Η ιδιωτικοποίηση του ΘεούJorge Majfud

Επί παραγγελία για τον καταναλωτή

Τον 17ο αιώνα, ο Μπλαιζ Πασκάλ, μια μεγαλοφυΐα των μαθηματικών, έγραψε ότι οι άνθρωποι ποτέ δεν κάνουν κακό με μεγαλύτερη ευχαρίστηση απ’ όταν το κάνουν με θρησκευτική βεβαιότητα. Αυτή η άποψη –από έναν βαθιά θρησκευόμενο άνθρωπο– έχει βρει έκτοτε ποικίλες εφαρμογές. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, τα μεγαλύτερα εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα έγιναν, με περηφάνια και πάθος, στο όνομα της προόδου, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Στο όνομα της αγάπης, οι πουριτανοί και οι ηθικολόγοι οργάνωσαν το μίσος, την καταπίεση και την ταπείνωση. Στο όνομα της ζωής, οι ηγέτες και οι προφήτες έσπειραν το θάνατο σε απέραντες περιοχές του πλανήτη. Προς το παρόν, ο Θεός έχει φτάσει να είναι η κύρια δικαιολογία για ασκήσεις μίσους και θανάτου, καθώς πίσω από τις ιερές επικλήσεις υποκρύπτονται πολιτικές φιλοδοξίες, γήινα και σατανικά συμφέροντα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανάγοντας κάθε τραγωδία του πλανήτη στη χιλιαστική και απλουστευτική παράδοση της μάχης μεταξύ Καλού και Κακού, Θεού εναντίον Διαβόλου, το μίσος, η βία και ο θάνατος νομιμοποιούνται. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς το πώς άνδρες και γυναίκες τείνουν να προσεύχονται με φανατική περηφάνια και υποκριτική ταπεινότητα, ως αγνοί άγγελοι, πρότυπα ηθικής, ενώ εντωμεταξύ κρύβουν πυρίτιδα στα ρούχα τους ή μια θανάσιμη απειλή. Εάν οι ηγέτες γνωρίζουν την απάτη, τότε οι υπήκοοί τους ευθύνονται ακόμη περισσότερο για την ίδια την ανοησία τους, για τις εγκληματικές μεταφυσικές πεποιθήσεις τους στο όνομα του Θεού και της ηθικής (ή της φυλής και του πολιτισμού), εμπνεόμενοι από μια μακρά παράδοση σε μίσος και φιλοδοξία, που πρόσφατα επανήλθε στην επιφάνεια ανανεωμένη.

 

Η αυτοκρατορία των απλουστεύσεων

Ναι, μπορούμε να πιστέψουμε στους ανθρώπους. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι ικανοί για τα πιο εκπληκτικά πράγματα (όπως, μία των ημερών, για την ίδια τους την απελευθέρωση) και επίσης για αμέτρητες ηλιθιότητες, τις οποίες πάντοτε κρύβει ένας αυτάρεσκος και εγωκεντρικός λόγος, κατορθώνοντας να ακυρώσει την κριτική και να κατευνάσει τη μη καθαρή συνείδηση. Πώς φτάσαμε όμως σε τέτοια εγκληματική αμέλεια; Από πού προέρχεται τόση πολλή περηφάνια σε έναν κόσμο όπου η βία αυξάνεται καθημερινά και όλο και περισσότεροι άνθρωποι αξιώνουν ότι έχουν ακούσει τη φωνή του Θεού;

