1.
Για τη μεταπολιτική Γερμανία, ιδιαίτερα, (αλλά ίσως, υπό μια έννοια, και για τη γερμανική αυτοκρατορία από την ίδρυσή της το 1871) οι οικονομικές σχέσεις αποτελούν έναν πολύ σημαντικό παράγοντα αλληλεξάρτησης σε διακρατικό επίπεδο. Για τη γερμανική αντίληψη, η οικονομική ισχύς αποτελεί παράγοντα εξαιρετικής αποτελεσματικότητας προκειμένου να εδραιωθεί η κυριαρχία τους επί των άλλων χωρών. Ανεξαρτήτως αν για τη Γερμανία η κυριαρχία επιτυγχάνεται, τελικά, μέσω της πολιτικοστρατιωτικής ισχύος, όταν αυτή δεν είναι εφικτή, η οικονομική εξάρτηση των άλλων χωρών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να δημιουργηθούν οι όροι για την τελική κυριάρχηση.
2.
Οι γερμανοτουρκικές σχέσεις ανάγονται από την εποχή της γερμανικής αυτοκρατορίας και της αντίστοιχης Οθωμανικής (στο τέλος του 19ου αιώνα), και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι σχέσεις τους είναι πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές. Οι δύο αυτοκρατορίες συμβίωναν εκείνη την περίοδο με βάση τη στρατηγική τους συμπληρωματικότητα, αλλά με διαφορετικές προοπτικές. Η μια, η νέα γερμανική αυτοκρατορία του Γουλιέλμου, αυξανόμενη δύναμη στην κεντρική Ευρώπη προσπαθούσε να ανταγωνιστεί τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις, Αγγλία και Γαλλία και η άλλη αυτοκρατορία «η ασθενής της Ευρώπης» προσπαθούσε να αποφύγει τη διαφαινόμενη πολιτική και οικονομική κατάρρευση. Όμως η Οθωμανική αυτοκρατορία κατείχε μια στρατηγική γεωγραφική θέση τουλάχιστον, εκείνη την εποχή, αναφορικά με τον έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ.
Το 1896 ο Αυτοκράτορας Γουλιέλμος ΙΙ αρχίζει τη νέα αποικιακή πολιτική της Γερμανίας (μετά την αποπομπή του καγκελαρίου Μπίσμαρκ) προκειμένου η αυτοκρατορία «να βρει μια θέση στον ήλιο» και η Τουρκία ανακαλύπτει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα μάτια του Βερολίνου. Η Γερμανία είχε ανάγκη της υποστήριξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Orient Express συνέδεε τη Δυτική Ευρώπη, μέσω των Βαλκανίων με την Κωνσταντινούπολη από το 1889 και ο Σουλτάνος Abdul-Hamid II δέχτηκε αίτημα από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα Γουλιέλμο ΙΙ να επεκταθεί η σιδηροδρομική γραμμή μέχρι τη Βαγδάτη, διαμέσου της Ανατολίας, Στόχος ήταν η μετέπειτα επέκταση μέχρι τη Βασόρα ώστε να φθάσει στον Περσικό κόλπο και να υπάρχει πρόσβαση στην Ινδία προκειμένου να υπάρξει ναυτική βάση του γερμανικού στόλου. Μία γεωστρατηγική θέση που θα έφερνε σε δύσκολη θέση την Αγγλία. Παράλληλα σχεδιάστηκε μια διακλάδωση προς την Δαμασκό που θα συνέχιζε μέχρι την Μεδίνα. Το δίκτυο θα εξυπηρετούσε τις οικονομικές βλέψεις της Γερμανίας (εύκολη πρόσβαση στις πρώτες ύλες απαραίτητες στην αναπτυσσόμενη ραγδαία βιομηχανία της Γερμανίας) τόσο στις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά θα διευκόλυνε και την πρόσβαση στις γερμανικές αποικίες της Ανατολικής Αφρικής. Η αποδοχή του γερμανικού σχεδίου από τον Σουλτάνο Abdul-Hamid II υποβοηθήθηκε από το γεγονός ότι η Γερμανία εμφανιζόταν ως ένας ισότιμος οικονομικός εταίρος που επιδίωκε μόνο οικονομικές συνεργασίες, σε αντίθεση με τους Άγγλους και Γάλλους που ασκούσαν αποικιακή πολιτική και διακρατούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό του δημοσίου χρέους της χώρας.
