Η πρόσφατη ελληνοτουρκική ένταση και οι παραγόμενες ψευδαισθήσειςΑνδρέας Καρατζής

Η τελευταία ένταση με την Τουρκία έφερε στην επιφάνεια μία σειρά από αφηγήματα που έχουν αναπαραχθεί στη συντριπτική πλειοψηφία των συστημικών ή μη, μέσων επικοινωνίας.

Τα αφηγήματα αυτά μπορεί να ακούγονται ευχάριστα, ή και να ανεβάζουν το ηθικό κάποιων, στην πραγματικότητα όμως είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα για τη διαχείριση των εντάσεων και κρίσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Πρόσφατα, η «NAVTEX 0979/20» του παράκτιου σταθμού της Αττάλειας έφερνε την Ελλάδα και την Τουρκία στα πρόθυρα μίας σύγκρουσης. Η κλιμάκωση δημιουργήθηκε μονομερώς από την Τουρκία, ενώ η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε με έμφαση στους εταίρους της, στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, την υπεράσπιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με κάθε τρόπο, ακόμη και με ανάληψη στρατιωτικής δράσης, εάν τα τουρκικά ερευνητικά πλοία ξεκινούσαν έρευνες σε περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, νοτίως του Καστελόριζου. Επεσήμανε ότι η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ και προειδοποίησε ότι σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης με την Τουρκία θα ζητήσει την ενεργοποίηση του άρθρου 42 (7), που προβλέπει αμοιβαία συνδρομή. Για την αποκλιμάκωση της κρίσης, το Βερολίνο παρενέβη κατευναστικά προς τη Άγκυρα, επισημαίνοντας ότι σε περίπτωση που οι τουρκικές σεισμικές έρευνες πυροδοτήσουν στρατιωτική αντιπαράθεση με την Ελλάδα, τότε τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ θα είναι υποχρεωμένα να συνδράμουν την Ελλάδα και παραλλήλως, να ενεργοποιήσουν κυρώσεις οι οποίες θα βλάψουν ανεπανόρθωτα την τουρκική οικονομία.

Η Άγκυρα προτίμησε, για δικούς της λόγους, να αναστείλει τις έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα για διάστημα ενός μηνός και να αποσύρει τα πολεμικά της πλοία από το Αιγαίο, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησε νέες έρευνες στην ΑΟΖ της Κύπρου. Παράλληλα, με την ευρωπαϊκή προτροπή ετοιμάζεται να ξεκινήσει ένας διάλογος μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας, για τον οποίο οι δύο συμμετέχοντες έχουν εντελώς αποκλίνουσες ατζέντες.

Στην Αθήνα διατυπώθηκαν δύο κύρια αφηγήματα, τα οποία διατυπώνονται είτε ξεχωριστά, είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους. Το ένα αφήγημα θεωρεί ότι η έξοδος του ελληνικού στόλου στο Αιγαίο, ως απάντηση της κινητοποίησης του τουρκικού, έδειξε αποφασιστικότητα από ελληνικής πλευράς με αποτέλεσμα να αποτραπεί η Τουρκία να συνεχίσει. Το δεύτερο αφήγημα θεωρεί ότι η παρέμβαση της Γερμανίας ─ελλείψει βούλησης για παρέμβαση των ΗΠΑ─ είναι αυτή που απέτρεψε την Τουρκία από το να ολοκληρώσει τον σχεδιασμό της. Και τα δύο αυτά αφηγήματα, αλλά και ο συνδυασμός τους, θέλουν να δείξουν ότι η Τουρκία φοβήθηκε, ή αιφνιδιάστηκε, ή το σκέφτηκε καλύτερα «και έκανε πίσω».

Αυτά τα αφηγήματα προέρχονται κυρίως από την κυβέρνηση, η οποία θέλησε να καταγράψει άλλη μία επιτυχία στο ενεργητικό της, μία επιτυχία που θέλει να τη συνδέσει με αποφασιστικές στρατιωτικές κινήσεις και επιτυχημένες διπλωματικές παρεμβάσεις. Με βάση αυτή τη λογική, η κυβέρνηση καταγράφει ήδη δύο επιτυχίες απέναντι στην Τουρκία, τον Φεβρουάριο και τον Ιούλιο, αφού δεν αιφνιδιάστηκε και απάντησε αποτελεσματικά στις τουρκικές κινήσεις.

