Η ιδέα του «δυτικού ημισφαιρίου» αναπτύχθηκε στις δεκαετίες που προηγήθηκαν του δόγματος Μονρόε. «Η Διακήρυξη του Ουάσινγκτον για την ουδετερότητα», μαζί με τον αποχαιρετιστήριο λόγο του το 1796 αποτέλεσαν κείμενα αναφοράς για την οικοδόμηση συγκροτημένης εξωτερικής πολιτικής επιλεκτικής ανοχής / ουδετερότητας από τη διεθνή πολιτική. Επίσης, ήταν το ιδεολογικό υπόβαθρο ανάπτυξης της άποψης των δύο Κόσμων: του Νέου Κόσμου του δυτικού ημισφαιρίου και του Παλαιού Κόσμου της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Το δόγμα Μονρόε (1823) συγκεκριμενοποίησε ακόμη περισσότερο αυτόν το διαχωρισμό. Οι θεμελιώδεις διαφορές Αμερικής και Ευρώπης είχαν τις ρίζες τους σε τρεις δέσμες προβλημάτων:
- Οι αναθεωρητικές τάσεις των ηγετών των ΗΠΑ θεωρούσαν την επέκταση του κράτους σε ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο ως φυσικό δικαίωμα.
- Η γεωπολιτική σημασία του αμερικανικού χώρου στη διεθνή διανομή ρόλων και συμφερόντων.
- Η συνειδητή επιδίωξη των αμερικανών ηγετών να καταλάβουν τη διεθνή θέση που άρμοζε στο κράτος τους.
Η σημασία και η μετέπειτα επιτυχία του δόγματος Μονρόε συνίστανται στο γεγονός ότι, επειδή αντανακλούσε στη νέα γεωπολιτική λογική της αμερικανικής ηπείρου, μετατράπηκε σε δόγμα εξωτερικής πολιτικής που εξέφραζε τους νέους συσχετισμούς ισχύος και συμφερόντων του 19ου και 20ού αιώνα. Η στρατηγική λογική του δόγματος Μονρόε ήταν, ότι η μη εμπλοκή σε συμμαχίες και σε αμιγώς ευρωπαϊκά προβλήματα βοηθά στην ανεμπόδιστη υλοποίηση των εθνικών επιδιώξεων των ΗΠΑ. Από τα τέλη του 20ού αιώνα η ελίτ εξουσίας των ΗΠΑ είχε ήδη μετακινηθεί προς μια πολιτική απροκάλυπτου ιμπεριαλισμού.
Η δεκαετία του ’90 χαρακτηρίστηκε από την ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης: την άρση των εμποδίων του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα, με τρόπους που άμεσα αύξαναν την ισχύ των πλούσιων οικονομικών χωρών του κέντρου της παγκόσμιας οικονομίας σε αντιπαράθεση με τις φτωχές χώρες της περιφέρειας.Αν ο νεοφιλελευθερισμός είχε αναπτυχθεί ως απάντηση στην οικονομική στασιμότητα, μεταφέροντας το κόστος της οικονομικής κρίσης στους φτωχούς του πλανήτη, το πρόβλημα της μειούμενης οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ φαίνεται ότι χρειαζόταν μια τελείως διαφορετική απάντηση: την επανεπιβολή της ισχύος των ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ με τον ιδιόμορφο αμερικανικό του τρόπο επαναφέρει μια σύγχρονη άποψη του δόγματος Μονρόε. Προσαρμόζει τις αντιλήψεις περί οικουμενικού συμφέροντος στο αμερικανικό εθνικό συμφέρον, το οποίο στη συνέχεια θα το επιβάλλει επί άλλων κρατών. Γίνεται αντιληπτό, ότι το αμερικανικό συμφέρον στο διεθνή χώρο προσδιορίζεται από:
- Τις εκτιμήσεις της αμερικανικής ηγεσίας ως προς τις οικονομικές, εδαφικές και άλλες ανάγκες της αμερικανικής κοινωνίας, και
- Τις εκτιμήσεις της αμερικανικής ηγεσίας ως προς την παγκόσμια θέση της Αμερικής.
