Περί ηθικού πλεονεκτήματος στην πολιτικήΚώστας Μελάς

Στη δημόσια συζήτηση, εξακολουθεί η διατύπωση επιχειρημάτων, όπως «ηθικό πλεονέκτημα», «ηθική υποχρέωση έναντι των πολιτών» και γενικά μια προσπάθεια «ηθικοποίησης» της πολιτικής αντιπαράθεσης. Συγκεκριμένα, σχετικά με το παραπάνω θέμα, μπορώ να ισχυριστώ τα παρακάτω:

Πρώτον, δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί «ηθικό πλεονέκτημα» (στην πολιτική), καθώς κάθε ηθική αντίληψη που δεν έχει ως αντίπαλό της τα προβλήματα ενός πραγματικού κράτους, ανακαλύπτει εν τέλει ότι, όταν κατακτήσει την εξουσία δεν μπορεί να κυβερνήσει. Η προσπάθεια ιστορικής θεμελίωσης (αν μπορεί να υπάρξει και πιστέψτε με είναι δύσκολο αυτό να τεκμηριωθεί) προσκρούει με ορμή στην ιστορική πραγματικότητα της διακυβέρνησης. Αρχή άνδρα δείκνυσι.

Δεύτερον, αυτό το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα» αλλά και τα υπόλοιπα «ηθικά» συμπαρομαρτούντα, στηρίζονται σε μια ηθική βεβαιότητα από διάφορες φιλοσοφίες της ιστορίας που τους επιτρέπουν να σχεδιάζουν το μέλλον, ένα πλήρως ηθικό μέλλον. Ο εγγενώς ουτοπικός, εσχατολογικός και ηθικολογικός χαρακτήρας της φιλοσοφίας της ιστορίας έχει αναλυθεί επαρκώς έτσι ώστε να μην σταθούμε σε περισσότερες αναφορές εδώ. Οι συνέπειες της εφαρμογής τέτοιων αντιλήψεων στην ιστορία επίσης.

Τρίτον, μια εντελώς ηθικοποιημένη πολιτική δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στον τρόμο και σε ένα ολοκληρωτικό κράτος, όπου η πραγματική κυριαρχία των ατόμων μένει κρυμμένη πίσω από το προσωπείο μιας δήθεν ανώνυμης διακυβέρνησης υπό τον μανδύα της ηθικής. Πρόκειται για μια ουτοπική διακυβέρνηση μέσω του τρόμου και της ιδεολογίας, τα δύο κύρια χαρακτηριστικά που η Hanna Arendt είχε αποδώσει, ως γνωστόν, στον ολοκληρωτισμό. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί η θέση ότι η υπερβολική δέσμευση στο Καλό μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία του μεγαλύτερου Κακού. Η υπέρμετρη προσκόλληση στην «Αρετή» επιτρέπει μόνο τη θέαση του Κακού στον κόσμο (θυμήσου τη νεαρή γκουβερνάντα στο Στρίψιμο της βίδας του Χένρι Τζέιμς). Τα παραδείγματα πολλά και γνωστά: από την Ιερά Εξέταση, την τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου στον σημερινό ισλαμικό φανατισμό. Το αντίστροφο, η επιμονή στο Κακό, δεν προκαλεί την κατίσχυση του Καλού. Η όποια πίστη, του οποιουδήποτε, ατόμου ή συλλογικότητας, ότι υπερέχει εκ φύσεως και ότι οι «άλλοι» είναι παιδιά του Κακού, οδηγεί ευθέως στον ολοκληρωτισμό.

Τέταρτον, το να μιλάει κανείς στο όνομα της ηθικής είναι ένδειξη πολιτικής αδυναμίας ή μια εξαιρετικά δόλια άσκηση της εξουσίας. Συγχρόνως σε όλο αυτό το σκηνικό ενυπάρχει η αιώνια απειλή της αυταπάτης στην πολιτική. Η αληθινή αυταπάτη είναι ο μόνιμος κίνδυνος στην πολιτική και όσοι, ειδικότερα, μιλούν στο όνομα της ηθικής οφείλουν να εξετάσουν τα κίνητρά τους. Τελικά κάθε απάτη περιέχει εγγενώς την αυταπάτη. Η απάτη αποτελεί το θεμέλιο της κάθε εξουσίας. Ας θυμηθούμε τα πλατωνικά «ευγενή ψέματα».

