχέεται μέσα στον τοπικό πληθυσμό και είναι δύσκολο να εντοπιστούν, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται η αντίσταση. Ακολουθούνται τακτικές που θυμίζουν ανταρτοπόλεμο και εμφανίστηκαν μαζικά στον πόλεμο της Συρίας.

Σε αυτή τη φάση, ξεκίνησαν και οι εκκαθαρίσεις, όπως έγινε και στη Συρία. Οι εκκαθαρίσεις αυτές βασίζονται κυρίως πάνω σε αντιτρομοκρατικά δόγματα και αφορούν τις προαναφερθείσες δυνάμεις που διαχέονται στον γενικό πληθυσμό. Για τον λόγο αυτόν, μεταφέρθηκαν στη πρώτη γραμμή οι Τσετσένοι και άλλες ειδικές δυνάμεις. Και σε αυτόν τον τομέα θα χρησιμοποιηθούν οι μονάδες εθελοντών και επαγγελματιών που συγκροτούνται.

Τρίτη υπο-φάση

Η τρίτη φάση, έχει αρχίσει περίπου στις 12-13 Μαρτίου. Μετά από τα αποτελέσματα των δύο πρώτων φάσεων, έχει αλλάξει και πάλι το δόγμα των απωλειών που εφαρμόζει το ρωσικό Επιτελείο. Το νέο δόγμα συνιστά προσοχή στις απώλειες των αμάχων, αλλά όχι σε βάρος του προσωπικού των ρωσικών μονάδων.

Σε ό,τι αφορά το στρατιωτικό πεδίο θα πρέπει να επισημανθεί ότι με εξαίρεση το πυραυλικό δυναμικό(και κάποιες Ειδικές Δυνάμεις) που χρησιμοποιήθηκε, οι μονάδες του ρωσικού στρατού που είχαν εμπλοκή στις επιχειρήσεις και ο εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε, δεν ήταν της υψηλότερης ποιότητας. Οι καλύτερες ποιοτικά δυνάμεις, κρατούνται για εφεδρεία.

Ωστόσο, στην πρώτη φάση δεν παρατηρήθηκε μεταφορά εφεδρειών. Δεν μετακινήθηκαν μονάδες στα μετόπισθεν για ανασύνταξη, παρά το ότι είχαν απώλειες. Γεγονός που σημαίνει ταυτόχρονα, ότι οι απώλειες αυτές θεωρούνται ανεκτές από το ρωσικό Επιτελείο. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί, ότι τις τρεις πρώτες εβδομάδες υπήρξε σχεδόν μηδενική εμπλοκή του ρωσικού Ναυτικού στον πόλεμο, με την εξαίρεση του πλήγματος στο Φιδονήσι και την προσάρτηση του.

Σε αυτή τη φάση, το Κρεμλίνο κάνει διαχείριση του χρόνου. Και εμπλέκεται σε συνομιλίες οι οποίες είναι γνωστό ότι δεν θα οδηγήσουν πουθενά. Αλλά από το γενικό κλίμα αυτών των συνομιλιών, διαμορφώνονται οι όροι για τη συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Είναι προφανές ότι θα καταληφθούν πόλεις και εδάφη στο άμεσο μέλλον. Το ποιες πόλεις και γιατί θα εξαρτηθεί από το γενικότερο πολιτικό κλίμα, όχι μόνο αυτό των διαπραγματεύσεων.

ΟΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΙ ΣΚΟΠΟΙ

Οι Αντικειμενικοί Σκοποί (ΑΝΣΚ) του ρωσικού Επιτελείου είναι γνωστοί από το 2014 και την προσάρτηση της Κριμαίας. Δεν έχουν αλλάξει, τουλάχιστον στις βασικές κατευθύνσεις τους. Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ήταν γνωστοί και στο επιτελείο της Ουκρανίας, αλλά και στις ΗΠΑ.