Η Γερμανία άνοιξε τις πόρτες της, και έγινε ο πρώτος οικονομικός εταίρος, στην Ευρώπη, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συνεργασία αυτή μετατράπηκε σε στενή αμυντική συμφωνία και η Τουρκία συμμετείχε στον Α’ ΠΠ στο πλευρό των Κεντρικών δυνάμεων, μετά τη μυστική συμφωνία με την Γερμανία που υπογράφτηκε τις 2 Αυγούστου 1914. Οι πρωταρχικές επιδιώξεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν η επανακατάληψη των εδαφών της Ανατολικής Ανατολίας που είχαν καταληφθεί από τους Ρώσους κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου 1877-88 και ο έλεγχος της διώρυγας του Σουέζ έτσι ώστε να αποκοπούν οι δρόμοι επικοινωνίας της Αγγλίας με τις ανατολικές της αποικίες.
Θα πρέπει να ειπωθεί, στο σημείο αυτό, ότι η Γερμανία είχε ένα σημαντικό ρόλο, από την εποχή του Tanzimat (προσπάθεια εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από το τέλος τα τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα) στην οργάνωση του οθωμανικού στρατού και γενικότερα στα αιτήματα εκσυγχρονισμού που προέβαλαν οι ανερχόμενες κοινωνικές κατηγορίες με αστικό και εθνικιστικό προσανατολισμό.
Με τη λήξη του Α’ΠΠ και την ήττα, οι δύο αυτοκρατορίες μετατράπηκαν σε δημοκρατίες με τα γνωστά αποτελέσματα.
3.
Αθετώντας τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει τόσο με το Βαλκανικό Σύμφωνο και το πλέγμα των ελληνοτουρκικών συμφωνιών όσο και από την αγγλογαλλοτουρκική συνθήκη συμμαχίας του 1939, η Τουρκία υπέγραψε σύμφωνο φιλίας με τη Γερμανία, τον Ιούλιο του 1941, σε μια εποχή δηλαδή που ολόκληρη η Ευρώπη αγωνιζόταν κατά των δυνάμεων του Άξονα (Βλ.: Σπύρος Κουζινόπουλος, «Η Άγκυρα, το χρώμιο και ο χρυσός των Εβραίων», https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/i-agkyra-to-xrwmio-kai-o-xrysos-twn-ebraiwn/). Αναφέρονται τα παρακάτω στο συγκεκριμένο άρθρο που στηρίζεται στην έκθεση αυτή, που συντάχθηκε υπό την εποπτεία του υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Στούαρτ Αϊζενστάτ και με βάση στοιχεία που δόθηκαν από τη CIA και τα υπουργεία Εξωτερικών, Άμυνας, Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εμπορίου.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, το διάστημα εκείνο, παρά τις περί «ουδετερότητας» διακηρύξεις της, η Τουρκία διαπραγματευόταν την έξοδό της στον πόλεμο στο πλευρό των ναζιστών έναντι εδαφικών ανταλλαγμάτων. Τα ίδια ανταλλάγματα η Άγκυρα ζητούσε κρυφά και από τη Βρετανία, παίζοντας ταυτόχρονα «σε δύο ταμπλό». Στις διαπραγματεύσεις οι Τούρκοι απαιτούσαν όχι μόνο εδάφη, όπως τη Θράκη, την Κριμαία, την Υπερκαυκασία, αλλά και δικαιώματα με το αναχρονιστικό σύστημα των «εντολών» στη Συρία, στο Ιράκ, στην Αίγυπτο και στην Αλβανία. Επίσης, εξέφραζαν την επιθυμία να αποκτήσουν ελληνοκατοικημένες περιοχές, όπως τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο και επιπλέον το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, την ώρα ακριβώς που οι Έλληνες έδιναν ηρωικές μάχες κατά των χιτλεροφασιστικών δυνάμεων.
