Οι τρεις Αμερικές στις κάλπεςΒαγγέλης Χωραφάς

Μία ημέρα πριν από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ και οι αμφιβολίες για το εκλογικό αποτέλεσμα έχουν κορυφωθεί. Αυτό που μέχρι πριν από λίγες ημέρες εμφανίζονταν ως ένας εύκολος θρίαμβος για τον Τζο Μπάιντεν, έχει μετατραπεί σε ερωτηματικό με δεδομένη την εμπειρία των εκλογών του 2016: μπορεί να υπάρξει αντιστροφή της τελευταίας στιγμής.

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Τζο Μπάιντεν προηγείται του Ντόναλντ Τραμπ με 8-10 ποσοστιαίες μονάδες, αλλά αυτό μπορεί και να μην είναι αρκετό, αφού υποδηλώνει μία τάση, αλλά δεν καθορίζει το αποτέλεσμα. Είναι η ψήφος κάποιων Πολιτειών με αμφιταλαντευόμενο εκλογικό σώμα, αυτή που θα καθορίσει τη σύνθεση του Κολλεγίου των Εκλεκτόρων.

Η Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν και το Γουισκόνσιν, παραδοσιακά Δημοκρατικές Πολιτείες, ψήφισαν υπέρ του Τραμπ το 2016, αλλά ο Μπάιντεν έχει σήμερα αντιστρέψει την κατάσταση και έχει ταυτόχρονα αυξήσει τις πιθανότητές του να κερδίσει παραδοσιακά Ρεπουμπλικανικές Πολιτείες, όπως η Αριζόνα, η Τζόρτζια και η Βόρεια Καρολίνα. Αν τα καταφέρει, τότε μάλλον θα κερδίσει.

Το κλειδί των εκλογών, βρίσκεται πάντα στη συμμετοχή. Η ιστορία δείχνει ότι οι Δημοκρατικοί κερδίζουν πάντα, αν η εκλογική βάση τους έχει πλήρη συμμετοχή στις εκλογές. Τα νέα για αυτούς από την επιστολική ψήφο εμφανίζονται υποσχόμενα, καθώς περισσότερο από το μισό του εκλογικού σώματος του 2016, έχει ήδη ψηφίσει.

Οι ΗΠΑ δεν αποτελούν το ιδεώδες παράδειγμα δημοκρατίας, αφού ένα ποσοστό μεταξύ του 1/3 και του ½ του εκλογικού σώματος δεν ψηφίζει αφού θεωρεί ότι αυτό είναι άσκοπο, αφού η πολιτική δεν μπορεί να λύσει τα καθημερινά του προβλήματα.

Με τα δεδομένα αυτά, από εκλογική άποψη υπάρχουν τρεις Αμερικές: Η μία είναι αυτή που ψηφίζει με μεγάλη σταθερότητα τους Ρεπουμπλικάνους, η δεύτερη είναι αυτή που στηρίζει τους Δημοκρατικούς και η τρίτη είναι αυτή που μένει στα σπίτια της.

Η πρώτη Αμερική είναι η περισσότερο σταθερή. Οι μετακινήσεις μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης Αμερικής, είναι συνήθως αυτές που καθορίζουν τον πρόεδρο των ΗΠΑ.

Η ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ

Το 2016 η Ρεπουμπλικανική Αμερική εμπιστεύτηκε τις τύχες της στα χέρια ενός προέδρου που αποδείχτηκε εγωπαθής, πολιτικά ημιμαθής, ηθικά ύποπτος και αμφιβόλου εντιμότητας σε ό,τι αφορά τις προσωπικές του υποθέσεις.