Ο πρώτος αντικειμενικός σκοπός, είναι η υλοποίηση του «σεναρίου Γέφυρα». Αυτό σημαίνει την κατάληψη των εδαφών μπροστά από την Κριμαία, την πρόσβαση στον Δνείπερο (μεταξύ των άλλων και για την ομαλή υδροδότηση του Ντονμπάς) και την ένωση των εδαφών με τις περιοχές του Ντονμπάς. Με την εξαίρεση της κατάληψης της Μαριούπολης που είναι θέμα ημερών, το σενάριο αυτό έχει ολοκληρωθεί. Αυτό σημαίνει ότι τα εδάφη που ανεξαρτητοποιήθηκαν το 2014 αποκτούν μια ενιαία οντότητα και καλύτερους όρους αυτόνομης λειτουργίας. Ταυτόχρονα, αποκόπτεται η πρόσβαση της Ουκρανίας στη Θάλασσα του Αζόφ.

Με στρατιωτικούς όρους, η Ρωσία ξεφεύγει από δύσκολες καταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί το 2014. Τότε, η Κριμαία θεωρήθηκε υπερασπίσιμη, αλλά πάντα σε κίνδυνο να περικυκλωθεί, ενώ το Ντονμπάς χρειάζονταν μεγάλες αμυντικές επενδύσεις για να επιβιώσει. Σε γενικές γραμμές, οι νέες περιοχές, αποσχισθείσες και αυτόνομες ήταν ασταθείς στρατιωτικά και πολιτικά.

Και μόνο η υλοποίηση αυτού του σεναρίου (που αναμένονταν ότι θα ολοκληρωθεί από 7-21 ημέρες) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως νίκη της Ρωσίας, αν ήθελε να σταματήσει ακόμα και τώρα τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, στο βαθμό που θα ολοκληρώνονταν η κατάληψη της Μαριούπολης.

Ο δεύτερος αντικειμενικός σκοπός, είναι η υλοποίηση του σεναρίου «περίκλειστη Ουκρανία». Αυτό σημαίνει προώθηση προς την Οδησσό και πλήρη αποκοπή της Ουκρανίας από τη θάλασσα. Η Ουκρανία ως περίκλειστη χώρα, μειώνει κατά πολύ τις δυνατότητες οικονομικής επιβίωσης της. Με βάση τις επιταγές του διεθνούς δικαίου, η Ρωσία υποχρεούται να της παράσχει εμπορική πρόσβαση σε λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας, αλλά αυτό δεν αποτελεί μια βιώσιμη προοπτική. Αν το σενάριο αυτό επιλεγεί, εκτιμάται ότι θα χρειαστεί 35-60 ημέρες για την υλοποίηση του.

Ο τρίτος αντικειμενικός σκοπός, είναι η υλοποίηση του σεναρίου «στρατηγικό βάθος». Αυτό σημαίνει κατάκτηση των εδαφών από τα ανατολικά σύνορα της Ουκρανίας μέχρι τον Δνείπερο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για σενάριο διχοτόμησης της Ουκρανίας. Αν χαθούν οι ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας, σαν το Χάρκοβο που αποτελεί βιομηχανική περιοχή, σημαίνει ότι η ουκρανική οικονομία θα μετασχηματιστεί πλήρως, με ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης. Παράλληλα, η Ρωσία αποκτά το βάθος που χρειάζεται για τη μη εγκατάσταση νατοϊκών όπλων που μπορεί να πλήξουν τη Μόσχα σε μικρό χρονικό διάστημα. Αυτή η προοπτική απαιτεί εμπλοκή μεγαλύτερου αριθμού δυνάμεων και χρονική διάρκεια μεγαλύτερη των δύο μηνών.

Με τα δεδομένα αυτά, η κατάληψη ης Οδησσού και του Χάρκοβου αποκτούν προτεραιότητα, ανάλογα με ποιο σχέδιο θέτει ως προτεραιότητα η Μόσχα. Η κατάληψη του Κιέβου δεν φαίνεται να έχει, στην παρούσα φάση, τη σημασία που είχε τις πρώτες ημέρες του πολέμου. Όταν η Μόσχα θεωρούσε ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια φιλορωσική κυβέρνηση που θα αναλάμβανε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στο εσωτερικό της Ουκρανίας.