Βλέποντας τις πρώτες επιτυχίες των στρατιών της Βέρμαχτ, οι τούρκοι ιθύνοντες αποφασίζουν να αγνοήσουν συμφωνίες και συμμαχίες που είχαν συνάψει, προσδοκώντας καιροσκοπικά οφέλη ανάλογα με την έκβαση του πολέμου. Η βρετανική κυβέρνηση, δυσαρεστημένη έντονα από την τουρκική στάση, στέλνει τον Φεβρουάριο του 1941 στην Άγκυρα τον υπουργό Εξωτερικών Αντονι Ιντεν. «Φυσικά, οι πιο ειλικρινείς συμπάθειές μας είναι με το μέρος της Αγγλίας, δυστυχώς όμως οι πρακτικές βάσεις της αγγλογαλλοτουρκικής συμφωνίας έχασαν την ισχύ τους. Η Γαλλία είναι κατεστραμμένη, ενώ η Βρετανία δεν είναι ισχυρή στον βαθμό που πρέπει για να μας προσφέρει βοήθεια, ακόμη και με την προμήθεια όπλων και άλλου εξοπλισμού» δηλώνει ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ρ. Σαράτσογλου.
Οι σύμμαχοι διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να ελπίζουν σε βοήθεια της Τουρκίας για αντίσταση στη γερμανική εισβολή στα Βαλκάνια. Αντίθετα, τέσσερις ημέρες πριν από την επίθεση της Γερμανίας κατά της Σοβιετικής Ένωσης, και συγκεκριμένα στις 18 Ιουνίου 1941, υπογράφτηκε μετά από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Φον Πάπεν και στην τουρκική κυβέρνηση γερμανοτουρκική συμφωνία «μη επιθέσεως». Με βάση τη συμφωνία που ακυρώνει την αγγλοτουρκική συνθήκη του 1939, εξασφαλίζεται η νοτιοανατολική πτέρυγα της Γερμανίας, ενώ με το εμπορικό σύμφωνο, στις 9 Οκτωβρίου 1941, η Τουρκία μετατρέπεται σε πηγή πρώτων υλών για τη γερμανική πολεμική βιομηχανία, καθώς αναλαμβάνει να εφοδιάσει τη Γερμανία με δεκάδες χιλιάδες τόνους χρωμίου και μερικές άλλες πρώτες ύλες την περίοδο 1943-44.
Ακολουθώντας πιστή φιλογερμανική πολιτική κατά το μεγαλύτερο μέρος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Τουρκία επιτρέπει στα γερμανικά πολεμικά σκάφη να εισέρχονται στη Μαύρη Θάλασσα, σε αντίθεση με τη Συνθήκη του Μοντρέ για το καθεστώς των Δαρδανελίων, που υπογράφτηκε στις 30 Ιουλίου 1935, απαγορεύοντας τη διέλευση από τα Στενά πλοίων των εμπολέμων χωρών.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1942 η τουρκική κυβέρνηση, κάτω από την επίδραση της γερμανικής επίθεσης στον Καύκασο, συμφωνεί με την πρόταση του Φον Πάπεν να συγκεντρώσει τουρκικά στρατεύματα στα νότια σύνορα της Ρωσίας. «Καμία πίεση από την πλευρά των Αγγλοαμερικανών δεν θα είναι σε θέση να υποκινήσει την Τουρκία να κάνει ακόμη και το πιο ασήμαντο βήμα προς ζημία των γερμανικών συμφερόντων» διαβεβαιώνει επίσημα ο πρόεδρος Ινονού τον φον Πάπεν.
Παρά τις βρετανικές και αμερικανικές πιέσεις για εγκατάλειψη της φιλογερμανικής «ουδετερότητας» και έξοδο της Τουρκίας στο πλευρό των συμμάχων, η Άγκυρα κωλυσιεργεί επιδιώκοντας να κερδίσει χρόνο, αν και βλέπει ότι η Γερμανία χάνει τον πόλεμο. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το Λονδίνο αναγκάζεται να διακόψει στις 4 Φεβρουαρίου 1944 τις σχετικές αγγλοτουρκικές διαπραγματεύσεις, ενώ τον Μάιο του ίδιου έτους ο Τσόρτσιλ δηλώνει: «… Διακόψαμε τη βοήθεια αφού δώσαμε 20 εκατ. λίρες στερλίνες σε αγγλικά και αμερικανικά όπλα μόνο για το έτος 1943. Δεν ενθαρρύνουμε πλέον την Τουρκία να βρίσκεται παρά τω πλευρώ των νικηφόρων εθνών».
