Το άρθρο 42 (7) της Συνθήκης της ΕΕ και η αδυναμία στήριξης της ΕλλάδαςΒαγγέλης Χωραφάς & Πολυχρόνης Ναλμπάντης

Η κυβέρνηση κάθε κράτους έχει την ευθύνη για την ακεραιότητά του, ενώ ταυτόχρονα μεριμνά, σχεδιάζει, υιοθετεί την υψηλή στρατηγική για την άμυνα και την ασφάλειά του και παράλληλα καθορίζει τους εθνικούς αντικειμενικούς σκοπούς, η επίτευξη των οποίων θεωρείται ότι εξυπηρετεί τα εθνικά του συμφέροντα. Το εθνικό συμφέρον και οι εθνικοί αντικειμενικοί σκοποί (πολιτικοί, ασφάλειας – άμυνας, οικονομικοί, κοινωνικοί, τεχνολογικοί) αποτελούν τη βάση για τη διαμόρφωση της εθνικής πολιτικής, προσδιορίζοντας το πλαίσιο των σχέσεων και ενεργειών, τόσο για τα εσωτερικά προβλήματα, όσο και για τις διεθνείς σχέσεις, καθώς και τον γενικό προσανατολισμό της χώρας.

Για την Ελλάδα, αυτός ο γενικός προσανατολισμός καθορίζεται από την εσωτερική της ισχύ, καθώς και από την συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Η συμμετοχή αυτή με τη σειρά της, επηρεάζεται από τις δομικές αδυναμίες και παθογένειες αυτών των διεθνών θεσμών, καθώς και από τα συμφέροντα των κρατών-μελών που τους απαρτίζουν.

Διαπιστώθηκε πρόσφατα στις Βρυξέλες, κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκός Ένωσης (ΕΕ) για το Ταμείο Ανάκαμψης και τον επταετή προϋπολογισμό της ΕΕ, έντονη διαφωνία μεταξύ των κρατών-μελών και σημαντική δυσκολία στη λήψη απόφασης, παρά τις μαραθώνιες ολονύχτιες διαπραγματεύσεις. Πρόκειται για ένα φαινόμενο τόσο συνηθισμένο που η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία το καταγράφει ως συνήθη ευρωπαϊκή πρακτική.

Κατόπιν τούτων, προκύπτει το ερώτημα, πως δύναται να εφαρμοστεί το άρθρο 42 (7) της Συνθήκης της ΕΕ (ΣΕΕ) για παροχή στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα, σε περίπτωση ελληνοτουρκικής ένοπλης σύγκρουσης, με δεδομένες τις ευρωπαϊκές σκληρύνσεις και τα αποκλίνοντα συμφέροντα των κρατών μελών, ενώ το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών διαβεβαιώνει την άμεση εφαρμογή του.

Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΕΝΤΑΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

Πρόσφατα, η «NAVTEX 0979/20» του παράκτιου σταθμού της Αττάλειας έφερνε την Ελλάδα και την Τουρκία στα πρόθυρα μίας σύγκρουσης. Η κλιμάκωση δημιουργήθηκε μονομερώς από την Τουρκία, ενώ η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε με έμφαση στους εταίρους της, στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, την υπεράσπιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με κάθε τρόπο, ακόμη και με ανάληψη στρατιωτικής δράσης, εάν τα τουρκικά ερευνητικά πλοία ξεκινούσαν έρευνες σε περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, νοτίως του Καστελόριζου. Επεσήμανε ότι η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ και προειδοποίησε ότι σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης με την Τουρκία θα ζητήσει την ενεργοποίηση του άρθρου 42 (7), που προβλέπει αμοιβαία συνδρομή. Για την αποκλιμάκωση της κρίσης, το Βερολίνο παρενέβη κατευναστικά προς την Άγκυρα, επισημαίνοντας ότι σε περίπτωση που οι τουρκικές σεισμικές έρευνες πυροδοτήσουν στρατιωτική αντιπαράθεση με την Ελλάδα, τότε τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ θα είναι υποχρεωμένα να συνδράμουν την Ελλάδα και παραλλήλως, να ενεργοποιήσουν κυρώσεις οι οποίες θα βλάψουν ανεπανόρθωτα την τουρκική οικονομία.

