Η αναζήτηση ευρωπαϊκής βοήθειας για την αντιμετώπιση της ΤουρκίαςΣτρατής Αλεξίου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 42 (7) ΤΗΣ ΣΕΕ

Η ελληνική εξωτερική πολιτική για να γίνει αποτελεσματικότερη, πρέπει να γεφυρώσει το χάσμα που χωρίζει εκείνους που υποστηρίζουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί την τελική λύση όλων των εθνικών προβλημάτων, από εκείνους που προτάσσουν τη χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής, που θα αξιοποιεί αλλά δεν θα διαχέεται στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο. Δηλαδή, μεταξύ των υποστηρικτών μίας ευρωκεντρικής και μίας ελληνοκεντρικής στρατηγικής. Αυτό δεν είναι μία εύκολη διαδικασία, αφού οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών δεν μπορούν να βρουν μία ισορροπία μεταξύ των δύο στρατηγικών που να είναι αποτελεσματική, κυρίως στο θέμα της αντιμετώπισης της Τουρκίας.

Υπάρχει ένα κενό σχετικά με τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, για το οποίο ευθύνη φέρει και η ελληνική πλευρά, δηλαδή όλες οι κυβερνήσεις της περασμένης δεκαετίας. Παρά το γεγονός ότι έχει ενεργοποιηθεί μία φορά (από τη Γαλλία το 2015 με αμφίβολα αποτελέσματα), η Ελλάδα υπό άμεση στρατιωτική απειλή από την Τουρκία, δεν υπέβαλλε προτάσεις ώστε να θεσπισθούν νέες πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή του άρθρου 42 (7) της Συνθήκης της ΕΕ, καθώς και τη ρητή πρόβλεψη εγγύησης των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης και εκ των πραγμάτων των ελληνικών συνόρων, στη λογική της ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Όπως είναι γνωστό, η ΕΕ δεν έχει καθορίσει τα εξωτερικά σύνορά της και επομένως τα ελληνικά σύνορα δεν είναι εξ ορισμού σύνορα και της ΕΕ, πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν χερσαίες (νησιά, βραχονησίδες κ.λπ.) και θαλάσσιες ζώνες που αμφισβητούνται από την Τουρκία.

Όμως, θα πρέπει να τονίσουμε, ότι οι διεθνείς οργανισμοί αποτελούνται από κράτη-μέλη, τα οποία πρωτίστως ενδιαφέρονται για την εκπλήρωση των εθνικών τους συμφερόντων και την απόκτηση ισχύος και ασφάλειας στο άναρχο διεθνές σύστημα και δευτερευόντως για την αποτελεσματική λειτουργία ενός διεθνούς οργανισμού στον οποίον συμμετέχουν, όπως είναι η ΕΕ.

Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση της ΕΕ. Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όσο ήταν μέλος της ΕΕ, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να παραιτηθούν από τις μόνιμες θέσεις που κατέχουν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και να αντικατασταθούν από την ΕΕ.

Η περιπέτεια της Γαλλίας με το άρθρο 42(7) δείχνουν σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ ότι δεν έχουν να περιμένουν πολλά από την ευρωπαϊκή κινητοποίηση. Η απάντηση της Γαλλίας στην κρίση του 2015, χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να υλοποιηθεί, επομένως και η συμβολή των κρατών-μελών είχε τον απαραίτητο χρόνο για να ολοκληρωθεί.

Το σημαντικό συμπέρασμα είναι πως για την ενεργοποίηση του άρθρου 42(7) της ΣΕΕ σχεδόν τα πάντα θα εξελιχτούν σε διμερές επίπεδο μεταξύ των κρατών-μελών στην ΕΕ. Δεν θα ξεκινήσει καμία αποστολή στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (CSDP). Η ΕΕ θα ενεργήσει μόνο ως «διαμεσολαβητής». Ένα ζήτημα είναι σίγουρο: το άρθρο 42(7) της ΣΕΕ δεν σημαίνει ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ μπορεί να υποχρεωθούν να διεξάγουν στρατιωτικές επιχειρήσεις ή να στείλουν στρατό παρά τη θέλησή τους.