Η πολιτική ιστορία καταδεικνύει ότι η απλούστευση είναι ισχυρότερη και πιο εύληπτη για τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας από τον προβληματισμό. Για έναν πολιτικό ή για έναν πνευματικό ηγέτη, παραδείγματος χάριν, είναι επίδειξη αδυναμίας να αναγνωρίσει ότι η πραγματικότητα είναι σύνθετη. Εάν ο αντίπαλος εξαλείψει από ένα πρόβλημα όλες τις αντιφάσεις του και το παρουσιάσει στο κοινό ως μάχη μεταξύ Καλού και Κακού, είναι αναμφισβήτητα πιθανότερο να θριαμβεύσει. Σε τελική ανάλυση, το πρωταρχικό μάθημα της εποχής μας θεμελιώνεται στην εμπορική διαφήμιση ή στην ανεκτική υποταγή: εκλέγουμε και αγοράζουμε ό,τι λύνει τα προβλήματά μας για μας, γρήγορα και φτηνά, ακόμα κι αν το πρόβλημα συνεχίζει να είναι πραγματικό, ενώ η λύση δεν είναι ποτέ κάτι περισσότερο από εικονική. Εντούτοις, η απλούστευση δεν αποβάλλει την πολυπλοκότητα του εν λόγω προβλήματος αλλά, αντίθετα, δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα, και μερικές φορές τραγικές συνέπειες. Με το να αρνούμαστε μια ασθένεια δεν τη θεραπεύουμε, αντιθέτως τη χειροτερεύουμε.

 

Γιατί δεν συζητάμε το «γιατί»;

Ας προσπαθήσουμε τώρα να προβληματιστούμε πάνω σε κάποια κοινωνικά φαινόμενα. Αναμφισβήτητα, δεν θα φτάσουμε στο πλήρες βάθος της πολυπλοκότητάς τους, αλλά μπορούμε να αποκτήσουμε μια άποψη για το βαθμό απλούστευσης με τον οποίο αντιμετωπίζονται σε καθημερινή βάση, και όχι πάντα αθώα.

Ας αρχίσουμε με ένα σύντομο παράδειγμα. Σκεφτείτε την περίπτωση ενός ανθρώπου που βιάζει και σκοτώνει ένα νέο κορίτσι. Φέρνω αυτό το παράδειγμα όχι μόνο επειδή είναι, μαζί με τα βασανιστήρια, ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα που μπορεί κανείς να διανοηθεί, αλλά επειδή αντιπροσωπεύει μια κοινή εγκληματική πράξη σε όλες τις κοινωνίες, ακόμη και σε εκείνες που καυχώνται για τις μοναδικές ηθικές αρετές τους.

Καταρχήν, έχουμε ένα έγκλημα. Πέρα από τη σημασιολογία του «εγκλήματος» και της «τιμωρίας», μπορούμε να αξιολογήσουμε την πράξη καθαυτήν, χωρίς δηλαδή να πρέπει να ανατρέξουμε στη γενεαλογία του εγκληματία και του θύματός του, ή να ερευνήσουμε τα βαθύτερα αίτια της συμπεριφοράς του εγκληματία. Ο βιασμός και η δολοφονία πρέπει να τιμωρηθούν από το νόμο και την υπόλοιπη κοινωνία. Τελεία και παύλα. Σε αυτό το σημείο δεν χωρά συζήτηση.