Ο Αμερικανός ηγέτης αντιδιαστέλλει τυχόν αρχές και συναισθηματικά κριτήρια με τις πολιτικές και γεωπολιτικές σκοπιμότητες, και με αποφασιστικότητα οριοθετεί τις δικές του ενέργειες και επιλογές με αυτές των ευρωπαϊκών δυνάμεων ως προς τις οποίες η Αμερική βρίσκεται σε ανταγωνισμό. Θα αναπτύξει ένα εθνικό κρατικό σύστημα με σταδιακή «εθνικοποίηση» των ιδεαλιστικών κριτηρίων και αρχών. Τα κίνητρα και οι στόχοι του πηγάζουν όχι από ιδανικά και οικουμενικές αξίες, αλλά αντίθετα, από παράγοντες που σχετίζονται με την ανάπτυξη του πολιτικού και κοινωνικού αμερικανικού συστήματος, καθώς και από τις αντανακλάσεις που αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί στη διεθνή σκηνή. Θα επιδιώξει να στείλει ένα μήνυμα προς τα ευρωπαϊκά κράτη για τα περιθώρια δράσης που τους προσφέρονται στο παγκόσμιο σύστημα ισορροπίας και ισχύος.
Το κυριότερο ζήτημα είναι το κατά πόσο τα διεθνή θέματα θα αντιμετωπισθούν στα πλαίσια διεθνικών και υπερεθνικών θεσμών ή αντίθετα κατά πόσο αυτά τα θέματα θα αντιμετωπισθούν στα πλαίσια διακυβερνητικών θεσμών και οργανισμών.
Η αμερικανική ηγεμονία «κατ’ εικόνα και ομοίωση» του εσωτερικού της συστήματος, προσπαθεί να επιβάλλει μια νέα διεθνή τάξη πραγμάτων, η οποία θα στηρίζεται:
- στην περιφερειακή οικονομική συνεργασία και στη συνεργασία με παγκόσμιους οικονομικούς οργανισμούς
- σε ένα συλλογικό σύστημα ασφαλείας (ευρωατλαντικό και διευρασιατικό) με ολοκληρωμένη δομή διοίκησης και δυνάμεων, στο οποίο θα έχουν τη δυνατότητα να προσχωρήσουν στο μέλλον και άλλες «δημοκρατικές χώρες»,
- σε ένα παγκόσμιο σύστημα δικαιοσύνης με κύριο χαρακτηριστικό μια «αποδεκτή παγκόσμια συνταγματική και δικαστική δομή»,
- σε ένα «συναινετικό» σύστημα λήψης αποφάσεων.
Με αυτό τον τρόπο θα προσπαθήσει η αμερικανική εξωτερική πολιτική να απαντήσει στα ερωτήματα:
- ποιο νέο «μοντέλο Ευρώπης» θα στηρίξει η Αμερική,
- ποιο πολιτικό ρωσικό σύστημα διαχείρισης είναι αποδεκτό από την Αμερική,
- ποιος ο ρόλος που πρέπει να «ανατεθεί» στην Κίνα και ιδιαίτερα στην Άπω Ανατολή, σε συνδυασμό με τα «υπαρκτά συμφέροντα» της Ιαπωνίας,
- πώς η Ευρασία θα ενσωματωθεί στο νέο διεθνές σύστημα, έστω με τη βοήθεια της Ευρώπης, αλλά υποχρεωτικά με την ανοχή της Ρωσίας και ποια τοπικά καθεστώτα θα στηρίξει,
- πώς θα ελεγχθούν οι εξελίξεις στον Ινδικό ωκεανό και την αφρικανική ήπειρο,
- πώς θα διασφαλισθεί η προνομιακή πρόσβαση της Αμερικής στους πόρους της Μέσης Ανατολής.