Μία εμπλοκή της Ελλάδας με την Τουρκία δεν μπορεί να είναι μακροχρόνια, με βάση τα σημερινά δεδομένα, επομένως η πρακτική ευρωπαϊκή συμβολή, δια του άρθρου 42(7), ή όχι, θα είναι εκ των υστέρων και όχι ουσιαστική.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι για να ενεργοποιηθεί το άρθρο 42(7), η Ελλάδα θα πρέπει να δηλώσει στην ΕΕ ότι δέχεται επίθεση από την Τουρκία, ή ότι απειλείται η εθνική της κυριαρχία. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να έχει απαντήσει στην τουρκική κίνηση, δηλαδή να στρατιωτικοποιήσει την κρίση. Πρόκειται για μία κίνηση που δεν βρίσκεται μεταξύ των επιλογών της Αθήνας, τόσο από την κυβέρνηση της ΝΔ, όσο και από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Με τα δεδομένα αυτά, η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει σε διμερείς συμφωνίες με κράτη-μέλη της ΕΕ που έχουν τη βούληση και τις δυνατότητες να τη συνδράμουν άμεσα, μέσα στα χρονικά περιθώρια στα οποία θα εκδηλωθεί μία ενδεχόμενη κρίση. Η εκ των υστέρων ενεργοποίηση του άρθρου 42(7) της ΣΕΕ, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα γιατί η περίπτωσή της δεν είναι όμοια με αυτήν της Γαλλίας.

Αλλά η περίπτωση της άμεσης συνδρομής δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη, στο βαθμό που απαιτούνται να βρίσκονται σε επιφυλακή, στρατιωτικές δυνάμεις από τρίτες χώρες που να καλύπτουν όλο το εύρος του μετώπου της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Από τις χώρες της ΕΕ μόνο η Γαλλία θα είχε τέτοιες δυνατότητες, αλλά αυτό θα προϋπέθετε μία αμυντική συμφωνία ανάμεσα στην Αθήνα και στο Παρίσι, γεγονός που θα αντιμετωπίζονταν αρνητικά από το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον που θα ασκούσαν πιέσεις προς τον αδύναμο παράγοντα αυτής της συνεργασίας.

ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ

Οι διαμεσολαβητικές προσπάθειες του Βερολίνου που έχουν ενεργοποιηθεί το τελευταίο διάστημα, αποβλέπουν κυρίως στην προστασία των γερμανικών συμφερόντων. Όχι μόνο των γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων που σχετίζονται με την Τουρκία, αλλά και των συμφερόντων σε δύο επιπρόσθετα επίπεδα: Το πρώτο αφορά τη διατήρηση του status της Γερμανίας ως ηγέτιδας δύναμης της ΕΕ, που σχετίζεται μεταξύ άλλων και με την επιθυμία αποφυγής μίας ελληνοτουρκικής κρίσης κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας. Το δεύτερο αφορά τους φόβους του Βερολίνου ότι μία σκλήρυνση της στάσης της ΕΕ απέναντι στην Άγκυρα, μπορεί να οδηγήσει το καθεστώς Ερντογάν σε μία νέα φάση εργαλειοποίησης των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη. Για τους λόγους αυτούς, η Γερμανία προσπαθεί να καθυστερήσει το θέμα της επιβολής κυρώσεων προς την Τουρκία και εκτιμάται ότι θα παρέμβαινε αποπροσανατολιστικά, αν η ελληνική κυβέρνηση ήθελε να ενεργοποιήσει το άρθρο 42(7) της ΣΕΕ.

Οι ΗΠΑ γνωρίζουν τις ευρωπαϊκές αδυναμίες στον τομέα της συλλογικής άμυνας, τα αποκλίνοντα γεωπολιτικά συμφέροντα των κρατών-μελών της, και την αδυναμία λήψης κοινών αποφάσεων, όπως γνωρίζουν και το ότι μία μακροχρόνια πολεμική εμπλοκή Ελλάδας-Τουρκίας θα διέλυε τη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Επομένως, η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι εκ του ασφαλούς μπορεί να προωθεί τη δική της μεσολαβητική κίνηση, αφού έχει εκδηλωθεί μία επιθετική τουρκική προσπάθεια. Η Ουάσιγκτον επιμένει στην εκ των υστέρων επέμβαση, παρά σε προληπτικές επεμβάσεις για να ανασχέσει την τουρκική επιθετικότητα. Πρόκειται για μία στρατηγική η οποία κινείται εις βάρος των συμφερόντων της Ελλάδας, αφού μία τουρκική επιθετική κίνηση μπορεί να γκριζάρει περιοχές ελληνικής κυριαρχίας.