Πολύ καλά. Τώρα φανταστείτε ότι σε μια δεδομένη χώρα ο αριθμός βιασμών και δολοφονιών διπλασιάζεται κάποια χρονιά και διπλασιάζεται έπειτα πάλι τον επόμενο χρόνο. Μια απλούστευση θα ήταν να υποβαθμίσεις το νέο φαινόμενο στην εγκληματική πράξη που περιγράφτηκε παραπάνω. Δηλαδή, απλούστευση θα ήταν να θεωρηθεί ότι η λύση στο πρόβλημα σημαίνει να μη μείνει κανένα από αυτά τα εγκλήματα ατιμώρητο. Διατυπώνοντάς το με έναν τρίτο τρόπο, απλούστευση θα ήταν να μην αναγνωριστούν οι κοινωνικές πραγματικότητες πίσω από τη μεμονωμένη εγκληματική πράξη. Η πιο σε βάθος ανάλυση της πρώτης περίπτωσης θα μπορούσε να μας αποκαλύψει μια οδυνηρή παιδική ηλικία, που στιγματίστηκε από τη σεξουαλική κακοποίηση του μελλοντικού βιαστή, του μελλοντικού εγκληματία. Αυτή η παρατήρηση δεν θα ανέτρεπε με κανέναν τρόπο την εγκληματικότητα της ίδιας της πράξης, ακριβώς όπως αξιολογείται παραπάνω, αλλά θα μας επέτρεπε να αρχίσουμε να βλέπουμε την πολυπλοκότητα ενός προβλήματος που η απλούστευση απειλεί να διαιωνίσει. Ξεκινώντας από την ψυχολογική ανάλυση του ατόμου, θα μπορούσαμε βεβαίως να συνεχίσουμε να παρατηρούμε άλλα συμπεράσματα που προκύπτουν από την περίπτωση του ίδιου εγκληματία, όπως, παραδείγματος χάριν, οι οικονομικοί όροι μιας συγκεκριμένης κοινωνικά κατώτερης τάξης, η εκμετάλλευση και ο ηθικός στιγματισμός της από την υπόλοιπη κοινωνία, η ηθική βία και ο εξευτελισμός της αθλιότητάς της, οι κλίμακες ηθικών αξιών που κατασκεύασε σύμφωνα με ένα σύστημα παραγωγής, αναπαραγωγής και αντιφατικής κατανάλωσης, το οποίο στηρίζεται από κοινωνικούς θεσμούς όπως ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα που βοηθά τους φτωχούς λιγότερο απ’ ό,τι τους ταπεινώνει, ορισμένες θρησκευτικές οργανώσεις που προορίζουν την αμαρτία για τους φτωχούς, χρησιμοποιώντας τους για να κερδίσουν τον παράδεισο για τον εαυτό τους, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τη διαφήμιση, τις αντιφάσεις της εργασίας… και τα λοιπά.

Μπορούμε να κατανοήσουμε την τρομοκρατία στην εποχή μας με τον ίδιο τρόπο. Η εγκληματικότητα μιας τρομοκρατικής πράξης δεν είναι ανοικτή προς συζήτηση (ή δεν πρέπει να είναι). Η δολοφονία είναι πάντα ντροπή, μια πανάρχαιη μάστιγα. Αλλά η δολοφονία αθώων και σε μεγάλη κλίμακα δεν μπορεί να έχει δικαιολογία ή συγχώρεση οποιουδήποτε είδους. Επομένως, το να απαξιούμε να τιμωρήσουμε όσους ενθαρρύνουν την τρομοκρατία είναι μια πράξη δειλίας και μια απαίσια παραχώρηση στην ατιμωρησία.

Εντούτοις, πρέπει επίσης να θυμηθούμε εδώ την αρχική προειδοποίησή μας. Η κατανόηση ενός κοινωνικού και ιστορικού φαινομένου ως συνέπεια της ύπαρξης των «κακών» στη Γη είναι μια εξαιρετικά αφελής απλούστευση ή, αντιθέτως, μια ιδεολογικά έξυπνη απλούστευση που, με την αποφυγή της ολοκληρωμένης ανάλυσης (ιστορικής, οικονομικής, πολιτικής), απαλλάσσει τους διαχειριστές της έννοιας του «Κακού»: τους καλούς.

Δεν θα αρχίσουμε καν να αναλύουμε, σε αυτές τις σύντομες σκέψεις, πώς κανείς φτάνει να προσδιορίσει μια συγκεκριμένη ομάδα και όχι άλλες με το χαρακτηρισμό «τρομοκράτης». Επ’ αυτού, σας συνιστώ να διαβάσετε τον Ρολάν Μπαρτ – μία κλασική πηγή από τις πολλές. Εδώ αναφερόμαστε στη στενή έννοια του όρου, την οποία άλλωστε χρησιμοποιούν ο Τύπος και οι κυρίαρχες πολιτικές αφηγήσεις.