Το GOP (Great Old Party), μετά το τέλος του ρηγκανισμού χρειάζονταν ένα νέο αφήγημα μετά την αποτυχία του αντικυβερνητικού φιλελευθερισμού του Κόμματος του Τσαγιού και του νεοσυντηρητισμού του Μπους. Ο Τραμπ προσπάθησε να δώσει αυτή τη νέα προοπτική με την επιστροφή στο εθνικό κράτος και τον περιορισμό της παγκοσμιοποίησης, με ταυτόχρονη σταδιακή απόσυρση των ΗΠΑ από πολλά πεδία των διεθνών εξελίξεων. Για τους Ρεπουμπλικάνους, ο Τραμπ αποτέλεσε μία προσοδοφόρα ασυνέχεια αφού στήριξε μία οικονομική πολιτική ευνοϊκή για τα ανώτερα στρώματα, κατάφερε να ελέγξει τον πυλώνα της Δικαιοσύνης και ιδιαίτερα, το Ανώτατο Δικαστήριο, καθώς και να προωθήσει διοικητικά μέτρα εξουδετέρωσης εκλογικών πλεονεκτημάτων των Δημοκρατικών, όπως εμπόδια στην ψηφοφορία, μεταδημοτεύσεις ψηφοφόρων κ.λπ.

Αν αυτά πιστώνονται στις διοικητικές ικανότητες του Τραμπ, η αποτυχία του στη διαχείριση της πανδημίας αποτελεί το αντίβαρο, ακόμη και σε κύκλους των Ρεπουμπλικάνων.

Η Ρεπουμπλικανική Αμερική ψηφίζει, σχεδόν πάντα. Σύμφωνα με στοιχεία από το Census Bureau τρεις στους τέσσερις Αμερικανούς με ετήσια εισοδήματα άνω των $150.000 συμμετέχουν στις εκλογές, σε όλα τα επίπεδα, Προεδρία, Γερουσία, Βουλή. Δεν ψηφίζουν όλοι οι πλούσιοι το GOP, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία τους το κάνει. Το ίδιο ισχύει και για τις παντρεμένες γυναίκες σε ένα ποσοστό γύρω στο 70%.

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ

Η Δημοκρατική Αμερική στηρίζεται στη μεσαία τάξη. Δηλαδή σε αυτούς που έχουν μεσαία ή ανώτερη μόρφωση, σε αυτούς που εμπλέκονται με τον κρατικό μηχανισμό σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο, στους μισθωτούς του βιομηχανικού τομέα που απειλείται από τον διεθνή ανταγωνισμό και από τους ιδιοκτήτες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Πρόκειται για μία πλατιά κοινωνική βάση στην οποία συνυπάρχουν δύο πολιτικές τάσεις. Η πρώτη είναι η πιο ιδεολογικοποιημένη και αφορά τους πιο πολιτικοποιημένους, ή τους εμπλεκόμενους με τα συνδικάτα και η δεύτερη, είναι η πιο ωφελιμιστική, αυτή που κάτι περιμένει από την πολιτική.

Η Δημοκρατική Αμερική δεν είναι σταθεροποιημένη, ενώ απογοητεύεται και αποθαρρύνεται εύκολα. Όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, ένα μέρος των Δημοκρατικών, αυτοί που διατηρούν χαλαρούς δεσμούς με την παράταξη, μετακομίζει στους Ρεπουμπλικάνους, όπως έγινε και το 2016, ενώ οι πιο συνειδητοποιημένοι στρέφονται στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που αμφισβητούν το σύστημα μόνο ρητορικά.

Σήμερα, ο Τζο Μπάιντεν θεωρείται από τους Δημοκρατικούς ως ένας ηγέτης της παλιάς φρουράς, που έχει καλές σχέσεις με τον κόσμο των συνδικάτων. Δεν είναι μία λαμπερή προσωπικότητα, αλλά διατηρεί και προωθεί τις παραδοσιακές αξίες για κάποια κοινωνικά στρώματα που δεν βλέπουν μπροστά τους μία ανοδική κοινωνική κινητικότητα.

Η ΑΜΕΡΙΚΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΥ

Η τρίτη Αμερική είναι αυτή που ποτέ, ή σχεδόν ποτέ, δεν ψηφίζει. Είναι αυτή που δεν νοιώθει να εκπροσωπείται από τα δύο μεγάλα κόμματα, ούτε από τις πιο ριζοσπαστικές πτέρυγες των δύο κομμάτων, ούτε από τρίτες δυνάμεις που αντιτίθενται, ή θεωρούν ότι αντιτίθενται στο σύστημα.