Η Άγκυρα προτίμησε, για δικούς της λόγους, να αναστείλει τις έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα για διάστημα ενός μηνός και να αποσύρει τα πολεμικά της πλοία από το Αιγαίο, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησε νέες έρευνες στην ΑΟΖ της Κύπρου. Παράλληλα, με την ευρωπαϊκή προτροπή ετοιμάζεται να ξεκινήσει ένας διάλογος μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας, για τον οποίο οι δύο συμμετέχοντες έχουν εντελώς αποκλίνουσες ατζέντες.

Στην Αθήνα διατυπώθηκαν δύο κύρια αφηγήματα, τα οποία διατυπώνονται είτε ξεχωριστά, είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους. Το ένα αφήγημα θεωρεί ότι η έξοδος του ελληνικού στόλου στο Αιγαίο, ως απάντηση της κινητοποίησης του τουρκικού, έδειξε αποφασιστικότητα από ελληνικής πλευράς με αποτέλεσμα να αποτραπεί η Τουρκία να συνεχίσει. Το δεύτερο αφήγημα θεωρεί ότι η παρέμβαση της Γερμανίας είναι αυτή που απέτρεψε την Τουρκία από το να ολοκληρώσει τον σχεδιασμό της. Και τα δύο αυτά αφηγήματα και ο συνδυασμός τους, θέλουν να δείξουν ότι η Τουρκία φοβήθηκε, ή αιφνιδιάστηκε, ή το σκέφτηκε καλύτερα και έκανε πίσω.

Στην πραγματικότητα, η Τουρκία με την κίνηση μη κλιμάκωσης της κρίσης, αγόρασε χρόνο που της είναι πολύτιμος για να διευθετήσει ανοικτές εκκρεμότητες σε άλλα μέτωπα, όπως αυτό της Λιβύης, τα οποία για αυτήν έχουν μεγαλύτερη σημασία στην τρέχουσα συγκυρία. Και παράλληλα, μπήκε σε μία διαδικασία διαλόγου με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα, που της δίνει όμως την ευκαιρία να επιδιορθώσει τη διεθνή της εικόνα.

Αν ο διάλογος με την Ελλάδα προχωρήσει, έστω και διαδικαστικά, η Τουρκία θα αποφύγει την επιβολή, αλλά και τον σχεδιασμό επιβολής κυρώσεων από την ΕΕ, αφού για την Άγκυρα διάλογος με την απειλή κυρώσεων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, όπως δεν γίνεται αποδεκτός και από την Αθήνα, διάλογος με την απειλή πολέμου.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι το ενδεχόμενο κρίσεων παραμένει ανοικτό και μετατίθεται για το μέλλον, όταν η Άγκυρα θεωρήσει ότι την ευνοεί η διεθνής πολιτκή συγκυρία.

Ένα μέρος του προβλήματος μετατίθεται στην ΕΕ, η οποία θα πρέπει να αποφασίσει αν θα προχωρήσει στον σχεδιασμό της για την κατάρτιση λίστας κυρώσεων κατά της Τουρκίας, η οποία δεν θα πρέπει να είναι ψευδεπίγραφη, όπως συνέβη στην υπόθεση της Κύπρου.

Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 42 (7) ΤΗΣ ΣΕΕ

Για πρώτη φορά στην ΕΕ, η Γαλλία ζήτησε την ενεργοποίηση και βοήθεια από τα K-M, βάσει του άρθρου 42 παράγραφος 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου 2015.

Το Άρθρο 42 (7), το οποίο συνήθως αναφέρεται ως «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής» της ΕΕ, αναφέρει: «Σε περίπτωση κατά την οποία κράτος-μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη-μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό δεν επηρεάζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών μελών». Να επισημανθεί εδώ, ότι το πρωτότυπο κείμενο δεν αναφέρεται σε «επίθεση»/attack» αλλά σε «επιθετικότητα»/aggression και κακώς δεν έχει διορθωθεί στα ελληνικά.