Ακόμα κι έτσι, εάν καταφύγουμε στην ιδέα ότι η τρομοκρατία υπάρχει επειδή υπάρχουν στον κόσμο εγκληματίες, θα έπρεπε να σκεφτούμε ότι τον τελευταίο καιρό αφθονούν οι κακοί άνθρωποι (μια αντίληψη εμφανής στον επίσημο λόγο όλων των κυβερνήσεων των χωρών που επηρεάζονται από το φαινόμενο). Αλλά εάν είναι αλήθεια ότι στον κόσμο μας σήμερα υπάρχουν περισσότεροι κακοί από πριν, σίγουρα ένα τέτοιο φαινόμενο δεν οφείλεται στη Θεία Χάρη αλλά στις ιστορικές εξελίξεις. Καμία ιστορική συγκυρία δεν είναι τυχαία. Επομένως, η άποψη ότι το να σκοτώνουμε τρομοκράτες θα εξαλείψει την τρομοκρατία από τον κόσμο δεν είναι μόνο μια ανόητη απλούστευση, αλλά (με την άρνηση της ιστορικής προέλευσης του προβλήματος, με την ανιστόρητη παρουσίασή του ως προϊόντος του Κακού αποκλειστικά, ακόμη και ως μάχης μεταξύ δύο θεολογικών «ουσιών» αποστασιοποιημένων από οποιοδήποτε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο) συνεπάγεται την τραγική επιδείνωση της κατάστασης. Είναι ένας τρόπος να μην αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, να μην επιτεθούμε στις βαθιές ρίζες του.

Σε πολλές περιπτώσεις η βία είναι αναπόφευκτη. Παραδείγματος χάριν, εάν κάποιος μας επιτεθεί, θα φαινόταν νόμιμο να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας εξίσου με τη βία. Βεβαίως, ένας αληθινός χριστιανός θα προσέφερε και το άλλο μάγουλο πριν καταφύγει στη βία. Εντούτοις, εάν επέλεγε να αποκριθεί βίαια σε μια επίθεση, κανένας δεν θα μπορούσε να του αρνηθεί το δικαίωμα, ακόμα κι αν ερχόταν σε αντίθεση με τις εντολές του Χριστού. Αλλά εάν κάποιος άνθρωπος ή μια κυβέρνηση μάς πει ότι η βία θα περιοριστεί με το να εξαπολυθεί βία κατά των κακών –προσβάλλοντας έτσι και τους αθώους–, κάτι τέτοιο όχι μόνο αρνείται την αναζήτηση μιας αιτίας για τη βία, αλλά επιπλέον θα την ενισχύσει, ή τουλάχιστον θα τη νομιμοποιήσει στα μάτια εκείνων που υφίστανται τις συνέπειες.

Η τιμωρία των υπεύθυνων για τη βία είναι μια πράξη δικαιοσύνης. Ο ισχυρισμός ότι η βία υπάρχει μόνο επειδή υπάρχουν βίαιοι άνθρωποι είναι μια πράξη άγνοιας ή ιδεολογικής χειραγώγησης.

Εάν κανείς συνεχίσει να απλουστεύει το πρόβλημα, επιμένοντας ότι συνίσταται σε μια σύγκρουση που παράγεται από το «ασυμβίβαστο» δύο θρησκευτικών απόψεων (λες και μια από τις δύο δεν υφίσταται για αιώνες, λες και είναι θέμα ενός απλού πολέμου όπου η νίκη επιτυγχάνεται μόνο με τη συνολική ήττα του εχθρού), θα σύρει ολόκληρο τον κόσμο σε έναν διηπειρωτικό πόλεμο. Εάν κάποιος πραγματικά αναζητά την κοινωνική προέλευση και το κίνητρο του προβλήματος –το «γιατί»– και ενεργεί για να το εξαλείψει και να το μειώσει, σίγουρα θα δούμε μια εξασθένηση της έντασης που κλιμακώνεται αυτήν την περίοδο. Δεν θα δούμε το τέλος της βίας και της αδικίας στον κόσμο, αλλά τουλάχιστον θα αποφευχθεί δυστυχία αφάνταστων διαστάσεων.