Όσο προχωρούν οι επιχειρήσεις και καταλαμβάνονται εδάφη, τόσο θα αλλάζουν και τα αιτήματα της Μόσχας στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Η κυβέρνηση του Κιέβου μπορεί να αναγκαστεί να αποχωριστεί περισσότερα εδάφη από αυτά που πρόβλεπε η πρόταση Πούτιν για τη διακοπή των εχθροπραξιών. Δηλαδή το Ντονμπάς και την Κριμαία με τη μεταξύ τους διασύνδεση.

Παράλληλα με αυτά τα σενάρια, ο πόλεμος στην Ουκρανία αναμένεται να αλλάξει, εν μέρει, μορφή. Μπορεί να μετατραπεί, όχι στο σύνολό του, σε «πόλεμο δια αντιπροσώπων (proxy war)». Εθελοντές και μισθοφόροι και από τις δύο πλευρές έχουν αρχίσει να συμμετάσχουν στον πόλεμο, με ρυθμούς που αυξάνονται. Αυτό σημαίνει ότι και οι δύο πλευρές θέλουν να μειώσουν τις απώλειες τους, ενώ μπορεί να μειωθούν και οι ρυθμοί του πολέμου. Η Ρωσία έχει μεγάλες δυνατότητες να αυξήσει τον αριθμό των στρατιωτικών της δυνάμεων, αν ενεργοποιήσει το σύστημα κατάταξης εθελοντών, αλλά δεν το έχει κάνει μέχρι σήμερα. Οι μισθοφόροι της Wagner, ήδη επιχειρούν.

Από την πλευρά της Δύσης, γίνονται προσπάθειες να συγκροτηθεί μια αξιόμαχη δύναμη στη Δυτική Ουκρανία, από μονάδες που γλύτωσαν από τη ρωσική επίθεση. Υπάρχει πρόγραμμα επανεξοπλισμού τους και σχέδια για αντεπίθεση. Όχι για να απωθήσουν τις ρωσικές δυνάμεις πέρα από τα σύνορα, αλλά για να επιμηκύνουν τον πόλεμο φθείροντας τη Ρωσία. Με στρατιωτικούς όρους, ένα τέτοιο σενάριο δεν έχει πολλές πιθανότητες επιβίωσης, στο βαθμό που δεν υπάρχει αεροπορική υπεροχή.

Αυτό που δεν αναμένεται να αλλάξει σύντομα είναι η ήττα της Ρωσίας σε επίπεδο προπαγάνδας και ψυχολογικών επιχειρήσεων. Η Ρωσία δεν διαθέτει τον αριθμό και την ισχύ των μίντια της Δύσης για να ανατρέψει την κατάσταση. Για να βελτιωθούν τα πράγματα, θα πρέπει να υπάρξει αδιαμφισβήτητη νίκη επί του πεδίου, αλλά και τότε, η Δυτική προπαγάνδα θα εξακολουθεί να δίνει τον τόνο.

Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΡΩΣΙΚΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

Γεωγραφικά μιλώντας, η Ρωσία είναι η «καρδιά» του παγκόσμιου συστήματος, με βάση όλες τις γεωπολιτικές θεωρίες. Ούτε Δυτική δύναμη είναι, όπως η Δυτική Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ούτε και Ασιατική δύναμη είναι. Η ρωσική στρατηγική σκέψη ξεδιπλώνεται έτσι σε μακρο-χωρικό και μακρο-πολιτισμικό επίπεδο. Έχει κληρονομήσει τα επιτεύγματα του προκατόχου της, της ΕΣΣΔ.

Η σοβιετική στρατηγική σκέψη έχει αναπτύξει και εννοιολογήσει αυτό που ονομάζεται επιχειρησιακό επίπεδο πολέμου, το οποίο δεν στοχεύει πλέον, κυρίως τακτικούς στρατιωτικούς στόχους (στρατεύματα, εξοπλισμός, υποδομές κ.λπ.), αλλά στον αντίπαλο ως σύστημα.