Όσοι είναι οπαδοί του σχεδίου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, απαιτούν περαιτέρω πρόοδο στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων της ΕΕ, (τόσο για τα κράτη-μέλη, όσο και τα θεσμικά της όργανα), ώστε να μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο.

Ωστόσο, όπως δείχνει η περίπτωση της Γαλλίας, αλλά εν δυνάμει και της Ελλάδας, απαιτείται μια επιτυχημένη υπερεθνικοποίηση της ρήτρας του άρθρου 42(7) της ΣΕΕ, δηλαδή να ενεργοποιείται άμεσα και τα κράτη-μέλη να διαθέτουν με ταχύτητα τα στρατιωτικά μέσα και τη στρατιωτική δύναμη. Βέβαια, αυτή η προοπτική ξεφεύγει από τα συμφέροντα κάποιων κρατών της ΕΕ και των κυρίαρχων οικονομικών ελίτ που αντιμετωπίζουν την ΕΕ ως χώρο εμπορικών συναλλαγών και εκμετάλλευσης και όχι ως ενιαίο γεωπολιτικό παράγοντα.

Τέλος, το ΝΑΤΟ δεν θα είναι εκ των πραγμάτων με την Ελλάδα, γιατί ως οργανισμός δεν παρεμβαίνει σε διενέξεις μεταξύ των κρατών-μελών του, πέρα από το να επιχειρήσει να τις σταματήσει. Σε αυτή τη συγκυρία το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται πρωτίστως για την επιστροφή της Τουρκίας στη Δύση και είναι διατεθειμένοι να κάνουν όλες τις απαραίτητες υποχωρήσεις, οι οποίες θα είναι κατά των ελληνικών συμφερόντων.

Υπάρχει ακόμα και ο παράγοντας που λέγεται αμερικανική παρέμβαση και μεσολάβηση. Η παρέμβαση αυτή έχει σχεδιαστεί από τις ΗΠΑ να γίνεται με τους όρους που έγινε στα Ίμια, δηλαδή μετά την έναρξη της κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι εκ των πραγμάτων πάντα θα λειτουργεί υπέρ της Τουρκίας που θα είναι ο επιτιθέμενος σε μία ελληνοτουρκική κρίση, γιατί θα «γκριζάρει» το επίδικο της κρίσης, δηλαδή θα δημιουργεί κέρδη στην Τουρκία.

Το βασικό ζήτημα που θα έπρεπε να τίθεται από ελληνικής πλευράς, είναι να γίνεται η αποφασιστική παρέμβαση των ΗΠΑ προς την Τουρκία, πριν από την εκδήλωση της κρίσης. Γιατί πριν από την εκδήλωση της κρίσης, οι ΗΠΑ παρεμβαίνουν στην πλευρά της Ελλάδας και ζητούν αυτοσυγκράτηση, αποδυναμώνοντας την ελληνική αποτροπή. Η εμπειρία της μετά τα Ίμια εποχής, δείχνει ότι η Ελλάδα περιορίζεται σε εκκλήσεις προς τις ΗΠΑ για να παρέμβουν, αλλά στην περίπτωση αυτή οι διπλωματικές κινήσεις έχουν ελάχιστη ισχύ. Το θέμα για την Αθήνα δεν είναι οι εκκλήσεις, είναι η κατάλληλη στήριξη που πρέπει να δίνει η αποτροπή στη διπλωματία, ώστε οι ΗΠΑ να κατανοήσουν ότι πρέπει να παρέμβουν εκ των προτέρων για να αποτραπεί η κρίση και όχι εκ των υστέρων για να τη σταματήσουν.