Σήμερα αρχίζουν να διαφαίνονται οι πραγματικοί στόχοι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και οι οποίοι μπορούν να επιτευχθούν (;) με μια ολοκληρωμένη και μακροπρόθεσμη στρατηγική. Οι στόχοι είναι:
- διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ, έστω και αν αναγκαστούν να έχουν «επιμέρους συμμάχους» και «διαχειριστές»,
- έλεγχος των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων στη Ρωσία και μείωση της στρατηγικής ισχύος της,
- έλεγχος των εξελίξεων στην Ευρασία, έστω και αρχικά μερικώς με τη βοήθεια της Ευρώπης, και με τη διατήρηση του γεωπολιτικού πλουραλισμού της περιοχής,
- περιορισμός στην ανερχόμενη δύναμη της Κίνας, ώστε να μη μετεξελιχθεί από περιφερειακή δύναμη σε παγκόσμια, και να την αναγκάσουν να ενστερνιστεί το διεθνές θεσμικό σύστημα στο οποίο κυριαρχούν με πιθανή (;) βοήθεια της Ιαπωνίας,
- διασφάλιση-σταθεροποίηση της προνομιακής της πρόσβασης και του ελέγχου των πόρων της Μέσης Ανατολής,
- έλεγχος των εξελίξεων στον Ινδικό ωκεανό και την αφρικανική ήπειρο,
- πλήρης συνεργασία με την Ευρώπη, η οποία συνεχίζει να θεωρείται ως «φυσικός σύμμαχος». Οι ΗΠΑ επιθυμούν μια σταθερή συνεργασία με την Ευρώπη (μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και διμερώς με χώρες-μέλη) και γι’ αυτό θα επιτρέψουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει λόγο για την ευρύτερη περιοχή (εφόσον βέβαια η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ και δεν προσπαθήσει να γίνει και αυτή παγκόσμια δύναμη).
Για να μπορέσουν οι ΗΠΑ να επιτύχουν την πιο πάνω δέσμη στόχων θα πρέπει:
- να μην απομονωθούν στρεφόμενες σε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις και να μη λαμβάνουν μόνο αποσπασματικά πρωτοβουλίες και διαμεσολαβήσεις στο διεθνές πεδίο,
- να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν μια γενική και πολυδιάστατη παγκόσμια πολιτική, ώστε να διατηρηθεί η μοναδική θέση της αμερικανικής δύναμης στις παγκόσμιες υποθέσεις,
- να διαμορφώσουν ένα διευρυμένο πλαίσιο σταθερής γεωπολιτικής συνεργασίας, έχοντας «πιστούς συμμάχους», ώστε να αποτρέψουν ή επιβραδύνουν την εμφάνιση-ανάδειξη μιας ανταγωνιστικής δύναμης,
- να επιτύχουν στο εσωτερικό της χώρας την απαραίτητη πολιτική και κοινωνική συναίνεση για τα ζητήματα υψηλής στρατηγικής και εξωτερικής πολιτικής ενώ συγχρόνως θα πρέπει να επιτύχουν μια οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη που θα επιτρέπει μια διαρκή αμερικανική παγκόσμια παρουσία.
Η μέχρι σήμερα πορεία των ΗΠΑ έχει δείξει ότι όχι μόνο είναι δύσκολο αλλά σχεδόν αδύνατο να θέσει, προγραμματίσει και εκτελέσει αποτελεσματικά τις πιο πάνω απαραίτητες και αναγκαίες ενέργειες. Η αμερικανική υποστήριξη της «ισχυρής πολυμερούς συνεργασίας», της «δημοκρατικής διεύρυνσης», της «ώριμης στρατηγικής σχέσης εταίρων», της «επίτευξης περιορισμένων στόχων», της «δημιουργίας γεωπολιτικού πλαισίου διατήρησης», της «θεσμοποιημένης-διευρυμένης παγκόσμιας συνεργασίας», δεν έφερε ουσιαστικά αποτελέσματα και τελικά αυτοδέσμευσε και αυτοδεσμεύει τις πολιτικές ηγεσίες των ΗΠΑ στο να μην μπορούν να θέτουν και να εκτελούν προσιτά, περιορισμένα και εφικτά προγράμματα στρατηγικής που θα επηρεάζουν την παγκόσμια κοινότητα.
Η νέα στρατηγική αντίληψη των ΗΠΑ αντανακλά τους πόθους, στόχους και ονειρώξεις της χώρας για να παραμείνει η πρώτη, μοναδική και τελευταία παγκόσμια δύναμη.