Η σοβιετική επιχειρησιακή σκέψη δεν εξετάζει τον εχθρό από μια αυστηρά στρατιωτική οπτική γωνία, σε αντίθεση με το κλασικό δόγμα του Κλαούζεβιτς που στοχεύει στην καταστροφή των εχθρικών ενόπλων δυνάμεων σε μια αποφασιστική μάχη εξόντωσης και θεωρείται ως το κλειδί της νίκης. Η σοβιετική (και τώρα ρωσική) επιχειρησιακή σκέψη προσεγγίζει τον αντίπαλο από συστημική σκοπιά: στοχεύει στην κατάρρευσή του, όχι κατά τη διάρκεια μιας αποφασιστικής μάχης, αλλά με ενέργειες σε βάθος. Αντίθετα, η δυτική σκέψη βασίστηκε πολύ στην έννοια της αποφασιστικής μάχης, την οποία ενσωματώνει ως καθοριστικό παράγοντα σε αυτό που ονομάζει Δυτικό Τρόπο Πολέμου.

Ο όρος «βάθος» δεν αναφέρεται μόνο στον στρατιωτικό μηχανισμό του αντιπάλου (οχυρώσεις, κέντρα επιμελητείας, δίκτυα επικοινωνίας κλπ), αλλά σε όλες τις πολιτικές, κοινωνικοοικονομικές και πολιτιστικές δομές, καθώς και στις υποδομές που επιτρέπουν στον εχθρό να λειτουργήσει ως χώρα. Για τον λόγο αυτόν, η ρωσική επίθεση δεν κατέστρεψε μόνο τη στρατιωτική υποδομή της Ουκρανίας τις πρώτες ημέρες (αποστρατιωτικοποίηση επί του πεδίου), αλλά διαλύει και την υπόλοιπη υποδομή της χώρας. Αυτό το «βάθος» αφορά τόσο τη γεωγραφία όσο και τη συλλογική ψυχολογία του αντιπάλου. Επομένως, ο επιδιωκόμενος στόχος σπάνια είναι απολύτως ακριβής, είναι ολιστικός.

Ήδη πριν από τον πόλεμο, ο ουκρανικός στρατός δεν έλαμψε ούτε για την πειθαρχία του ούτε για τις ικανότητές του: σχεδόν το 60% των στρατευσίμων δεν ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις για κινητοποίηση και υπέστη δύο οδυνηρές ήττες έναντι των φιλορώσων μαχητών στο Ντονμπάς. Ο οπλισμός και ο εξοπλισμός του ήταν ήδη απαρχαιωμένοι.

Όπως κάθε ίδρυμα, έτσι και ένας στρατός με κακές οδηγίες και κακή διοίκηση μπορεί να μεταρρυθμιστεί (να ξαναδημιουργήσει ένα σώμα ικανών αξιωματικών, να πειθαρχήσει και να καθοδηγήσει τα στρατεύματα τεχνικά και τακτικά, να μάθει ξανά ελιγμούς κ.λπ.). Ωστόσο, μια τέτοια διαδικασία απαιτεί χρόνο που υπολογίζεται, στην καλύτερη περίπτωση, σε λίγα χρόνια και κυρίως, όχι στη μέση ενός αγώνα, κάτω από τα χτυπήματα του εχθρού.

Από αυτό, μπορούμε να συμπεράνουμε με έναν ορισμένο βαθμό βεβαιότητας ότι επί του παρόντος, το μεγαλύτερο μέρος του ουκρανικού στρατού εξακολουθεί να είναι συγκεντρωμένο απέναντι στο Ντονμπάς στις θέσεις που κατείχε τη στιγμή της έναρξης της σύγκρουσης. Δεν θα μπορούσε να μετακινηθεί χωρίς αεροπορική κάλυψη, γιατί θα είχε την ίδια μοίρα με τις στήλες των αιγυπτιακών και συριακών αρμάτων μάχης κατά τον πόλεμο των έξι ημερών του 1967. Κατά πάσα πιθανότητα, λοιπόν, ο ουκρανικός στρατός είναι έτσι παγιδευμένος, μεταξύ αφενός των φιλορωσικών δυνάμεων του Ντονμπάς και, αφετέρου, του ρωσικού στρατού που αρχίζει να μετακινείται προς τα ανατολικά της Ουκρανίας. Είναι μια επανάληψη του ελιγμού Στάλινγκραντ και το περιθώριο ελιγμών των ουκρανικών στρατευμάτων είναι περιορισμένο.