Η εισαγωγή ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής στη συνθήκη της Λισαβόνας (2009) αποτέλεσε τότε, σημαντική καινοτομία στην ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για πρώτη φορά στην ΕΕ δημιουργήθηκε μια αίσθηση στρατιωτικής αλληλεγγύης, που προοριζόταν διαφορετικά για συμμαχίες αυτοάμυνας: στην περίπτωση της «ένοπλης επιθετικότητας [στο] έδαφος» ενός (ή περισσοτέρων) κρατών-μελών, τα άλλα είναι υποχρεωμένα να βοηθήσουν. Ταυτόχρονα, η διάταξη συνεπάγεται ότι η ουδετερότητα ορισμένων κρατών-μελών γίνεται σεβαστή, όπως και οι θεμελιώδεις επιλογές για την ασφάλεια και την άμυνα, που έχουν κάνει άλλα κράτη-μέλη σε σχέση με το ΝΑΤΟ. Πράγματι, για τις 22 χώρες της ΕΕ οι οποίες είναι μέλη του ΝΑΤΟ, η Βόρειο-Ατλαντική Συμμαχία παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος για τη συλλογική τους άμυνα, και ο διεθνής Οργανισμός για την εφαρμογή.

Συνεπώς, η πράξη αυτή της Γαλλίας αντιπροσώπευε την ενεργοποίηση της ρήτρας «αμοιβαίας συνδρομής» και τα κράτη-μέλη, άμεσα και ομόφωνα, εξέφρασαν την αλληλεγγύη και την πολιτική τους υποστήριξη προς τη Γαλλία και εντός ολίγων ημερών, συμπεριλαμβανομένων κυρίως των Γερμανίας και Ηνωμένου Βασιλείου, αποφάσισαν μια σειρά συνεισφορών, δηλαδή πολιτικών, διπλωματικών, στρατιωτικών, τεχνολογικών και εφοδιαστικών μέτρων.

Οι Υπουργοί Άμυνας της ΕΕ, κατά την προγραμματισμένη τους σύσκεψη για το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων στις 17 Νοεμβρίου 2015, εξέφρασαν την «ομόφωνη και πλήρη υποστήριξή τους προς τη Γαλλία και υπογράμμισαν ότι «δεν απαιτείται επίσημη απόφαση από το Συμβούλιο» για την ενεργοποίηση της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής. Δηλαδή, σε πολιτικό επίπεδο, τούτο προσδιόριζε ως ένδειξη ευελιξίας και ως ευκαιρία για επιτάχυνση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Η συζήτηση στις 17 Νοεμβρίου ήταν καθαρά τυχαία, επειδή η σύνοδος του Συμβουλίου είχε προγραμματιστεί πολύ πριν από τις επιθέσεις του Παρισιού.

Επιπρόσθετα, η Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική και την Ασφάλεια και Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Federica Mogherini, σε κοινές συνεντεύξεις Τύπου με τον Γάλλο υπουργό Άμυνας Jean-Yves Le Drian επιβεβαίωσε ότι «δεν χρειαζόμαστε περαιτέρω τυπικότητα για να προχωρήσουμε». Ο δε Γάλλος Υπουργός Άμυνας χαρακτήρισε την απόφαση πρωτίστως «πολιτική πράξη» και ανακοίνωσε ότι οι συζητήσεις με τα διάφορα κράτη-μέλη θα διεξαχθούν σε διμερές επίπεδο.

Παράλληλα, τονίστηκε ότι η λήψη της απόφασης για συνδρομή, καθώς και το είδος της παρεχόμενης βοήθειας, ήταν θέμα διμερών συνομιλιών και αφορούσε αποκλειστικά τη Γαλλία και τα κράτη-μέλη. Επομένως, η συμμετοχή της ΕΕ περιορίστηκε στο ελάχιστο, τόσο στην έναρξη του μηχανισμού όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο.