Η ΕΕ, βρίσκεται μακριά από όλα αυτά. Όχι μόνο δεν είναι έτοιμη να στηρίξει τα κράτη-μέλη της σε περίπτωση που μια τρίτη χώρα, εκτός ΕΕ, επιτεθεί σε ένα από αυτά ή αμφισβητήσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα, αλλά ούτε διαθέτει ανάλογες δυνατότητες και διαδικασίες σύστασης ενισχυτικού μηχανισμού. Δεν υπάρχει δηλαδή αξιόπιστη κοινή άμυνα και εξωτερική πολιτική.

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ

Στην ΕΕ υπάρχουν βασικές αρχές για τις κυρώσεις που περιλαμβάνονται στις «Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή και την αξιολόγηση περιοριστικών μέτρων» της ΚΕΠΠΑ. Με βάση αυτές τις αρχές έχουν ληφθεί και οι κυρώσεις κατά της Τουρκίας που σχετίζονται με τις έρευνες για υδρογονάνθρακες στην κυπριακή ΑΟΖ.

Η γερμανική προεδρία έχει αποφασίσει ότι θα υπάρξει Σύνοδος Κορυφής στα τέλη Σεπτεμβρίου για να αποφασίσει για την αντιμετώπιση της στάσης της Τουρκίας. Προηγουμένως, αναμένεται να έχει οριστικοποιηθεί ένας πίνακας κυρώσεων από τους υπουργούς Εξωτερικών της ΕΕ.

Πρόκειται για κυρώσεις οι οποίες θα ληφθούν, αν η Τουρκία συνεχίσει τις έρευνές της για υδρογονάνθρακες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενδιαμέσως θα γίνει προσπάθεια έναρξης των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας και η Άγκυρα δεν φαίνεται πρόθυμη να εμπλακεί σε μία τέτοια διαδικασία, υπό την απειλή κυρώσεων.

Οι κυρώσεις, όπως και η ενεργοποίηση του άρθρου 42(7) εμπεριέχουν πολιτικά προβλήματα στην εφαρμογή τους, κυρίως από την πλευρά της Ελλάδας. Η ενεργοποίησή τους σημαίνει ότι υπάρχει παραβίαση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων (παραβίαση υφαλοκρηπίδας, έρευνες κ.λπ.), γεγονός που προϋποθέτει ότι η Αθήνα θα πρέπει να κάνει πρώτη τις κατάλληλες κινήσεις. Και αυτό θα σήμαινε στρατιωτικοποίηση της κρίσης. Στον βαθμό που αυτό δεν αποτελεί επιλογή της κυβέρνησης, αυτό θα σήμαινε ότι η Αθήνα θα επέλεγε να προσφύγει στην ΕΕ για την αντιμετώπιση της κρίσης. Στην περίπτωση αυτή, οι κυρώσεις θα αποτελούσαν το βασικό όπλο της ΕΕ το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί άμεσα. Η Άγκυρα θα συνεκτιμούσε τα κέρδη και τις ζημιές από μία τέτοια εξέλιξη και θα κινούνταν αναλόγως.

Η ανάσχεση της Τουρκίας διά της επιβολής κυρώσεων από την ΕΕ, έχει αποκτήσει το τελευταίο διάστημα πολλούς οπαδούς και στην κυβέρνηση και στην αξιωματική αντιπολίτευση, ίσως και την πλειοψηφία. Ωστόσο, μία τέτοιου είδους στρατηγική από ελληνικής πλευράς, δηλαδή μία στρατηγική που ρίχνει το βάρος στον ξένο παράγοντα, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική και να έχει βάθος χρόνου. Και αυτό γιατί, τα θέματα της Ελλάδας με την Τουρκία είναι δισεπίλυτα και δεν πρόκειται να ρυθμιστούν με άμεσες συνομιλίες.

Και όσο αυτές οι διαδικασίες θα εξελίσσονται σε βάθος χρόνου, οι πιέσεις που θα ασκούνται από τον ξένο παράγοντα θα αυξάνονται σε βάρος αυτού που θεωρείται ο περισσότερο αδύναμος ή που έχει δείξει μειωμένη πολιτική βούληση να αναλάβει το βάρος που του αναλογεί…