Ας σημειώσουμε παρεμπιπτόντως, πόσο πολύ η προπαγάνδα, ωθεί τους αναλυτές της Δύσης να παραπλανηθούν, ερμηνεύοντας τον ελιγμό της ρωσικής περικύκλωσης στα ανατολικά ως υποχώρηση, ως παραδοχή αποτυχίας. Είναι ακριβώς το αντίθετο. Δεν υπάρχουν πλέον σχετικοί στρατηγικοί στόχοι από την πλευρά του Κιέβου και του Χάρκοβου, οι στρατιωτικές υποδομές έχουν καταστραφεί και θα ήταν παράλογο να ξεκινήσει μια αστική μάχη χωρίς ενδιαφέρον.

Τι γίνεται με τις ουκρανικές παραστρατιωτικές μονάδες (σύνταγμα Αζόφ και άλλα παρόμοια). Είναι αυτοί που βρίσκονται στην υπόλοιπη Ουκρανία και που μερικές φορές καταφέρνουν να πραγματοποιούν μερικά χτυπήματα στη ρωσική επιμελητεία, όπως έκαναν οι Ιρακινοί μαχητές το 2003 όταν ο αμερικανικός στρατός επέστρεφε στη Βαγδάτη.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όπως και σήμερα πάλι, πρόκειται μόνο για μεμονωμένες ενέργειες χωρίς στρατηγικό αποτέλεσμα. Αυτή τη στιγμή, ένα μεγάλο μέρος τους βρίσκεται εγκλωβισμένος στη βιομηχανική εγκατάσταση του Αζοφστάλ στη Μαριούπολη και αναμένεται να εξουδετερωθεί.

Η επόμενη χρησιμότητά τους θα είναι σε επιχειρήσεις stay behind στα εδάφη που θα καταλάβει η Ρωσία. Κυρίως, αν οι ΗΠΑ απαγορεύσουν στην Ουκρανία να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ίσως να είναι η ευκαιρία για να δημιουργηθεί ένα νέο σύστημα Gladio στην Ευρώπη. Που όπως και το πρώτο, θα είναι υπό την καθοδήγηση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και του ΝΑΤΟ.

Ο ΣΥΣΤΗΜΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ

Στην Ουκρανία, η Ρωσία δεν αναζητά τον απλό έλεγχο ενός απείθαρχου γείτονα. Είναι ο «συστημικός εχθρός» που στοχεύει δείχνοντάς του συγκεκριμένα ότι όχι μόνο είναι έτοιμη, αλλά πάνω απ’ όλα ικανή να διεξάγει πόλεμο.

Αυτός ο συστημικός εχθρός είναι προφανώς το ΝΑΤΟ, του οποίου η φιλοπόλεμη ρητορική είναι αμφίβολο αν είναι ανάλογη με τις στρατιωτικές ικανότητες του, όπως φάνηκε και από την αποχώρηση από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2021 και των ευρωπαϊκών δυνάμεων από το Μάλι στις αρχές του 2022.

Η Ρωσία μπόρεσε να παρατηρήσει αυτή την αναντιστοιχία κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Συρία (από το 2011), όπου οι δυνατότητες επέμβασης της Δύσης περιορίζονταν στην αποστολή ολιγάριθμων ειδικών δυνάμεων για να υποστηρίξουν τις κουρδικές πολιτοφυλακές. Οι ρωσικές μονάδες που βρίσκονται στη Συρία έχουν αιχμαλωτίσει αρκετά μέλη αυτών των μονάδων (Αμερικανούς, Βρετανούς και Γάλλους) και οι μισθοφόροι της ρωσικής ιδιωτικής στρατιωτικής εταιρείας Wagner διαγκωνίστηκαν, με κάποια επιτυχία, με τις αμερικανικές ειδικές δυνάμεις. Η Ρωσία μπόρεσε έτσι να αποκτήσει μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα για τα σοβαρά επιχειρησιακά όρια του ΝΑΤΟ και για την αδυναμία της Ατλαντικής Συμμαχίας να διεξαγάγει μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση, λόγω έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού και υλικοτεχνικής υποστήριξης. Παράλληλα, οι μεταμοντέρνες κοινωνίες της Δύσης δεν φαίνονται πρόθυμες να εμπλακούν σε πολεμικές επιχειρήσεις υψηλής έντασης, που μπορεί να έχουν μεγάλο αριθμό απωλειών.