Στη συνέχεια, ακολούθησαν συνεχείς διμερείς συζητήσεις μεταξύ της Γαλλίας και των κρατών-μελών της ΕΕ, κυρίως μεταξύ των Γάλλων πρέσβεων και των εθνικών αρχών (Υπουργοί Εξωτερικών, Υπουργοί Άμυνας, Πρωθυπουργοί) στις αντίστοιχες πρωτεύουσες, σχετικά με το είδος της παρεχόμενης βοήθειας. Κατά συνέπεια, η ΕΕ πρόσφερε απλώς ένα πλαίσιο, εντός του οποίου τα κράτη-μέλη αλληλοϋποστηρίζονται και απλά, συντόνιζε αρχικά τις διαδικασίες. Η Γαλλία επέλεξε την πιο κυρίαρχη και λιγότερο θεσμοθετημένη μορφή συνεργασίας, πράγμα που σημαίνει ότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη να αποφασίσουν μεταξύ των μηχανισμών βοήθειας της ΕΕ.

Η γαλλική Κυβέρνηση υπέβαλε τα επιχειρησιακά της αιτήματα, στους πρέσβεις της ΕΕ στην Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας (ΕΠΑ) στις 24 Νοεμβρίου 2015. Τούτα επικεντρώθηκαν σε δύο βασικούς άξονες: πρώτον, για υποστήριξη ─με συγκέντρωση στρατιωτικών δυνατοτήτων─ για επιχειρήσεις της Γαλλίας στο Ιράκ και τη Συρία (Levant) εναντίον του Ισλαμικού κράτους (ISIS) και δεύτερον, για υποστήριξη σε άλλα θέατρα επιχειρήσεων της Γαλλίας, όπως την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, το Μάλι (Sahel) εναντίον ισλαμικών τρομοκρατικών δυνάμεων (Αλ-Κάιντα), ώστε να της επιτρέψει να μειώσει ορισμένες από τις δεσμεύσεις της στην περιοχή και να αναδιοργανώσει τα στρατεύματά της.

Ορισμένα κράτη-μέλη (δεκατρία) αποφάσισαν άμεσα για την αρχική τους συνεισφορά. Σε έξι κράτη-μέλη όμως ─Λετονία, Λιθουανία, Γερμανία, Κάτω Χώρες, Σλοβακία και Ηνωμένο Βασίλειο─ η απόφαση ελήφθη στα Κοινοβούλιά τους. Στη Σλοβενία, οι συζητήσεις πραγματοποιήθηκαν σε κοινοβουλευτικές επιτροπές, ενώ για το Βέλγιο, την Εσθονία, τη Φινλανδία, το Λουξεμβούργο και τη Ρουμανία υπήρχε κυβερνητική απόφαση. Στη Σουηδία, η κυβέρνηση καθόρισε την αρχική συμβολή, ενώ διεξήχθησαν πολλές συζητήσεις στο σουηδικό κοινοβούλιο. Οι τέσσερις χώρες του Visegrad (Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία και Σλοβακία) εξέτασαν την πιθανή συμβολή τους ως ομάδα.

Το Ηνωμένο Βασίλειο ξεκίνησε τις αεροπορικές του επιδρομές αμέσως μετά την ψηφοφορία του βρετανικού Κοινοβουλίου στις 02-12-2015 και επέτρεψε στα γαλλικά αεροσκάφη να χρησιμοποιούν τη βάση της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας (RAF) στο Ακρωτήρι της Κύπρου, μέχρι να αναπτυχτεί το αεροπλανοφόρο Charles de Gaulle στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Αυστρία προσέφερε 100 ώρες πτήσης για αεροπορικές μεταφορές με α/φη C-130, το Βέλγιο 1 φρεγάτα για συνοδεία στο γαλλικό αεροπλανοφόρο, η Κύπρος τη χρήση αεροπορικής βάσης και λιμενικές υποδομές, η Γερμανία 1.800 άνδρες, 1 φρεγάτα για συνοδεία στο γαλλικό αεροπλανοφόρο, 6 α/φη αναγνώρισης Tornado και α/φη για ανεφοδιασμό στον αέρα, οι Κάτω Χώρες συμμετοχή στις αεροπορικές επιθέσεις, η Πολωνία υποστήριξη στη διοικητική μέριμνα. Τέλος, η Ελλάδα δεν είχε στρατιωτική συμμετοχή, αλλά προσέφερε μόνο τη χρήση της υφιστάμενης συνεργασίας στις πληροφορίες, ενώ κάποια κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχία, Δανία, Ιταλία, Λουξεμβούργο και Μάλτα δεν συμμετείχαν με κανένα τρόπο.