Τελικά η Τουρκία θα εγκαταλείψει τη γερμανόφιλη «ουδετερότητα» και θα κηρύξει τον πόλεμο κατά της Γερμανίας και της Ιαπωνίας μόλις στις 23 Φεβρουαρίου 1945, όταν δηλαδή το βαριά λαβωμένο ναζιστικό θηρίο είναι έτοιμο να ξεψυχήσει. Ενώ στο τέλος του πολέμου ο τότε πρωθυπουργός Σουκρού Σαράκιογλου αποφαίνεται με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα: «Η Τουρκική Δημοκρατία από τις πρώτες στιγμές, με τις δηλώσεις της, τα όπλα της και την καρδιά της ήταν στο πλευρό των δημοκρατικών εθνών». Και όπως θα σχολιάσει μερικά χρόνια αργότερα ο διαπρεπής τούρκος εκδότης και συγγραφέας Καμουράν Μπεκίρ Χαρπουτλού, «αν ο φασισμός ήταν νικητής είναι φανερό ότι η ίδια φράση θα είχε λεχθεί υπέρ αυτού».
4.
Μετά τη λήξη του Β’ΠΠ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης της κοινωνίας και της οικονομίας της στράφηκε πάλι προς την Τουρκία. Ενώ Γαλλία, Αγγλία και οι Κάτω Χώρες είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν εργατική δύναμη από τις αποικίες τους, η Γερμανία στράφηκε αφενός προς την εργατική δύναμη των ευρωπαϊκών χωρών του Νότου αλλά από το 1961 και προς την εργατική δύναμη της Τουρκίας. Μέχρι το 1969 περίπου 1.000.000 τούρκοι εργάτες απασχολούνταν στις γερμανικές βιομηχανίες. Μέχρι το 2001 ο νόμος για την γερμανική υπηκοότητα βασίζονταν στην έννοια ius sanguinis. Τη χρονιά αυτή ο νόμος άλλαξε (μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Schröder) και η πλειοψηφία των τούρκων μεταναστών (περίπου 3,5 εκατομμύρια το 2010) έλαβαν γερμανική υπηκοότητα και το δικαίωμα ψήφου. Το γεγονός αυτό, όπως είναι ευνόητο, έδωσε μεγαλύτερο πολιτικό βάρος στην τουρκική μειονότητα από αυτό που είχε προηγουμένως.
Η Γερμανία αποτελεί το σπουδαιότερο προορισμό των τούρκικων εξαγωγών (2017) 17,4 δις δολάρια. Οι τούρκικες εξαγωγές στην Γερμανία συνίστανται σε οχήματα, διάφορα τμήματα και εξαρτήματα αυτοκινήτων, και υφάσματα, ενώ οι κύριες εισαγωγές από τη Γερμανία είναι, μηχανήματα, ηλεκτρονικά, οχήματα, φάρμακα, οπτικά και διάφορα τμήματα και εξαρτήματα για την κατασκευή κινητήρων αυτοκινήτων αλλά και υλικό για σιδηροδρόμους. Επίσης σημαντικές είναι οι δαπάνες (εισαγωγές) για οπλικά συστήματα από τη Γερμανία. Τους 8 πρώτους μήνες του 2019 ανήλθαν σε250.4 εκατομμύρια ευρώ (277 εκατομμύρια δολάρια).