Τα αφηγήματα του ΣΥΡΙΖΑ είναι μάλλον νεφελώδη. Στις πρώτες φάσεις της έντασης, ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε τη θέση ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει τουλάχιστον αυτό που έκανε ο ίδιος ως κυβέρνηση τον Οκτώβριο 2018, όταν ελληνική φρεγάτα εμπόδισε το τουρκικό ερευνητικό σκάφος να πραγματοποιήσει έρευνες μέσα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Απέφυγε όμως εντέχνως να υπενθυμίσει ότι το τουρκικό σκάφος ήταν ασυνόδευτο, ενώ για το Uruc Reis είχε κινητοποιηθεί μεγάλη δύναμη του τουρκικού στόλου. Στο τέλος ο ΣΥΡΙΖΑ έμεινε να υποδεικνύει στην κυβέρνηση ότι στον επικείμενο διάλογο με την Τουρκία, μπαίνουν μόνο τα θέματα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, μία θέση που αποδέχονται όλες οι ελληνικές μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει την πολιτική του στα ελληνοτουρκικά σε κάποιες παράδοξες αναλύσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν είναι ο υπ’ αριθμόν ένα στόχος της τουρκικής πολιτικής, ούτε και βρίσκεται ψηλά στις επιλογές της, στις οποίες τις κύριες θέσεις κατέχουν η Λιβύη και η Συρία. Θεωρεί ότι η Τουρκία εργαλειοποιεί την Ελλάδα για να πιέζει τη Γερμανία, με στόχο την απόσπαση ανταλλαγμάτων. Αυτή η εργαλειοποίηση ασκεί ταυτόχρονα πιέσεις και στην Κύπρο για να διολισθαίνει σε υποχωρήσεις. Αυτή η εργαλειοποίηση της Ελλάδας για την άσκηση πιέσεων προς το Βερολίνο και τη Λευκωσία, έχει πολιτικούς και οικονομικούς στόχους, με τους τελευταίους να αφορούν τους κυπριακούς υδρογονάνθρακες, αλλά και την απόσπαση κονδυλίων από τη Γερμανία. Αντίθετα, η Ελλάδα δεν έχει να δώσει στην Τουρκία κάτι χειροπιαστό και άμεσο, ενώ το Αιγαίο είναι μία δύσκολη περιοχή για οικονομική εκμετάλλευση. Πρόκειται για μία εκλεπτυσμένη εκδοχή του ότι «τα πάντα γίνονται για οικονομικούς λόγους», η οποία μπορεί να είναι εν μέρει ορθή, αφού παραβλέπει τις διεθνείς και περιφερειακές γεωπολιτικές δυναμικές.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟΥ ΣΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΝΤΑΣΕΩΝ

Η κυβέρνηση έχει επιλέξει να εφαρμόζει την πολιτική του αυτονόητου και κατόπιν να την εμφανίζει ως δική της επιτυχία.

Τον Φεβρουάριο στον Έβρο, έγινε το αυτονόητο, δηλαδή κινητοποιήθηκε ο κρατικός μηχανισμός για να αποτραπεί η μαζική είσοδος μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα. Είχε η κυβέρνηση κάποια άλλη επιλογή; Προφανώς όχι. Η κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού ήταν αυτονόητη και αναγκαστική. Επιπρόσθετα, ήταν και επαρκής γιατί δεν υπήρξε συνέχεια.

Τον Μάρτιο, η διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού, αποτέλεσε μία κυβερνητική επιτυχία. Και αυτό γιατί η κυβέρνηση είχε μπροστά της επιλογές που δεν ήταν αυτονόητες σε ό,τι αφορά τον χρόνο αντίδρασης και τα μέσα που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν. Από τις επιλογές αυτές, η κυβέρνηση υιοθέτησε τις καλύτερες και αντιμετώπισε επιτυχώς την κρίση.

Στην ελληνοτουρκική ένταση του Ιουλίου, εκτός από το ερευνητικό σκάφος, ένας μεγάλος αριθμός τουρκικών πολεμικών πλοίων, περί τα 20, βγήκε στο Αιγαίο. Και εδώ έγινε το αυτονόητο. Με τόση τουρκική ναυτική κινητοποίηση, ο ελληνικός στόλος έπρεπε να βγει στο Αιγαίο και βγήκε.

Εκτός από την κυβέρνηση, πολλοί θεωρούν ότι αυτή η επίδειξη αποφασιστικότητας, απέτρεψε την Τουρκία να υλοποιήσει την NAVTEX που είχε εκδώσει, αφού την αιφνιδίασε. Είναι δύσκολο να κατανοήσει κάποιος ότι η Άγκυρα θα έβγαζε τον στόλο στο Αιγαίο και δεν θα περίμενε ότι θα αντιδρούσε η Αθήνα με τον τρόπο που αντέδρασε. Η Άγκυρα γνώριζε το πραγματικό διακύβευμα του σχεδιασμού που έκανε με την NAVTEX και επομένως, περίμενε και την ελληνική αντίδραση. Η έξοδος του τουρκικού στόλου από τους ναυστάθμους του είχε πολλαπλούς στόχους, από την προβολή ισχύος προς την Αίγυπτο, μέχρι την διεξαγωγή ασκήσεων σε περιοχές κοντά στη Λιβύη και αν χρειάζονταν, την υποστήριξη του ερευνητικού σκάφους στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Να υπενθυμίσουμε ότι και το 1996 ο στόλος βγήκε στο Αιγαίο, αλλά δεν μπόρεσε να αποτρέψει το πραγματικό διακύβευμα που ήταν τότε, το γκριζάρισμα κάποιων περιοχών στο Αιγαίο.

ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΝΤΑΣΗΣ

Στην ένταση του Ιουλίου που θα μπορούσε να μετεξελιχθεί σε μία κρίση εθνικής ασφάλειας, το διακύβευμα δεν ήταν η έρευνα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, αλλά η εξουδετέρωση της ελληνικής διπλωματικής πίεσης για συστράτευση των Ευρωπαίων για την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Η πίεση αυτή εξουδετερώθηκε με την έναρξη ενός διαλόγου, ο οποίος θα αποτελέσει μία επανάληψη εξ ορισμού αδιέξοδων διερευνητικών συνομιλιών. Αν ο διάλογος με την Ελλάδα προχωρήσει, έστω και διαδικαστικά, η Τουρκία θα αποφύγει την επιβολή, αλλά και τον σχεδιασμό επιβολής κυρώσεων από την ΕΕ, αφού για την Άγκυρα διάλογος με την απειλή κυρώσεων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, όπως δεν γίνεται αποδεκτός και από την Αθήνα, διάλογος με την απειλή πολέμου. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της γερμανικής παρέμβασης. Το Βερολίνο δεν απέτρεψε την Τουρκία να κάνει έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, αλλά τη βοήθησε στην αποφυγή άμεσων διαδικασιών σχεδιασμού και επιβολής κυρώσεων που είχαν αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Τώρα πλέον, ένας νέος κύκλος ελληνοτουρκικών διερευνητικών συνομιλιών με αδιέξοδη κατάληξη, απελευθερώνει διπλωματικά την Άγκυρα από τον αυτοεγκλωβισμό της σε μία αμφίβολη περιπέτεια στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και την αφήνει απερίσπαστη στην υλοποίηση του σχεδιασμού της στην κυπριακή ΑΟΖ, στην οποία το Barbaros, ήδη διεξάγει έρευνες, αλλά και στα υπόλοιπα ανοικτά μέτωπα που έχει. Το αν η Άγκυρα θα συνεχίσει και τις παραβιάσεις στο Αιγαίο, είναι ένα ανοικτό θέμα που θα εξαρτηθεί από το πώς αξιολογεί η ίδια τις διερευνητικές συνομιλίες.

Κάποιοι επικεντρώνονται στο περιεχόμενο των διερευνητικών συνομιλιών και προσπαθούν να αναδείξουν κόκκινες γραμμές, για το τι θα μπει στο τραπέζι, για το αν πρέπει να πάμε στην Χάγη, κ.λπ. Πρόκειται για μία αδιέξοδη πρακτική, στο βαθμό που αυτές οι συνομιλίες θα είναι προσχηματικές, επομένως το πρόβλημα δεν είναι το περιεχόμενό τους.

Το πρόβλημα είναι ότι η επιλογή της επανάληψης των διερευνητικών συνομιλιών αμέσως μετά την ένταση που δημιουργήθηκε και ως συνέπεια της αποκλιμάκωσης, δίνει παντού λάθος μηνύματα. Η Αθήνα υποχώρησε από τη θέση της για διακοπή των προκλήσεων όσο διαρκούν οι συνομιλίες σε σχέση με την τουρκική απαίτηση για συνομιλίες χωρίς προϋποθέσεις. Το αν η Αθήνα επιμείνει στην ολοκλήρωση του σχεδιασμού της ΕΕ για επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία κατά την περίοδο που βρίσκονται σε εξέλιξη οι διερευνητικές συνομιλίες, παραμένει ανοικτό ζήτημα.

Παράλληλα με τα προηγούμενα, η Τουρκία με την κίνηση μη κλιμάκωσης της κρίσης, αγόρασε χρόνο που της είναι πολύτιμος για να διευθετήσει ανοικτές εκκρεμότητες σε άλλα μέτωπα, όπως αυτό της Λιβύης, τα οποία για αυτήν έχουν μεγαλύτερη σημασία στην τρέχουσα συγκυρία. Και παράλληλα, μπήκε σε μία διαδικασία διαλόγου με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα, που της δίνει όμως την ευκαιρία να επιδιορθώσει την διεθνή της εικόνα.

Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ

Από τις αρχές του 2020 η ρητορική των στρατιωτικών, έχει αυξηθεί. Αυτά που διακηρύσσουν συνοψίζονται σε δύο άξονες. Ο πρώτος είναι αυτός που περιγράφεται συνοπτικά «θα τους κάψουμε» και αναφέρεται στην αντίδραση που θα υπάρξει, αν καταληφθεί ελληνικό έδαφος. Ο δεύτερος αναφέρεται στην άμεση μετεξέλιξη της σημειακής άμυνας σε γενικευμένο πόλεμο σε περίπτωση θερμού επεισοδίου.