Λαμβάνοντας υπόψη τις συνεισφορές των κρατών-μελών προς τη Γαλλία, ορισμένοι εμπειρογνώμονες/αναλυτές θεωρούν ότι το αποτέλεσμα των διμερών διαπραγματεύσεων μετά την ενεργοποίηση της ρήτρας του άρθρου 42 (7) της ΣΕΕ ήταν μάλλον απογοητευτικό και επιπλέον επισημαίνουν τις αποκλίνουσες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής των κρατών-μελών σε ευρωπαϊκό επίπεδο (δηλαδή ανάλογα με το εθνικό συμφέρον). Όσον αφορά στο ζήτημα για μη-στρατιωτική συνεργασία, αρκετά κράτη-μέλη εξέφρασαν την υποστήριξή τους προς τη Γαλλία σε θέματα ανταλλαγής πληροφοριών και υποστήριξη σε θέματα εξωτερικής πολιτικής στο πλαίσιο των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων για τη Συρία.

Το άρθρο 42 (7) της ΣΕΕ αναγνωρίζει τον διαφοροποιημένο χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών-μελών, και ως εκ τούτου αναγνωρίζει σιωπηρά τη δυνατότητα για μη-στρατιωτική βοήθεια, δηλαδή για βοήθεια με τη μορφή πολιτικής ή και οικονομικής υποστήριξης. Ωστόσο, τα κράτη-μέλη «οφείλουν» να συνδράμουν προς το αμυνόμενο κράτος, υπάρχει νομική δέσμευση και οφείλουν να συνδράμουν «με όλα τα μέσα», δηλαδή διπλωματικά, διοικητικά, τεχνικά, αλλά και στρατιωτικά μέσα. Παρόλα αυτά, η ΕΕ ως θεσμός, δεν διαθέτει, ακόμη τουλάχιστον, στρατιωτικά μέσα, δηλαδή Ευρωπαϊκό Στρατό, πλην των EU Battlegroups (EU BG) τα οποία συγκροτήθηκαν το 2005 για ειρηνευτικές-ανθρωπιστικές αποστολές, τις γνωστές ως «Petersberg Tasks».

Παράλληλα, τα Κ-Μ πρέπει να υπενθυμίζουν το γεγονός ότι το άρθρο 42 (7) της συνθήκης της ΕΕ επιβάλλει υποχρέωση συμμόρφωσης με το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Δηλαδή να αναφέρει αμέσως στο Συμβούλιο Ασφαλείας τυχόν μέτρα που ελήφθησαν κατά την άσκηση του δικαιώματός τους (συλλογικό) για αυτοάμυνα και να σταματήσουν τέτοιες ενέργειες μόλις το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας λάβει μέτρα, που είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.

Βέβαια, ορισμένοι ακαδημαϊκοί, μιλώντας στην Υποεπιτροπή Ασφάλειας και Άμυνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την 1η Δεκεμβρίου 2015, εξέφρασαν τη λύπη τους για την απουσία συζήτησης του θέματος της Γαλλίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σχετικά με την ενεργοποίηση της ρήτρας «αμοιβαίας συνεισφοράς». Επεσήμαναν, ότι «εάν το άρθρο 42 παράγραφος 7 αφορά πραγματικά την αμοιβαία άμυνα ─σχετικά με την πολεμική πορεία της ΕΕ─ τότε σίγουρα θα πρέπει να αποφασίσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, διότι εάν η κήρυξη πολέμου δεν αφορά τον καθορισμό της γενικής πολιτικής κατεύθυνσης της Ένωσης, τότε τι είναι;.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 42 (7) ΤΗΣ ΣΕΕ

Η ελληνική εξωτερική πολιτική για να γίνει αποτελεσματικότερη, πρέπει να γεφυρώσει το χάσμα, που χωρίζει εκείνους, που υποστηρίζουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί την τελική λύση όλων των εθνικών προβλημάτων, από εκείνους που προτάσσουν τη χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής, που θα αξιοποιεί αλλά δεν θα διαχέεται στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο.