Από εκεί, ο Βλαντιμίρ Πούτιν και το στρατιωτικό επιτελείο μπόρεσαν να σχεδιάσουν την παρέμβασή τους στην Ουκρανία, η οποία είναι μόνο ένα πεδίο μάχης, δηλαδή ένα μέρος όπου λαμβάνουν χώρα στρατιωτικές επιχειρήσεις με τελικό σκοπό όμως να υπάρξουν άλλα αποτελέσματα και να επιτευχθούν άλλοι στόχοι.

Όσον αφορά τις επιπτώσεις, η Ρωσία θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να κηρύξει έναν συμβατικό πόλεμο και να τον τερματίσει. Αντιμέτωποι με αυτήν την επίδειξη δύναμης, οι αντίπαλοι της Ρωσίας παρουσιάζουν την εξής εικόνα:

Α) Στρατιωτικά, «απουσιάζουν» το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση από την Ουκρανία, με μόνη δυνατότητα δράσης την παράδοση παλιών ανατολικής προέλευσης όπλων στις ουκρανικές δυνάμεις. Επειδή η Ουάσιγκτον θέλει να συνεχίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία γιατί θεωρεί ότι θα εμπλέξει τη Ρωσία σε ένα πόλεμο φθοράς, έχει ξεκινήσει τη συστηματική πίεση στις ευρωπαϊκές χώρες για την παράδοση όλου του ανατολικού τους οπλοστασίου, με σκοπό να αποσταλεί στην Ουκρανία. Για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ίσως αυτό να μην αποτελεί μεγάλη απώλεια, αφού οι Αμερικανοί είναι πρόθυμοι να τους πουλήσουν τα δικά τους οπλικά συστήματα, για αντικατάσταση. Αλλά για την Ελλάδα και την Κύπρο, αυτό θα είναι καταστροφή. Η Ελλάδα δεν μπορεί να στείλει στρατό για να υπερασπιστεί τη Βουλγαρία στα πλάισια του ΝΑΤΟ, ούτε η Κύπρος να παραδώσει τον εξοπλισμό της ο οποίος είναι μόνο ανατολικής προέλευσης. Η απομάκρυνση ανατολικών συστημάτων από τα νησιά, οδηγεί αυτόματα στην αποστρατιωτικοποίηση τους, όπως επιθυμεί η Άγκυρα. Η παράδοση του κυπριακού εξοπλισμού οδηγεί αυτόματα σε λύση ευνοϊκή για την Τουρκία. Και όλα αυτά με αντάλλαγμα, την εγγύηση των ΗΠΑ ότι δεν θα υπάρξουν απρόοπτες εξελίξεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Β) Η Ουγγαρία έχει θέσει ως κόκκινη γραμμή την παραβίαση της ενεργειακής της ανεξαρτησίας από τις κυρώσεις που επιβάλλει η ΕΕ. Η Σλοβενία ήδη αποδέχτηκε να πληρώνει σε ρούβλια το φυσικό αέριο που αγοράζει από τη Ρωσία. Η Σερβία ανθίσταται σταθερά στις πιέσεις της Δύσης για την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία. Η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, αρνείται την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία.

Γ) Οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ που βρίσκονται κοντά στην Ουκρανία αρχίζουν να στέλνουν μηνύματα στη Μόσχα που διαβεβαιώνουν τη Ρωσία για τη μη παρέμβασή τους στη σύγκρουση (η Ρουμανία μόλις το έπραξε, αναμφίβολα θα ακολουθήσουν και άλλες αν δεν το έχουν ήδη κάνει). Αντίθετα, η Σουηδία και η Φινλανδία κάνουν τα πρώτα τους βήματα προς την προσέγγιση, ή ακόμα και την ένταξη στο ΝΑΤΟ.

