Το μέλλον της ΕυρωζώνηςΓρηγόρης Κοτσίρης

Στις 7 Ιανουαρίου 2021 δόθηκαν στη δημοσιότητα οι εκτιμήσεις της PwC για την παγκόσμια οικονομία το 2050 [1].

Σύμφωνα με αυτές, η παγκόσμια οικονομία θα διπλασιάσει το μέγεθός της ξεπερνώντας την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, λόγω της συνεχούς αύξησης της παραγωγικότητας, η οποία οφείλεται στην άνοδο της τεχνολογίας.

Σύμφωνα με την έκθεση της PwC το μερίδιο της ΕΕ στο παγκόσμιο ΑΕΠ θα πέσει κάτω από το 10% το 2050, καθώς οι ευρωπαϊκές χώρες χάνουν συνεχώς έδαφος απέναντι στην Κίνα και την Ινδία. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι η δέκατη μεγαλύτερη οικονομία το 2050, η Γαλλία θα βρεθεί έξω από την πρώτη δεκάδα και η Ιταλία έξω από την πρώτη εικοσάδα, καθώς θα ξεπεραστούν από τις αναδυόμενες οικονομίες χωρών όπως το Μεξικό, η Τουρκία και το Βιετνάμ.

Η ΕΥΡΩΖΩΝΗ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, το 2020 η Ευρωζώνη είχε περίπου 343 εκατομμύρια κατοίκους, οι οποίοι αποτελούν το 4,5% του παγκόσμιου πληθυσμού των 7,644 δις ανθρώπων.

Για το 2050, ο ΟΗΕ εκτιμά ότι η Ευρωζώνη θα έχει 339,6 εκατομμύρια κατοίκους, δηλαδή το 3,6% του παγκόσμιου πληθυσμού των 9,408 δις ανθρώπων.

Την ίδια περίοδο, το παγκόσμιο ΑΕΠ αναμένεται να προσεγγίσει τα $268 τρις, ενώ αυτό των χωρών της Ευρωζώνης τα 26,143 τρις, δηλαδή περίπου το 9,8%. Το 2020 το ΑΕΠ της Ευρωζώνης εκτιμάται στα $12,712 τρις, δηλαδή περίπου στο 14,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Αυτές οι προβλέψεις γίνονται από διεθνείς οργανισμούς και οίκους και βασίζονται στην προϋπόθεση ότι η Ευρωζώνη θα συνεχίσει να ακολουθεί οικονομικές πολιτικές που προκύπτουν από το Σύμφωνο Σταθερότητας. Δηλαδή, περιοριστικές πολιτικές και όχι αναπτυξιακές. Με τα δεδομένα αυτά, η Ευρωζώνη δεν θα μπορέσει να ακολουθήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης του υπόλοιπου κόσμου. Ακόμα και πρωτοβουλίες όπως το Ταμείο Ανάπτυξης, είναι ανεπαρκείς ποσοτικά για να την αναζωογονήσουν, πέραν των γραφειοκρατικών ρυθμίσεων που αποκλείουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού για να συμμετέχουν.

Αυτή που είναι γνωστό ως αρνητική ολοκλήρωση –ή, αλλιώς, απορρύθμιση, με βάση την πιο σύγχρονη ορολογία– βρήκε την οριστική έκφρασή της στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Πρόκειται για το πλαίσιο ανάπτυξης νέων στρατηγικών που αποσκοπούσαν στη βιομηχανική ανασυγκρότηση της Ευρώπης, στη δημιουργία ενός χρηματοπιστωτικού χώρου πλήρως συμβατού με τα αμερικανικά δεδομένα, στη διαμόρφωση νέων περιφερειακών διασυνδέσεων και στην κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας και ολόκληρου του συστήματος των εργατικών κατακτήσεων. Αυτές όμως οι εξελίξεις προκύπτουν και από άλλους, μονιμότερους παράγοντες οι οποίοι θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν ακόμα και αν οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για την Ευρωζώνη, αρχίζουν να χαλαρώνουν λόγω της παγκόσμιας υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, γεγονός που ούτως ή άλλως προβλέπεται και από τα κείμενα των Συνθηκών.

Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης λειτούργησε και λειτουργεί ως ο βασικός μοχλός με τον οποίο ασκούνται και μεταβάλλονται οι ενδοευρωπαϊκές σχέσεις ισχύος. Οι τρόποι με τους οποίους οι χώρες προσποιούνται ή πραγματικά συμμορφώνονται ή καταπατούν τους όρους του Συμφώνου, αντανακλά πλήρως την εθνική διάσταση της πολιτικής που ασκείται στην ΕΕ, αλλά και τις σχέσεις ιεραρχίας που έχουν διαμορφωθεί μεταξύ των μεγάλων και μικρών χωρών της Ένωσης. Τα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη, αποτελούν τη βάση της πολιτικής και θεσμικής οντότητας της ΕΕ, αλλά και των κοινωνικών διαρθρώσεων.

Οι μικρές χώρες ανέχονται το Σύμφωνο Σταθερότητας γιατί υποβλήθηκαν σε μεγάλες θυσίες για να το εφαρμόσουν, αλλά και γιατί κατά τη διάρκεια λειτουργίας του διαμορφώθηκαν στο εσωτερικό τους κοινωνικές διαφοροποιήσεις και ισορροπίες, τις οποίες πρέπει να συνυπολογίζουν. Για τον γαλλογερμανικό άξονα η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Με την υιοθέτηση του ευρώ, η Γαλλία και η Γερμανία βρίσκονταν και βρίσκονται στο απυρόβλητο της παραβίασης των παραμέτρων του Συμφώνου, και αυτό ελάχιστα έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Η διαμόρφωση αυτού του πόλου ισχύος και η προσπάθεια επιβολής όρων ενδοευρωπαϊκής εκμετάλλευσης είναι αυτή που καθορίζει τη θέση του γαλλογερμανικού άξονα για ελάχιστες αυξήσεις του κοινοτικού προϋπολογισμού και αποφυγή κάθε είδους σοβαρού δημοσιονομικού φεντεραλισμού. Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί επιβεβαίωση των τελευταίων.

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Τα περισσότερα στοιχεία των προβλέψεων για την παγκόσμια οικονομία και τον παγκόσμιο πληθυσμό είναι γνωστά. Το ερώτημα που προκύπτει από αυτά αφορά τον ρόλο της Ευρωζώνης στο παγκόσμιο σύστημα.

Είναι προφανές, ότι αυτός ο ρόλος θα είναι μικρότερος. Η Ευρωζώνη θα είναι μία μικρότερη οικονομικά οντότητα και για να διατηρεί κάποιον ρόλο στους παγκόσμιους συσχετισμούς, θα χρειάζεται εξωτερική βοήθεια. Με άλλα λόγια, η αποδυνάμωση της Ευρωζώνης θα αυξήσει την πολιτική και στρατιωτική εξάρτησή της από τρίτες δυνάμεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τις ΗΠΑ, αφού φαίνεται δύσκολο να αποκτήσει η Ευρωζώνη τέτοιες σχέσεις με κάποιαν άλλη μεγάλη δύναμη.

Με άλλα λόγια, η πληθυσμιακή και οικονομική αποδυνάμωση της Ευρωζώνης θα εντείνει την παραρτηματοποίησή της από τις ΗΠΑ, όπως και ολόκληρης της ΕΕ, μέσα στα πλαίσια της συλλογικής Δύσης.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ

[1] https://www.pwc.com/gx/en/research-insights/economy/the-world-in-2050.html