Ενώ, όπως είπαμε για την Τουρκία η Γερμανία αποτελεί την πρώτη χώρα για τις εξαγωγές της, για την Γερμανία αντίστοιχα η Τουρκία βρίσκεται στη 16η θέση. Ο όγκος των γερμανικών εξαγωγών (2018) ανήλθε στα 22,8 δις δολάρια. Υπάρχει δηλαδή μια ασυμμετρία στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών σαφέστατα υπέρ της Γερμανίας. Επίσης αυτή η ασυμμετρία φαίνεται και στον όγκο των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) μεταξύ των δύο χωρών. Η Γερμανία, την περίοδο 2002-2018, έχει τοποθετήσει ΑΞΕ στην Τουρκία ύψους 9,469 δις δολάρια, ενώ η Τουρκία, αντίστοιχα, ΑΞΕ ύψους 2,443 Δις δολάρια (στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας). Πίσω από αυτές τις επενδύσεις υπάρχουν περίπου 80000 τουρκογερμανικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Γερμανία, με ετήσιο τζίρο περίπου 52 δις ευρώ.( Daily Sabah, «New period in Turkish-German ties commences based on mutual interests», 21.09.2018. https://www.dailysabah.com/economy/2018/09/21/new-period-in-turkish-german-ties-commences-based-on-mutual-interests)
Απασχολούνται περίπου 500.000 άτομα σε 50 διαφορετικούς οικονομικούς τομείς. Από την άλλη μεριά περίπου 7.500 γερμανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην τουρκική επικράτεια( Anadolu Agency, «Turkey, Germany vow to boost economic ties», 21.09.2018. https://www.aa.com.tr/en/economy/turkey-germany-vow-to-boost-economic-ties/1261429).
Ο όγκος του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών ανήλθε περίπου στα 40 δις δολάρια, (2017) αντιπροσωπεύοντας περίπου το 1,5% του γερμανικού διεθνούς εμπορίου και το 10,0% του αντίστοιχου τούρκικου. Οι συνολικές εξαγωγές της Γερμανίας (2017) ανήλθαν σε περίπου 1,4 τρις δολάρια ενώ οι τουρκικές εξαγωγές, αντίστοιχα, σε 156 δις δολάρια. Παράλληλα:
Η Γερμανία βλέπει πως η ανατολική Μεσόγειος έχει αρχίσει να ανασυγκροτείται γεωπολιτικά. Οι Γερμανοί βλέπουν ότι αποκλείονται από τις εξελίξεις στη Μεσόγειο. Για άλλη μια φορά, προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την ΕΕ ως όχημα για την υλοποίηση των επιδιώξεών τους που εδώ δεν είναι άλλες από το να μπουν από το παράθυρο στη Λιβύη. Επιπρόσθετα, το Βερολίνο θεωρεί ότι το Παρίσι προσπαθεί να γίνει η ευρωπαϊκή δύναμη της Μεσογείου. Οποιαδήποτε πρωτοβουλία δεν ξεκίνησε με τις γερμανικές ευλογίες, καταδικάστηκε από το Βερολίνο. Μην ξεχνάμε πως η Γερμανία εκτός από έλλειψη φυσικών πόρων, έχει και έλλειψη μεγάλης ακτογραμμής. Επομένως, ο έλεγχος της Μεσογείου για τη Γερμανία είναι προτεραιότητα. Για να κάμψει την όποια αντίδραση της Ιταλίας ή και της Γαλλίας, η Γερμανία επιστρατεύει παζάρια που αφορούν την ΕΖ και τη δημοσιονομική προσαρμογή. Η Γερμανία με άλλα λόγια, προσπαθεί να παρέμβει στις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω των γνωστών «ειρηνικών πρωτοβουλιών». Σε όλο αυτό το σχεδιασμό η Τουρκία, στα μάτια της Γερμανίας, αποτελεί παίκτη με τον οποίο μπορεί να συνεργασθεί. Παράλληλα «κοιτάζει» και προς τη Ρωσία (μέσω και της Τουρκίας) προκειμένου να εξασφαλίσει και από αυτό το διάδρομο τους απαραίτητους ενεργειακούς πόρους παρά τις γνωστές θέσεις των ΗΠΑ για απεξάρτηση της Ευρώπης από τις ρωσικές πηγές ενέργειας (φυσικό αέριο και πετρέλαιο).
Υπό το φως της ιστορίας, φαίνεται ότι έχουν σφυρηλατηθεί στενές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα. Μάλιστα, θα διακινδύνευα να πω ότι και οι δύο χώρες θα επιθυμούσαν οι σχέσεις τους να επανέλθουν σε εκείνες που ίσχυαν στις αρχές του 20ού αιώνα.