Δ)Οι χώρες εκτός ΝΑΤΟ (Γεωργία και Μολδαβία) τρομοκρατούνται από την προοπτική μιας πιθανής ρωσικής επέμβασης στο δικό τους έδαφος και ζητούν στήριξη της Δύσης, η οποία όμως δεν μπορεί να τους δοθεί.

Ε) Οι Ευρωπαίοι ηγέτες παρουσιάζουν τον Βλαντιμίρ Πούτιν ως «τρελό» που θα μπορούσε να επιτεθεί στην ίδια τη Δυτική Ευρώπη. Έτσι, όλοι προσπαθούν να διευκρινίσουν τα κίνητρα του Πούτιν, να μπουν στο μυαλό του Πούτιν κλπ, γεγονός που δίνει την απαραίτητη ακροαματικότητα και θεαματικότητα στα μίντια της Δύσης.

Εν τω μεταξύ, οι Ουκρανοί αφήνονται στη μοίρα τους, χωρίς προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η εγκατάλειψη θα αφήσει ένα διαρκές σημάδι στη συλλογική συνείδηση των Ουκρανών. Για να παραφράσουμε τη γνωστή φράση του Μεσοπολέμου «Ποιος είναι έτοιμος να πεθάνει για τον Ντάντσιχ;», σήμερα στη Δυτική Ευρώπη «κανείς δεν είναι έτοιμος να πεθάνει για το Κίεβο». Οι Ρώσοι έχουν αποκτήσει τη βεβαιότητα για αυτό. Μια ενδεχόμενη ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ θα είναι μια δύσκολη και πιθανόν, μακροχρόνια υπόθεση. Για πρώτη φορά η ΕΕ θα πρέπει να ενσωματώσει μια κατεστραμμένη χώρα, η οποία θα αδυνατεί να αφομοιώσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τους ευρωπαϊκούς περιορισμούς.

Επομένως, ο κύριος στόχος της Ρωσίας είναι απολύτως σαφής και συνεκτικός. Βρίσκεται σε εντελώς διαφορετική κλίμακα από αυτή που αποσκοπεί μόνο στην αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας. Στο επίπεδο των γειτονικών χωρών και άλλων μελών του ΝΑΤΟ, δημιουργείται ένα κλίμα φόβου ενός μεγάλου πολέμου, αυτό ονομάζεται παραπλάνηση με στρατηγικούς όρους. Η Ατλαντική Συμμαχία βρίσκεται σε τέτοια στρατιωτική κατάσταση- η περίπτωση του επανεξοπλισμού της Γερμανίας σε βάθος δεκαετίας, είναι ενδεικτική- που καμία μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση δεν είναι δυνατή για αυτήν, για τα επόμενα χρόνια. Βρίσκεται σε καθαρά αμυντική στάση, χωρίς ωστόσο να είναι απολύτως σίγουρη ότι μπορεί να εγγυηθεί τη δική της προστασία σε περίπτωση επίθεσης, χωρίς να προσφύγει σε πυρηνικό πόλεμο.

Η σοβιετική στρατηγική σκέψη που είχε συγκροτηθεί σε βάθος δεκαετιών απέναντι στο ΝΑΤΟ, διαμορφώνει το κατάλληλο υπόβαθρο σήμερα για τη Μόσχα. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν και το στρατιωτικό επιτελείο βρίσκονται στο δρόμο για την επίτευξη του πραγματικού τους στόχου: όχι απλά την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας (εγκαταλελειμμένη πολιτικά και στρατιωτικά), αλλά την αποσταθεροποίηση της Ατλαντικής Συμμαχίας, η οποία αναμφίβολα θα πρέπει να περιοριστεί τα επόμενα χρόνια, ίσως ακόμη και την επόμενη δεκαετία, μέχρι να αυξηθούν κάπως οι επιχειρησιακές της δυνατότητες.