Υπάρχει ένα κενό σχετικά με τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, για το οποίο ευθύνη φέρει και η ελληνική πλευρά, δηλαδή όλες οι κυβερνήσεις της περασμένης δεκαετίας. Παρά το γεγονός ότι έχει ενεργοποιηθεί μία φορά (από τη Γαλλία, 2015), η Ελλάδα υπό άμεση στρατιωτική απειλή από την Τουρκία, δεν υπέβαλλε προτάσεις ώστε να θεσπισθούν νέες πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή του άρθρου 42 (7) της Συνθήκης της ΕΕ, καθώς και τη ρητή πρόβλεψη εγγύησης των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης και εκ των πραγμάτων των ελληνικών συνόρων, στη λογική της ευρωπαϊκής κυριαρχίας.

Όμως, θα πρέπει να τονίσουμε, ότι οι διεθνείς οργανισμοί αποτελούνται από κράτη-μέλη, τα οποία πρωτίστως ενδιαφέρονται για τα εκπλήρωση των εθνικών τους συμφερόντων και την απόκτηση ισχύος και ασφάλειας στο άναρχο διεθνές σύστημα και δευτερευόντως για την αποτελεσματική λειτουργία ενός διεθνούς οργανισμού.

Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση της ΕΕ. Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο όσο ήταν μέλος της ΕΕ, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να παραιτηθούν από τις μόνιμες θέσεις που κατέχουν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και να αντικατασταθούν από την ΕΕ.

Η περιπέτεια της Γαλλίας με το άρθρο 42 (7) δείχνουν σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ ότι δεν έχουν να περιμένουν πολλά από την ευρωπαϊκή κινητοποίηση. Η απάντηση της Γαλλίας στην κρίση του 2015, χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να υλοποιηθεί, επομένως και η συμβολή των κρατών-μελών είχε τον απαραίτητο χρόνο για να ολοκληρωθεί.

Το σημαντικό συμπέρασμα είναι πως για την ενεργοποίηση του άρθρου 42 (7) της ΣΕΕ σχεδόν τα πάντα θα εξελιχτούν σε διμερές επίπεδο μεταξύ των κρατών-μελών στην ΕΕ. Δεν θα ξεκινήσει καμία αποστολή στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (CSDP). Η ΕΕ θα ενεργήσει μόνο ως «διαμεσολαβητής». Ένα ζήτημα είναι σίγουρο: το άρθρο 42 (7) της ΣΕΕ δεν σημαίνει ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ μπορεί να υποχρεωθούν να διεξάγουν στρατιωτικές επιχειρήσεις ή να στείλουν στρατό παρά τη θέλησή τους.

Μία εμπλοκή της Ελλάδας με την Τουρκία δεν μπορεί να είναι μακροχρόνια, επομένως η πρακτική ευρωπαϊκή συμβολή θα είναι εκ των υστέρων και όχι σημαντική.

Με τα δεδομένα αυτά, η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει σε διμερείς συμφωνίες με κράτη-μέλη της ΕΕ που έχουν τη βούληση και τις δυνατότητες να τη συνδράμουν άμεσα, μέσα στα χρονικά περιθώρια στα οποία θα εκδηλωθεί μία ενδεχόμενη κρίση. Η εκ των υστέρων ενεργοποίηση του άρθρου 42(7) της ΣΕΕ, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα γιατί η περίπτωση της δεν είναι όμοια με αυτήν της Γαλλίας.

Όσοι είναι οπαδοί του σχεδίου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, απαιτούν περαιτέρω πρόοδο στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων της ΕΕ (τόσο για τα κράτη-μέλη, όσο και τα θεσμικά της όργανα), ώστε να μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο.