Είναι η φτωχή Αμερική, με τις κακοπληρωμένες και επισφαλείς θέσεις εργασίας, χωρίς υγειονομική κάλυψη και στο έλεος διαφόρων προγραμμάτων κοινωνικών επιδομάτων και ενισχύσεων. Με την εξαίρεση κάποιων από την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών, είναι δύσκολα προσεγγίσιμοι από τους πολιτικούς γιατί οι τελευταίοι δεν έχουν πολλά να τους προσφέρουν, ενώ οι υποσχέσεις και τα προγράμματα απαξιώνονται γρήγορα.

Τα πιο περιθωριοποιημένα τμήματα των φυλετικών κοινοτήτων των Αφροαμερικανών και των Λατινοαμερικανών που αποτελούν και τις πλειοψηφίες μέσα σε αυτές τις μειονότητες, ανήκουν σε αυτή την Αμερική.

Όσο τα κοινωνικά στρώματα που απαρτίζουν αυτή την Αμερική, μετακινούνται στην κοινωνική κλίμακα, τόσο προσεγγίζουν τα κατεστημένα κόμματα, προσεγγίζοντας ακόμα και τους Ρεπουμπλικάνους.

Ο ηλικιακός παράγοντας είναι εξίσου σημαντικός. Το 2016, περισσότεροι από τους μισούς Αφροαμερικανούς κάτω των 30 ετών, δεν πήγαν να ψηφίσουν. Αντίθετα, επτά στους δέκα συνταξιούχους, συμμετείχαν. Η λειτουργία του συστήματος περιθωριοποιεί και τις δύο ηλικιακές κατηγορίες, αλλά οι μεγαλύτεροι επηρεάζονται λιγότερο.

Το 2008 ένα τμήμα της Αμερικής του περιθωρίου πείστηκε να προσέλθει στις κάλπες. Ο λόγος, ονομάζονταν Μπαράκ Ομπάμα και υπήρχαν προσδοκίες ότι θα άλλαζε την Αμερική, ή έστω θα έβγαζε από το περιθώριο ένα μεγάλο μέρος της. Η συμμετοχή έφτασε στο 60%, αλλά οι προσδοκίες σύντομα διαψεύστηκαν. Το ίδιο είχε συμβεί και το 1964, όταν ψήφισε το 64% περιμένοντας μεγάλες αλλαγές από τον Τζον Κέννεντι, που και αυτός πρόλαβε να διαψεύσει τις προσδοκίες πριν δολοφονηθεί.

Το 2016, η Αμερική του περιθωρίου δεν πήγε να ψηφίσει και οι Δημοκρατικοί ηττήθηκαν, παρά τις αντίθετες προβλέψεις των δημοσκοπήσεων. Σήμερα, η Δημοκρατική Αμερική περιμένει τις αντιδράσεις της Αμερικής του περιθωρίου, αν και οι προσδοκίες δεν φαίνονται μεγάλες. Ίσως κάποιες μικρές ωθήσεις σε κάποιες αστικές περιοχές και μέχρις εκεί. Εξάλλου, η τρίτη Αμερική δύσκολα μπαίνει στους υπολογισμούς των κομματικών επιτελείων.

ΤΑ ΣΕΝΑΡΙΑ

Τα μετεκλογικά σενάρια είναι πολλά. Αν υπάρξει μία καθαρή νίκη του Τραμπ, τότε οι εξελίξεις μπορεί να μην είναι εκρηκτικές. Αντίθετα, αν η εκλογική νίκη του Τραμπ είναι οριακή, τότε οι Δημοκρατικοί θα αμφισβητήσουν το αποτέλεσμα. Από την αντίθετη πλευρά, οι Ρεπουμπλικάνοι θα αμφισβητήσουν την οποιαδήποτε νίκη του Μπάιντεν.

Ποια θα είναι η αλληλουχία των εξελίξεων;

Πρώτον, μία φυσιολογική εκλογική διαδικασία. Αυτή η εκδοχή συγκεντρώνει τις μικρότερες πιθανότητες.