Ο χρόνος λειτουργεί ξεκάθαρα με το μέρος των Ρώσων, οι οποίοι δεν φοβούνται καμία ενέργεια από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η προπαγάνδα ως εργαλείο πολέμου, θα πάψει να είναι αποτελεσματική, αν δεν συμβαδίζει με τα αποτελέσματα επί του στρατιωτικού πεδίου.

Η ΛΗΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Είναι ένας πόλεμος που δεν μπορεί να τελειώσει χωρίς να επιτευχθεί μια ρωσο-αμερικανική-ευρωπαϊκή διευθέτηση. Η Ουκρανία δεν έχει τις δυνατότητες να παρέμβει ουσιαστικά σε μια τέτοια διευθέτηση. Η ΕΕ σύρθηκε από την Ουάσιγκτον σε μια επίπλαστη ενότητα της Δύσης και έγινε μέρος του πολέμου. Και αν η Ευρώπη είχε τη δυνατότητα, που δεν την έχει, να πάρει την απόφαση να μην είναι μέρος του πολέμου, το όλο θέμα θα είχε τελειώσει μέσω μιας ρωσο-ευρωπαϊκής διευθέτησης. Ως εκ τούτου, οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν όλες τις δυνάμεις τους για να κάνουν την Ευρώπη μέρος του πολέμου. Σήμερα το ερώτημα παραμένει ανοικτό: σε ποιο βαθμό μπορεί η Ευρώπη να παραμείνει μέρος αυτού του πολέμου; Πόσο θα αντέξει τις οικονομικές πιέσεις που δημιουργούνται και την ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία.

Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν, όσο μπορούν να χρησιμοποιούν την Ουκρανία για να έχουν δεσμευμένη τη Ρωσία στην Ευρώπη. Ο Τζο Μπάιντεν δεν μπορεί να δείξει ότι υποχωρεί, ενόψει και των αμερικανικών εκλογών για Βουλή και Γερουσία, το Νοέμβριο.

Σε επίπεδο Ουκρανίας, η Μόσχα έχει διατυπώσει τους όρους της, από τους οποίους οι πιο σημαντικοί είναι η αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας και η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας ή της προσάρτησης των περιοχών του Ντονμπάς, της Κριμαίας και ίσως και του μεταξύ τους διαδρόμου.

Για την ουδετεροποίηση της Ουκρανίας γίνονται συζητήσεις υιοθέτησης ενός μοντέλου ουδετερότητας (Αυστρία, Φινλανδία, Σουηδία, Ελβετία κλπ) που θα καλύπτει τις ανάγκες ασφαλείας της Ρωσίας.

Για τις περιοχές του Ντονμπάς και της Κριμαίας υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Το Κίεβο θεωρεί ότι μπορεί να απαιτεί τη διατήρηση της εθνικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, αλλά ούτε αυτό, ούτε οι σύμμαχοι του έχουν τη δυνατότητα να την επιβάλλουν.

Με τα δεδομένα αυτά, η Ρωσία θα ανακηρύξει κάποια στιγμή ότι πέτυχε τους αντικειμενικούς σκοπούς της και θα μειώσει την ένταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η Δύση δεν πρόκειται να το αναγνωρίσει, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα ανατροπών επί του πεδίου. Μπορεί όμως να συντηρήσει έναν ανταρτοπόλεμο και κρίσεις χαμηλής έντασης. Η Ρωσία όμως δεν πρόκειται να αποχωρήσει από την Ουκρανία, αν δεν λάβει τις έμπρακτες διαβεβαιώσεις ασφαλείας που ζητά από τη Δύση και την κατοχύρωση των κερδών επί του εδάφους.

Όλες αυτές οι διαδικασίες μπορεί να αποδειχτούν εξαιρετικά χρονοβόρες, έχοντας εκτός από την Ουκρανία και τη Ρωσία, αρνητικές επιπτώσεις σε όλη την Ευρώπη. Αν ισχύσουν αυτές οι εκτιμήσεις, οι χώρες που θα υποστούν τις μικρότερες συνέπειες θα είναι η Κίνα και οι ΗΠΑ.