Η ανάλυση της «προέλευσης της βίας» θα ήταν άχρηστη εάν παραγόταν και καταναλωνόταν μόνο μέσα στα πανεπιστήμια. Πρέπει να είναι το πρόβλημα των πρωτοσέλιδων, να συζητείται απροκατάληπτα στα μπαρ και στους δρόμους. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε, για άλλη μια φορά, ότι χρειαζόμαστε έναν γνήσιο διάλογο. Όχι μια επιστροφή στη διπλωματική φάρσα, αλλά έναν διάλογο μεταξύ των λαών που έχουν αρχίσει επικίνδυνα να βλέπουν ο ένας τον άλλο ως εχθρό, ως απειλή – μια διαφωνία, στην ουσία, βασισμένη σε βαθιά και συντριπτική άγνοια του άλλου και του ίδιου του εαυτού. Αυτό που επείγει είναι ένας επίπονος αλλά θαρραλέος διάλογος, όπου καθένας μας θα μπορέσει να αναγνωρίσει την προκατάληψή μας και την εγωκεντρικότητά μας. Ένας διάλογος απαλλαγμένος από τον θρησκευτικό φανατισμό (μουσουλμανικό και χριστιανικό) που είναι τόσο της μόδας αυτές τις μέρες, με τις μεσσιανικές και ηθικολογικές αξιώσεις του. Ένας διάλογος, εν ολίγοις, ενάντια στους κουφούς που αρνούνται να ακούσουν.

 

Ο αληθινός Θεός

Σύμφωνα με τους αληθινούς πιστούς και την αληθινή θρησκεία, μπορεί να υπάρξει μόνο ένας αληθινός Θεός: ο Θεός. Κάποιοι αξιώνουν ότι ο αληθινός Θεός είναι ένας και τρεις συγχρόνως, αλλά, κρίνοντας από τις μαρτυρίες, ο Θεός είναι ένας και πολύ περισσότεροι. Ο αληθινός Θεός είναι μοναδικός αλλά με διαφορετική πολιτική, ανάλογα με τα συμφέροντα των αληθινών πιστών. Καθένας είναι ο αληθινός Θεός, καθένας στρέφει τον πιστό ενάντια στον πιστό των άλλων θεών, οι οποίοι είναι πάντα ψεύτικοι θεοί ακόμα κι αν καθένας είναι ο αληθινός Θεός για κάποιον. Κάθε αληθινός Θεός οργανώνει την αρετή του κάθε ενάρετου λαού βάσει των αληθινών εθίμων και της αληθινής ηθικής. Υπάρχει μόνο μία ηθική βασισμένη στον αληθινό Θεό, αλλά, δεδομένου ότι υπάρχουν περισσότεροι από ένας αληθινοί θεοί, υπάρχουν επίσης περισσότερες από μία αληθινές ηθικές, μόνο μία από τις οποίες είναι αληθινά αληθινή.

Αλλά πώς ξέρουμε ποια είναι η αληθινή αλήθεια; Οι ενδεδειγμένες αποδεικτικές μέθοδοι είναι αμφισβητήσιμες. Αυτό που δεν αμφισβητείται είναι η τρέχουσα πρακτική: περιφρόνηση, απειλές, καταπίεση και, σε περίπτωση αμφιβολίας, θάνατος. Ο αληθινός θάνατος είναι πάντα το τελικό και αναπόφευκτο όπλο της αληθινής αλήθειας, που προέρχεται από τον αληθινό Θεό, προκειμένου να σωθούν η αληθινή ηθική και, προπάντων, οι αληθινοί πιστοί.

Ναι, κατά περιόδους έχω τις αμφιβολίες μου για το τι είναι αληθινό, και ξέρω ότι η αμφιβολία έχει καταδικαστεί από όλες τις θρησκείες, από όλες τις θεολογίες και από όλους τους πολιτικούς λόγους. Κατά περιόδους έχω τις αμφιβολίες μου, αλλά είναι πιθανό ότι ο Θεός δεν περιφρονεί την αμφιβολία μου. Πρέπει να είναι πολύ απασχολημένος με την τόση βεβαιότητα και υπερηφάνεια, την τόση ηθική, πίσω από τόσους πολλούς εκπροσώπους που έχουν πάρει τον έλεγχο του λόγου του, κρατώντας τον όμηρο κάπου σε ένα κτίριο, ώστε να είναι σε θέση να κάνουν τη δουλειά τους δημόσια, χωρίς εμπόδια.