Η συγκεκριμένη διαδικασία περιλαμβάνει α) την πρώιμη και επιστολική ψήφο β) την ψηφοφορία την ημέρα της εκλογής γ) την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων δ) την αποδοχή των αποτελεσμάτων από των ηττημένο, συνήθως την επόμενη ημέρα της ψηφοφορίας ε) την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων, λίγες ημέρες μετά τις εκλογές στ) την εξέταση των εκλογικών αμφισβητήσεων μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου ζ) την επιλογή των εκλεκτόρων και τη σύγκλιση του Κολλεγίου των Εκλεκτόρων στις 14 Δεκεμβρίου η) την ορκωμοσία του νέου προέδρου στις 21 Ιανουαρίου 2021.

Δεύτερον, τι μπορεί να γίνει στις 3 Νοεμβρίου, ως μία περισσότερο ρεαλιστική εκδοχή.

Οι εξελίξεις ήδη τρέχουν α) ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη δηλώσει ότι η πρώιμη και επιστολική ψήφος δεν τον ευνοούν β) την ημέρα της εκλογής ο Τραμπ έχει ζητήσει παρατηρητές στις κάλπες, μία τακτική που οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν χρησιμοποιήσει και το 1981, με ταυτόχρονη νομική αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων για να μην προχωρήσει η καταμέτρηση γ) οι Ρεπουμπλικάνοι αμφισβητούν πολλαπλά εκλογικά αποτελέσματα δ) δικηγόροι των Ρεπουμπλικάνων προσπαθούν να ακυρώσουν ψήφους ε) αξιωματούχοι του GOP ζητούν δικαστικές έρευνες στ) ο Μπάιντεν κινητοποιεί το «πρόγραμμα προστασίας ψήφου» που περιλαμβάνει νομικές παρεμβάσεις.

Τρίτον, το εκλογικό χάος, αν δημιουργηθεί, μεταφέρεται στους δρόμους

Στην περίπτωση αυτή α) μπορεί να αναζωπυρωθούν οι συγκρούσεις των προηγούμενων μηνών σε διάφορες περιοχές των ΗΠΑ β) ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να ενεργοποιήσει την Insurrection Act και να βγάλει τις δυνάμεις ασφαλείας και τον στρατό στους δρόμους. Αν όλοι αυτοί εμπλακούν και στην «ασφάλεια» αμφισβητούμενων καλπών, τότε η καταμέτρηση θα καθυστερήσει σημαντικά, ή και θα ακυρωθεί.

Τέταρτον, τα χειρότερα σενάρια, σε συνδυασμό με το χάος στους δρόμους

Υπάρχει πληθώρα τέτοιων σεναρίων α) κάποιες Πολιτείες, κυρίως οι διαφιλονικούμενες, δεν ολοκληρώνουν την καταμέτρηση των ψήφων μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου β) οι Ρεπουμπλικανοί που ελέγχουν διαφιλονικούμενες Πολιτείες αποφασίζουν να εκλέξουν τους δικούς τους Εκλέκτορες, αμφισβητώντας το αποτέλεσμα, με βάση δυνατότητες που τους δίνει το αμερικανικό Σύνταγμα γ) το ίδιο μπορεί να κάνουν και οι Δημοκρατικοί στις Πολιτείες που ελέγχουν δ) μπορεί να εμφανιστεί το παράδοξο για μία Πολιτεία να εμφανιστούν δύο διαφορετικές λίστες Εκλεκτόρων, ενώ ο νόμος δεν είναι σαφής για αυτή την περίπτωση.

Τι μας λένε αυτά τα σενάρια; Ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ μπορεί να μην ανακηρυχτεί το βράδυ των εκλογών, αλλά τις επόμενες εβδομάδες και μήνες που θα ακολουθήσουν.

Αν επαληθευτούν αυτά τα ενδεχόμενα, τότε το σχίσμα μέσα στις ΗΠΑ θα βαθύνει ακόμα περισσότερο. Αυτό με τη σειρά του θα έχει επιπτώσεις και στην εξωτερική ισχύ των ΗΠΑ, δηλαδή θα επηρεαστούν οι διεθνείς γεωπολιτικές ισορροπίες. Για να ισορροπήσει η νέα διοίκηση θα χρειαστεί μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που σημαίνει ότι οι προσδοκίες διαφόρων παραγόντων και κρατών, θα μεταφερθούν στο μέλλον.