Ωστόσο, όπως δείχνει η περίπτωση της Γαλλίας, αλλά εν δυνάμει και της Ελλάδας, απαιτείται μια επιτυχημένη υπερεθνικοποίηση της ρήτρας του άρθρου 42 (7) της ΣΕΕ, δηλαδή να ενεργοποιείται άμεσα και τα κράτη-μέλη να διαθέτουν με ταχύτητα τα στρατιωτικά μέσα και τη στρατιωτική δύναμη. Βέβαια, αυτή η προοπτική ξεφεύγει από τα συμφέροντα κάποιων κρατών της ΕΕ και των κυρίαρχων οικονομικών ελίτ που αντιμετωπίζουν την ΕΕ ως χώρο εμπορικών συναλλαγών και εκμετάλλευσης και όχι ως ενιαίο γεωπολιτικό παράγοντα.

Τέλος, το ΝΑΤΟ δεν θα είναι εκ των πραγμάτων με την Ελλάδα, γιατί ως οργανισμός δεν παρεμβαίνει σε διενέξεις μεταξύ των κρατών-μελών του, πέρα από το να επιχειρήσει να τις σταματήσει. Σε αυτή την συγκυρία το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται πρωτίστως για την επιστροφή της Τουρκίας στην Δύση και είναι διατεθειμένοι να κάνουν όλες τις απαραίτητες υποχωρήσεις, οι οποίες θα είναι κατά των ελληνικών συμφερόντων.

Υπάρχει ακόμα και ο παράγοντας που λέγεται αμερικανική παρέμβαση και μεσολάβηση. Η παρέμβαση αυτή έχει σχεδιαστεί από τις ΗΠΑ να γίνεται με τους όρους που έγινε στα Ίμια, δηλαδή μετά την έναρξη της κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι εκ των πραγμάτων πάντα θα λειτουργεί υπέρ της Τουρκίας που θα είναι ο επιτιθέμενος σε μία ελληνοτουρκική κρίση, γιατί θα «γκριζάρει» το επίδικο της κρίσης, δηλαδή θα δημιουργεί κέρδη στην Τουρκία.

Το βασικό ζήτημα που θα έπρεπε να τίθεται από ελληνικής πλευράς, είναι να γίνεται η αποφασιστική παρέμβαση των ΗΠΑ προς την Τουρκία, πριν από την εκδήλωση της κρίσης. Γιατί πριν από την εκδήλωση της κρίσης, οι ΗΠΑ παρεμβαίνουν στην πλευρά της Ελλάδας και ζητούν αυτοσυγκράτηση, αποδυναμώνοντας την ελληνική αποτροπή. Η εμπειρία της μετά τα Ίμια εποχής, δείχνει ότι η Ελλάδα περιορίζεται σε εκκλήσεις προς τις ΗΠΑ για να παρέμβουν, αλλά στην περίπτωση αυτή οι διπλωματικές κινήσεις έχουν ελάχιστη ισχύ. Το θέμα για την Αθήνα δεν είναι οι εκκλήσεις, είναι η κατάλληλη στήριξη που πρέπει να δίνει η αποτροπή στη διπλωματία, ώστε οι ΗΠΑ να κατανοήσουν ότι πρέπει να παρέμβουν εκ των προτέρων για να αποτραπεί η κρίση και όχι εκ των υστέρων για να την σταματήσουν.

Η ΕΕ, βρίσκεται μακριά από όλα αυτά. Όχι μόνο δεν είναι έτοιμη να στηρίξει τα κράτη-μέλη της σε περίπτωση που μια τρίτη χώρα, εκτός ΕΕ, επιτεθεί σε ένα από αυτά, ή αμφισβητήσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα, αλλά ούτε διαθέτει ανάλογες δυνατότητες και διαδικασίες σύστασης ενισχυτικού μηχανισμού. Δεν υπάρχει δηλαδή αξιόπιστη κοινή άμυνα και εξωτερική πολιτική.