Για πολλούς, αυτές οι δύο θέσεις συγκροτούν το νέο αμυντικό δόγμα της χώρας. Δυστυχώς, και οι δύο αυτές θέσεις είναι λανθασμένες και δεν μπορούν από μόνες τους να συγκροτήσουν αμυντικό δόγμα.

Σε πρώτο επίπεδο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι στρατιωτικοί ηγέτες δεν αποτελούν αυτόνομους παράγοντες αποτροπής. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, αυτό θα σήμαινε ότι ο στρατιωτικός ηγέτης είναι αυτονομημένος από την πολιτική ηγεσία, πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει ότι η πολιτική-στρατιωτική ενότητα κορυφής που χρειάζεται, έχει διαρραγεί, επομένως οι αντίπαλοι κατανοούν ότι η αποτροπή που ασκείται θα είναι αναποτελεσματική. Σε δεύτερο επίπεδο, αν στον στρατιωτικό ηγέτη η κυβέρνηση έχει αναθέσει να παίζει τον ρόλο του σκληρού στο δημόσιο χώρο και η ίδια κρατάει τον πολιτικό και διπλωματικό ρόλο, τότε αυτοϋπονομεύει την αποτρεπτική της ισχύ, η οποία εκφράζεται αποτελεσματικά μόνο από τον πρωθυπουργό.

Η κυβέρνηση οφείλει να διορθώσει τις αποτρεπτικές της αδυναμίες καθώς γίνονται εύκολα κατανοητές από τον αντίπαλο και δεν έχουν καμία αποτελεσματικότητα.

Στην πράξη, τέτοιες ρητορικές δημιουργούν τη λανθασμένη αντίληψη ότι η απειλή πολέμου συνιστά διαχείριση κρίσης, συσκοτίζοντας όλες τις ενδιάμεσες επιλογές στην αλληλουχία αποτροπής-ανάσχεσης, που αποτελούν τον τρόπο που δρουν και αντιδρούν οι εμπλεκόμενοι στην κρίση.

Όταν η ένταση, όπως η πρόσφατη στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, μεταμορφωθεί σε κρίση, υπάρχει μία αλληλουχία αποτροπής-ανάσχεσης μέσα στη διαχείριση της κρίσης. Τότε, το επιχειρησιακό, δηλαδή το πολιτικοστρατιωτικό διακύβευμα της διαχείρισης της κρίσης, είναι ο έλεγχος της κλιμάκωσης. Έλεγχος της κλιμάκωσης σημαίνει να τεθεί το λελογισμένο δίλλημα στην αντίπαλη πλευρά, είτε να αποσυρθεί, είτε να κλιμακώσει περισσότερο την κρίση. Αυτό σημαίνει ότι η ανάσχεση που γίνεται στο παρόν επίπεδο κλιμάκωσης συνιστά ταυτόχρονα αποτροπή για να μην κλιμακώσει η άλλη πλευρά στο επόμενο επίπεδο κλιμάκωσης. Η εξέλιξη της κλιμάκωσης ακολουθεί τις πολιτικές επιλογές αυτού που προκάλεσε την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση της Τουρκίας και βεβαίως την πολιτικοστρατιωτική ετοιμότητα της πλευράς που αντιδρά, δηλαδή της Ελλάδας.

Οι στρατιωτικές επιλογές μέσα σε μία κρίση είναι αποκλειστικά πολιτικές επιλογές και όχι αυτόνομα στρατιωτικές. Κάθε μία στρατιωτική κίνηση είναι ένα πολιτικό μήνυμα που εκπέμπεται στην άλλη πλευρά για να αποσυρθεί.

Αυτό που ζητείται από τη στρατιωτική ηγεσία είναι η διάθεση στρατιωτικών επιχειρησιακών επιλογών κατάλληλων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης. Στην πράξη, οι δύο πλευρές στις κρίσεις ασφαλείας ανταλλάσσουν μηνύματα με στρατιωτικά μέσα.

Δεν κάνουν πόλεμο, ούτε η απειλή πολέμου συνιστά διαχείριση κρίσης ─ ο πόλεμος είναι η κατάρρευση της διαχείρισης κρίσης, η αποτυχία να διαφυλαχθεί το διακύβευμα ασφαλείας με πολιτικοστρατιωτικά μέσα.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι το ενδεχόμενο εντάσεων και κρίσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας παραμένει ανοικτό και μετατίθεται για το μέλλον, όταν η Άγκυρα θεωρήσει ότι την ευνοεί η διεθνής πολιτική συγκυρία.