Πέμπτο, τα ηθικά ζητήματα χρειάζεται να πολιτικοποιούνται και όχι να ηθικοποιείται η πολιτική. Εξαρχής υπογραμμίζεται ότι αναλύοντας τις αφετηρίες και τις διαδρομές του πολιτικού πολιτισμού έχουμε πολιτική ηθική και όχι ηθική γενικώς και αορίστως.

Κύριο γνώρισμα της πολιτικής κοινωνίας είναι η δημοκρατική συγκρότησή της σε πολιτικές ομάδες, οι οποίες ανεξαρτήτως των πιθανών αντιτιθεμένων συμφερόντων και αντιλήψεων υπηρετούν συλλογικούς σκοπούς, υπέρτατος εκ των οποίων είναι η συλλογική αυτοσυντήρηση και επιβίωση, καθώς και η θέσπιση εκείνων των λειτουργιών που εξασφαλίζουν τη νομιμότητα και τη νομιμοποίηση της πολιτικής οργάνωσης.

Η πολιτική νομιμότητα και νομιμοποίηση συναρτάται και με θεμελιώδεις κοσμοθεωρητικές παραδοχές. Η πολιτική ηθική και η πολιτική νομιμοποίηση είναι οργανικά συνδεδεμένες έννοιες.

Ακόμη και η μεταφυσικά προσδιορισμένη ηθική των θρησκευτικών δογμάτων, επισημαίνεται, όταν εμπλακεί στο Πολιτικό γεγονός, με τον ένα ή άλλο τρόπο και στην μια ή άλλη βαθμίδα ολοκληρώνεται μέσα στην πολιτική δίνη που διαμορφώνει την πολιτική ηθική.

Η εξουσία χρειάζεται τη νομιμοποίηση των κοινωνικών διεργασιών τις οποίες πρέπει πάντοτε να αφουγκράζεται. Η απαιτούμενη θέσπιση της εξουσίας χρειάζεται να αντανακλά πάντοτε τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές δραστηριότητες όπως αυτές εξελίσσονται διαχρονικά. Παράλληλα, μέσω αυτής της διαδικασίας περιορίζονται τα λεγόμενα arcana imperil.

Με απλά λόγια για να υπάρχει πολιτική ηθική απαιτείται να διαθέτει κοινωνική αναφορά εντός ενός συστήματος και δεν σταματά ποτέ να ακούει τις κοινωνικές διεργασίες.

Έκτο, κανένας αφηρημένος κανόνας, καμία καθολική προσταγή με συγκεκριμένο περιεχόμενο, δεν μπορεί να μας απαλλάξει από το βάρος και από την ευθύνη της δράσης μας.

Η δράση τοποθετείται πάντοτε αναγκαστικά στο επιμέρους και όχι στο καθολικό. Αυτό σημαίνει κάνω πολιτική επί του συγκεκριμένου. Συνεπώς, απαιτείται η άσκηση της φρόνησης. Η φρόνηση είναι η δυνατότητα κρίσις εκεί όπου δεν υπάρχουν μηχανικοί, αντικειμενικοί κανόνες, που επιτρέπουν την κρίση. Στην περίπτωση, όντως, που επιτυγχάνεται καλύτερο αποτέλεσμα αυτό οφείλεται στις πράξεις του δρώντος και στην καθοδήγησή τους από τη φρόνησή του. Η κρίση για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων (π.χ. προβλημάτων διοίκησης ενός δημόσιου οργανισμού) έχει το πολιτικό πρόσημο της φρόνησης.

Όμως, τα αποτελέσματα της φρόνησης δεν υπηρετούν πάντοτε μια «θετική ηθική θέση» που υπηρετεί το Καλό. Πάρτε για παράδειγμα τον Δον Τζιοβάνι: η τελική του απόφαση να μην μετανιώσει για τα Κακά που έχει διαπράξει, ενώ έχει τη δυνατότητα αν το πράξει να κερδίσει ακόμη και τη σωτηρία του, τον οδηγεί στον θάνατο παραμένοντας για πάντα καταραμένος, αλλά ταυτόχρονα καθιερώνεται ως ένας ηθικός ήρωας που ακολουθεί πιστά τις ηθικές του επιταγές.